Από τα πρώτα της βήματα, πολύ πριν η μουσική βιομηχανία σκαρφιστεί τον όρο έθνικ, ταξίδευε το κοινό στα μονοπάτια της Ανατολής, από τη Σμύρνη, την Κωνσταντινούπολη και τις ομορφιές του Bοσπόρου στην αγορά της Καππαδοκίας και τα καφέ-αμάν. Δεν είναι η κρίση ούτε το προσφυγικό που οδήγησαν τη Γλυκερία στο αφιέρωμα «Σμυρναίικο Μινόρε», δύο συναυλίες στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά. Τραγούδια όπως το «Τι σε μέλλει εσένα», «Χαρικλάκι», «Σμυρνιά» ήταν τα ακούσματα στο Άγιο Πνεύμα Σερρών, το χωριό όπου μεγάλωσε και όπου ο ήχος της Μικράς Ασίας έσμιγε με το ρεμπέτικο και το λαϊκό τραγούδι της εποχής, τις βαριές φωνές του Τσαουσάκη, του Καζαντζίδη και του Περπινιάδη.

«Στο χωριό είχαμε πολλούς πρόσφυγες. Όμως και η οικογένειά μου έχει ρίζες από το σημερινό Μπόντρουμ, δηλαδή την Αλικαρνασσό. Ο απόηχος από τα γραμμόφωνα που είχαν στα σπίτια τους οι Μικρασιάτες και τα πρώτα πικάπ της γειτονιάς με τα 45άρια είναι νωπός. Ο ήχος της Μ. Ασίας και το δημοτικό τραγούδι. Ο πατέρας τα τραγουδούσε πολύ όμορφα. Η μαμά είχε καταγωγή από την Κρήτη που επίσης αγαπούσαν αυτό το ρεπερτόριο. Τον παππού που ήταν χωροφύλακας τον είχαν μεταθέσει στη Μακεδονία κι εκεί ερωτεύθηκε την γιαγιά μου. Γενικά από την οικογένειά μου έμαθα το λαϊκό. Δεν χρειαζόμασταν πολλά τότε για να νιώσουμε καλά. Η εκκλησία ήταν απέναντι από το πατρικό μου κι όταν τελείωνε κάθε Κυριακή, φίλοι και συγγενείς έρχονταν στο σπίτι κι από το τίποτα έστηναν ένα γλεντάκι. Δούλευαν στα χωράφια κι από εκεί και πέρα η ζωή τους ήταν: αγάπη, φιλία, αγκαλιά και γλέντι. Δεν το λέγαμε διασκέδαση τότε, η λέξη αυτή ήρθε μετά. Το γλέντι δηλώνει αυθορμητισμό, η διασκέδαση εμπεριέχει τον ψυχαναγκασμό».

«ΝΑ Η ΕΥΚΑΙΡΙΑ»

Κάπως έτσι ξετυλίγει το κουβάρι των αναμνήσεων η Γλυκερία. Από τις καλλίφωνες του χωριού, η φωνή της είχε ιδιαίτερη χροιά, με ωραία αβίαστα γυρίσματα και μερακλίδικες στροφές. Στην Αθήνα όπου μετακόμισε η οικογένεια, ο Νίκος Δανίκας την προτρέπει να τραγουδήσει στην Πλάκα. Έτσι ξεκινάει το 1974 δειλά η καριέρα της, με φωνητικά και συμμετοχές σε δίσκους, ώσπου το 1977 παίρνει μέρος στην εκπομπή «Να η ευκαιρία» με κριτές τούς Γιώργο Κατσαρό, Γρηγόρη Γρηγορίου, Ραλλού Μάνου, Λευτέρη Παπαδόπουλο, Ροζίτα Σώκου. Τραγούδησε το «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι» του Απόστολου Καλδάρα και η ερμηνεία της απέσπασε το «άριστα». «Ήμουν ένα ντροπαλό κορίτσι που είπε στιβαρά ένα αντρικό λαϊκό κομμάτι, κι ας έτρεμαν τα πόδια μου». Ένα χρόνο αργότερα παντρεύεται τον Στέλιο Φωτιάδη που ήταν μαέστρος στο μαγαζί που είχε συνεργαστεί στα πρώτα της βήματα. Απέκτησαν τον Κωνσταντίνο που καμαρώνουν σήμερα, επίσης καλό μουσικό, παίζει κιθάρα και λαούτο.

«Λόγω του Στέλιου μετακόμισα στη «Λύρα» του Πατσιφά κι εκεί με βρήκε ο Απόστολος Καλδάρας, ο οποίος με σύστησε στον κόσμο. Η εκπομπή μού έδωσε πράγματι ευκαιρία. Σήμερα βλέπω σε ανάλογες σειρές σπουδαίες φωνές, όμως οι συνθήκες άλλαξαν. Πολλά πια τα τραγούδια, πολλοί και οι τραγουδιστές. Ο κόσμος δεν αφομοιώνει, λίγοι διαλέγουν με προσοχή ό,τι ακούν».

«Ο,ΤΙ ΚΑΝΟΥΜΕ ΕΧΕΙ ΚΟΠΟ»

Η δυσκολία των καιρών δεν παιδεύει μόνο τους νέους αλλά και τους συνοδοιπόρους της. «Για τους αναγνωρισμένους τραγουδιστές η δυσκολία είναι ποιο χώρο θα επιλέξουν να τραγουδήσουν, το πρόγραμμα που θα σχηματίσουν, το μεροκάματο των μουσικών που πρέπει να εξασφαλίσουν. Οτιδήποτε κάνουμε έχει μεγαλύτερο κόπο. Παλιά τραγουδούσαμε κάθε βράδυ, τώρα φτάσαμε στο ένα βράδυ την εβδομάδα. Κάτι αλλάζει στον κόσμο. Άλλοι φανατίζονται, άλλοι κάνουν θρησκευτικούς πολέμους, άλλοι υψώνουν φράχτες και εμπόδια, γύρω μας πληθαίνουν οι άστεγοι, υπάρχουν παιδιά που πεινάνε σε κάποια σχολεία. Οι άνθρωποι φταίμε που φτάσαμε εδώ και επιτρέπουμε να μας οδηγούν σαν τα πρόβατα».

Για τη δισκογραφία έχει ελπίδα. «Δισκογράφησα δίσκο ύστερα από έξι χρόνια! Το «Ακολούθησε ένα αστέρι» ήρθε από μια νέα εταιρεία (Spider music). Το Διαδίκτυο είναι μεγάλη ευκολία, αλλά την ίδια ώρα ευθύνεται για την πτώση της δισκογραφικής παραγωγής και των πωλήσεων». Καλομαθημένη σε άλλες εποχές, τότε που οι δίσκοι της έφταναν τις 350.000, παραδέχεται ότι αυτά τα νούμερα ανήκουν στο παρελθόν. Εκείνη καθιερώθηκε σε μια εποχή που υπήρχε διάχυτο το αίσθημα μιας ανεμελιάς. Το κοινό ξενυχτούσε μαζί της από το 1983 και επί επτά χειμώνες στην «Όμορφη νύχτα» στο Γαλάτσι, τα καλοκαίρια μετέτρεπε σε ένα ατέλειωτο γλέντι τις συναυλίες της στο θέατρο Λυκαβηττού, ενώ η Ομογένεια την καλούσε και συνεχίζει διαρκώς. Αυτό το μήνα θα ταξιδέψει ακόμη μία φορά στην Αυστραλία.

«Η δεκαετία του ’80 ήταν λες κι έβγαινε ο λαός από έναν πόλεμο. Έπειτα ήρθαν οι ηγέτες τού «πάρτε κι αυτό, πάρτε κι εκείνο», ήρθε η μίμηση που έφερε η αφθονία, ο κόσμος που το έριξε έξω διψούσε για λίγο παραπάνω». Τα χρόνια που η ίδια, επίσης η φίλη και κουμπάρα της Ελένη Βιτάλη καθώς και οι Χρήστος Νικολόπουλος, Τάκης Σούκας, Μανώλης Αγγελόπουλος, Γιώτα Λύδια, Λεωνίδας Βελής, Γιώργος Σαρρής έκαναν τη νύχτα μέρα στην «Όμορφη νύχτα» και στις «Νταλίκες» στο Γαλάτσι. «Το κοινό έφυγε από τα κοσμικά μαγαζιά του κέντρου και ήρθε στις γειτονιές». Στο μεταξύ φούντωνε το λάιφ στάιλ και μαζί οι βάτες, οι πούλιες, τα σγουρά μαλλιά, το έντονο μακιγιάζ σε μια εποχή υπερβολής. «Με τα ιδιωτικά κανάλια, τα περιοδικά, τις αντιγραφές των καλλιτεχνών του εξωτερικού σε ντόπιες αναλογίες, τις φωτογραφίσεις, το στάιλινγκ, την αγωνία πώς θα χτενιστούμε και θα φωτογραφηθούμε, το λάιφ στάιλ γιγαντώθηκε. Τώρα είναι στο ξεψύχισμά του, αλλά ίσως το ζήσουμε αλλιώς. Στο Διαδίκτυο δημοσιοποιούμε, αλληλογραφούμε, δειχνόμαστε, αλλά η αγκαλιά από κοντά μάς λείπει».

ΙΣΡΑΗΛ ΚΑΙ ΤΟΥΡΚΙΑ

Τραγουδίστρια που λατρεύουν στο Ισραήλ αλλά και στην Τουρκία. Το 1995 ο τότε πρόεδρος του Ισραήλ Γιτζάκ Ράμπιν, λίγους μήνες πριν από τη δολοφονία του, την κάλεσε στο προεδρικό παλάτι. Δέκα χρόνια αργότερα ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος την αποκάλεσε «καλλικέλαδον αηδόνα του γένους». Άλλωστε, η Γλυκερία ψάλλει όμορφα και βυζαντινούς ύμνους. Αλλά, κακά τα ψέματα, στα λαϊκά τραγούδια την αγάπησε ο κόσμος. Όμως γράφονται σήμερα καλά λαϊκά; «Γράφονται πάνω σε λαϊκούς δρόμους, αλλά θεματικά προσπαθούν να αντιγράψουν την εποχή μας που είναι ένας αχταρμάς. Αχταρμάς είναι και το λαϊκό τραγούδι. Αυτό που λείπει είναι ο αυθορμητισμός. Θέλουμε ή κάτι να φωνάζει, μελωδίες με στόμφο και βαρύγδουπο στίχο ή κάτι να σε ρίχνει στα πατώματα. Λείπει ο μέσος όρος. Γίνονται πάντως προσπάθειες». «Στη χώρα;» ρωτάω κλείνοντας τη συζήτηση. «Ως χώρα δεν κάνουμε απολύτως τίποτα. Από μας εξαρτάται να σηκώσουμε τις ζωές μας ψηλά».