Ένα Σεξουαλικά Μεταδιδόμενο Νόσημα (ΣΜΝ) που αντιστέκεται στα φάρμακα μπορεί να εξελιχθεί σε υπερ-ιό, σύμφωνα με τους ερευνητές που εκτιμούν ότι περί τους 400 χιλιάδες Αυστραλούς μπορεί να είναι φορείς. Μέχρι πρότινος, πολύ λίγες κλινικές και ειδικοί σεξουαλικής υγείας έκαναν εξετάσεις για το Μυκόπλασμα των Γεννητικών Οργάνων, παρά το ότι πρόκειται για ένα βακτήριο εξίσου επικίνδυνο με τα χλαμύδια που επηρεάζει το 1-3% του πληθυσμού των ανεπτυγμένων χωρών. Αυτό πρόκειται να αλλάξει, καθώς η Αυστραλία είναι πλέον μία από τις λίγες χώρες όπου εγκρίθηκε η διεξαγωγή ιδιωτικών εξετάσεων για το βακτήριο στην εταιρία που ανέπτυξε την σχετική εξέταση και οι ειδικοί ελπίζουν ότι στο άμεσο μέλλον, θα περιλαμβάνεται στις εξετάσεις ρουτίνας για την σεξουαλική υγεία. 

Η σημασία αυτής της έγκρισης είναι μεγάλη, καθώς το Μυκόπλασμα συχνά δεν έχει συμπτώματα και ο πιο ασφαλής τρόπος να διαγνωστεί είναι με την διεξαγωγή εξετάσεων. Το βακτήριο είναι γνωστό από τη δεκαετία του ’80, αλλά για χρόνια, η ιατρική κοινότητα δεν το αντιμετώπιζε ως ΣΜΝ. Πλήττει τις βλεννογόνους της ουρήθρας, του τραχήλου της μήτρας, του λαιμού και του πρωκτού. Τα συμπτώματα δεν είναι συνηθισμένα, αλλά το βακτήριο μπορεί να οδηγήσει σε διάφορες μακροχρόνιες επιπλοκές. Στους άντρες, μπορεί να προκαλέσει ουρηθρίτιδα (φλεγμονή της ουρήθρας), με συμπτώματα τον πόνο κατά την ούρηση ή την έκκριση υγρών από το πέος. Στις γυναίκες, μπορεί να προκαλέσει φλεγμονή του τραχήλου της μήτρας, καθώς και πυελική φλεγμονή, μια πάθηση των γυναικείων αναπαραγωγικών οργάνων, που συνοδεύεται από πόνο στην κάτω κοιλιακή χώρα και πόνο ή αιμορραγία κατά τη διάρκεια του σεξ. Σε πιο σοβαρά περιστατικά, μπορεί να οδηγήσει σε υπογονιμότητα ή αυξημένο κίνδυνο έκτοπης κύησης, αν κι αυτό δεν έχει επαληθευτεί επαρκώς. Γενικότερα, η σοβαρότητα των επιπτώσεών του δεν έχει διερευνηθεί επαρκώς. Σύμφωνα με τις έρευνες, μεγαλύτερο κίνδυνο διατρέχουν όσοι είχαν σεξουαλικές επαφές με πολλά άτομα τα προηγούμενα χρόνια, ενώ το σεξ χωρίς προφυλάξεις αυξάνει τις πιθανότητες μετάδοσης του μικροβίου.

Το γεγονός ότι συνήθως δεν εμφανίζει συμπτώματα, καθώς και η έλλειψη στην πρόληψη και τους ελέγχους, θεωρείται ότι έχει συμβάλλει στο να αναπτύξει το βακτήριο έντονη αντίσταση στην φαρμακευτική αγωγή, με αποτέλεσμα θεραπείες που είχαν 100% επιτυχία πριν από δέκα χρόνια τώρα να σημειώνουν 12-15% αποτυχία. Οι ειδικοί θεωρούν ότι αυτή η ταχύτητα με την οποία το Μυκόπλασμα ανέπτυξε ανθεκτικότητα στα φάρμακα είναι ιδιαίτερα ασυνήθιστη, καλώντας τον ιατρικό κόσμο να βρίσκεται σε επιφυλακή.