Τα περιστατικά είναι εκ πρώτης όψεως άσχετα μεταξύ τους. Την Πέμπτη, ο υπουργός Οικονομικών Scott Morrison παρουσίασε στο κοινοβούλιο ένα κομμάτι κάρβουνο, περιπαίζοντας το Εργατικό Κόμμα για την ενεργειακή του πολιτική. «Αυτό είναι άνθρακας, μην το φοβάστε», είπε ο θησαυροφύλακας, προς τέρψιν των ομόσταυλών του βουλευτών και, ειδικότερα, του Barnaby Joyce, ο οποίος περιχαρής πήρε στα χέρια του το ορυκτό και το περιέφερε μεταξύ των συναδέλφων του. 

Δύο μέρες μετά, η Νέα Νότια Ουαλία απειλήθηκε να γίνει η ίδια κάρβουνο. Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, 63 μέτωπα φωτιάς παραμένουν σε εξέλιξη, εκ των οποίων τα 14 μαίνονται ανεξέλεγκτα, από τα πολλά περισσότερα που άνοιξαν το Σαββατοκύριακο, καταστρέφοντας 30 σπίτια και 51 ακόμη κτίρια. Οι περισσότερες από αυτές τις πυρκαγιές προκλήθηκαν από την υψηλή θερμοκρασία που άγγιξε πρωτοφανή επίπεδα, παραμένοντας άνω των 40 βαθμών Κελσίου κατά το μεγαλύτερο μέρος του Σαββατοκύριακου. Στο Penrith το Σάββατο ο Υδράργυρος άγγιξε τους 49,6 βαθμούς, ενώ στο White Cliffs καταγράφηκε η υψηλότερη νυχτερινή θερμοκρασία, με το θερμόμετρο να φτάνει στους 33,3 βαθμούς. Τι σχέση έχει αυτό με τον θησαυροφύλακα και τον άνθρακα; Μεγάλη – και πολυσχιδή. 

Από την μια, οι υψηλές θερμοκρασίες σχετίζονται άμεσα με την υπερθέρμανση του πλανήτη κι αυτή είναι αποτέλεσμα μιας ενεργειακής πολιτικής που βασίζεται στα ορυκτά καύσιμα. Η συντριπτική πλειοψηφία της παγκόσμιας επιστημονικής κοινότητας συμφωνεί ότι είναι οι εκπομπές αερίων που έχουν σημειωθεί από τη βιομηχανική επανάσταση μέχρι τις μέρες μας που έχουν προκαλέσει την αλλαγή του κλίματος και την υπερθέρμανση του πλανήτη. Παρά την επικίνδυνη, επίμονη και πεισματική άρνηση από την πλευρά ορισμένων εκπροσώπων του πολιτικού και επιχειρηματικού κόσμου, κανείς σώφρων άνθρωπος δεν μπορεί να αγνοήσει τις αποδείξεις ότι αυτή η εξέλιξη είναι αποτέλεσμα ανθρώπινης παρέμβασης. 

Είναι σαφές ότι υπάρχει μία σχέση αιτίου – αιτιατού σ’ αυτό το φαινόμενο. Οι καύσωνες καταστρέφουν την αγροτική παραγωγή, προκαλούν πυρκαϊές, απειλούν την υγεία – αν όχι την ζωή – των ηλικιωμένων και των ομάδων υψηλού κινδύνου. Όσο λιγότερους καύσωνες έχουμε, τόσο λιγότερο κινδυνεύει η ζωή και η επιβίωσή μας. Και δεν είναι μόνο οι καύσωνες. Τα ακραία καιρικά φαινόμενα προκαλούν καταστροφικά έντονους χειμώνες, πλημμύρες και μία γενικότερη αστάθεια που έχει τεράστιο κόστος. Ήδη οι επιστήμονες προβλέπουν ότι στο άμεσο μέλλον οι περίοδοι ήπιου κλίματος θα είναι όλο και πιο σύντομες. Η αλλαγή του κλίματος, η υπερθέρμανση του πλανήτη ήδη έχει κάνει αισθητή την παρουσία της και είναι πια μη αναστρέψιμη. 

Έχουμε ήδη ξεπεράσει την προθεσμία. Είναι αργά για να διορθωθεί η ζημιά που έχει ήδη γίνει στον πλανήτη. Όποια δράση προτείνεται τώρα, είναι για να μην υπάρξει ακόμη μεγαλύτερο κακό. Αν μειωθούν οι εκπομπές αερίων άνθρακα, θα περιοριστεί η αύξηση της θερμοκρασίας της ατμόσφαιρας, που σημαίνει ότι δεν θα λιώσουν οι πάγοι με τον ρυθμό που συμβαίνει τώρα, άρα θα έχουμε λιγότερους καύσωνες, λιγότερες ξηρασίες, λιγότερες φωτιές, λιγότερο κίνδυνο για τα διατροφικά αποθέματα. 

Ο αντίλογος -και το βασικό επιχείρημα των υπερασπιστών του άνθρακα- είναι ότι η επένδυση σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας είναι ακριβή και ότι ο άνθρακας παραμένει η πιο οικονομική και αξιόπιστη πηγή ενέργειας. Αφενός, λέγοντας αυτό, υποτιμούν το ήδη υψηλό κόστος που πληρώνουν οι κυβερνήσεις για την αντιμετώπιση των παρενεργειών της κλιματικής αλλαγής. Από το κόστος θεραπείας του Μεγάλου Κοραλλιογενούς Υφάλου -αλλά και τα διαφυγόντα κέρδη από την καταστροφή ενός τόσο ζωτικής σημασίας τουριστικού προορισμού- μέχρι τις αποζημιώσεις για τις καταστροφές από πυρκαγιές και πλημμύρες, αλλά και το κόστος της πρόληψης και αντιμετώπισης. Για να μην αναφερθεί το νέο προσφυγικό κύμα που θα προκύψει από τους ανθρώπους που θα εγκαταλείψουν τις χώρες τους όταν θα γίνει αδύνατον να ζήσουν σ’ αυτές, λόγω της κλιματικής αλλαγής – κάτι που ήδη συμβαίνει σε νησιά του Ειρηνικού, που βυθίζονται σιγά-σιγά, όσο ανεβαίνει η στάθμη της θάλασσας. Και δεν είναι μόνο αυτά. Μία από τις παρενέργειες του πρόσφατου καύσωνα ήταν η αύξηση της κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος κατά 25%, που με την σειρά της αύξησε σημαντικά τον κίνδυνο για μπλακ άουτ από την υπερφόρτωση του δικτύου. 

Η ίδια η επικεφαλής της εταιρίας διανομής ηλεκτρικού ρεύματος Energy Australia εξέφρασε την εκτίμηση ότι αποτέλεσμα αυτής της αύξησης κατανάλωσης θα είναι και η αύξηση στους λογαριασμούς που θα κληθούν να πληρώσουν οι καταναλωτές, ενώ κάλεσε την κυβέρνηση να επενδύσει σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, προβλέποντας ότι σε 20 χρόνια, τονίζοντας θα κλείσουν πολλές μονάδες παραγωγής ενέργειας με άνθρακα. Σ’ αυτό, η κυβέρνηση επισείει ως φόβητρο τα αυξημένα τιμολόγια με τα οποία ήρθαν αντιμέτωποι οι καταναλωτές από την εφαρμογή του φόρου άνθρακα. Αυτή η θεωρία βολεύει πολλούς, αλλά αποσιωπά τον πραγματικό λόγο της αύξησης που δεν ήταν ο φόρος, αλλά το κόστος μιας πανάκριβης κι εν πολλοίς περιττής αντικατάστασης στο ηλεκτρικό δίκτυο που επέτρεψε στις εταιρίες που διαχειρίζονται τις υποδομές να ξοδέψουν τεράστια ποσά, στέλνοντας τον λογαριασμό στους καταναλωτές. Η κυβέρνηση έπεσε θύμα εξαπάτησης από τις εταιρίες στις οποίες έχει δώσει τον έλεγχο των υποδομών, αλλά αυτό παραμένει παραδόξως εκτός του δημοσίου διαλόγου.

Αυτό που, επίσης, παραβλέπει η πολιτική ηγεσία είναι ότι η επένδυση στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας δεν είναι μόνο αναγκαία για την επιβίωση του πλανήτη στον οποίο θα ζήσουν οι επόμενες γενιές. Δεν είναι μόνο μία ηθική επιλογή. Είναι και μία συνετή επένδυση. Η οικολογία είναι οικονομία. Επενδύοντας στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας οι κυβερνήσεις ουσιαστικά ανοίγουν έναν τεράστιο κύκλο εργασιών που θα δημιουργήσει περισσότερες θέσεις εργασίας, στον κατασκευαστικό κλάδο, στις μεταφορές, στις υπηρεσίες, παντού.

Στη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία, με τη σταδιακή αποβιομηχάνιση των ανεπτυγμένων χωρών και την κρίση του χρηματοπιστωτικού τομέα, κάτι τέτοιο μπορεί να είναι μία σημαντική ώθηση στην οικονομία – και να υλοποιήσει τις προεκλογικές δεσμεύσεις των κομμάτων. Προς επίρρωση του επιχειρήματος περί οικονομικής σύνεσης, υπάρχει και το παράδειγμα των επενδύσεων σε ενέργεια που κάνει η ομοσπονδιακή κυβέρνηση στο Κουίνσλαντ. Από την μια υπάρχει μία επένδυση ύψους 71,4 εκατομμυρίων δολαρίων για την δημιουργία μονάδων ηλιακής και αιολικής ενέργειας, η οποία υπολογίζεται ότι θα δημιουργήσει 2218 νέες θέσεις εργασίας. 

Από την άλλη, θα συνεισφέρει με 1 δισ. στην κατασκευή του ανθρακωρυχείου που θα λειτουργήσει στην ίδια πολιτεία η πολυεθνική (με έδρα την Ινδία) Adani, που θα δημιουργήσει 1464 θέσεις. Οι φορολογούμενοι δηλαδή θα πληρώσουν 21 φορές περισσότερα για μία επένδυση που θα δημιουργήσει λιγότερες θέσεις εργασίας από ό,τι μία αντίστοιχη σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Η κυβέρνηση της Βικτώριας ήδη κρατά σημειώσεις κι έχει δεσμευτεί ότι θα στραφεί σταδιακά στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Είναι ώρα να το κάνουν και οι άλλοι. Και όταν ένας υπουργός εμφανίζεται στο κοινοβούλιο κρατώντας κάρβουνα, να ξέρουν ότι έχουν κάθε λόγο να φοβούνται.