Η τελευταία διεθνής έρευνα που διεξήγαγε και δημοσίευσε, πριν λίγες εβδομάδες, η εταιρεία Demographia, με έδρα τη Νέα Ζηλανδία, (Demographia International Housing Affordability Survey) και εξετάζει το επίπεδο διαβίωσης όσον αφορά κυρίως θέματα αγοράς και ενοικίασης ακινήτων σε πόλεις με πληθυσμό πάνω από ένα εκατομμύριο κατοίκους, κατέταξε την πόλη του Σίδνεϊ τη δεύτερη ακριβότερη πόλη του κόσμου με πρώτο το Χονγκ Κονγκ και τη Μελβούρνη να κατακτά την έκτη θέση της ίδιας λίστας.

Η έρευνα, η οποία καλύπτει 406 μητροπολιτικές αγορές σε εννέα χώρες του πλανήτη (σε Αυστραλία, Καναδά, Κίνα, Ιρλανδία, Ιαπωνία, Νέα Ζηλανδία, Σιγκαπούρη, Ηνωμένο Βασίλειο και Η.Π.Α.), εξετάζει τις αντίστοιχες αγορές και βασίζει τα πορίσματά της στη συγκριτική μελέτη ανάμεσα στη μέση τιμή ενός ακινήτου και το μέσο εισόδημα που παρουσιάζει ένα νοικοκυριό στη κάθε πόλη που διερευνάται.

«Βρίσκω απόλυτα λογικό να βρίσκεται το Σίδνεϊ στη λίστα και πώς θα μπορούσε να μην είναι, άλλωστε, όταν αποτελεί μια πόλη γεμάτη ευκαιρίες, θετική ενέργεια και αγνή φυσική ομορφιά» λέει στο «Νέο Κόσμο» η 30χρονη παιδίατρος-οδοντίατρος Μαρία Λούκα, η οποία ζει και εργάζεται στην αυστραλιανή μεγαλούπολη τα τελευταία χρόνια.

Η ίδια προσθέτει: «Το 54% της συνολικής αυστραλιανής οικονομίας οφείλεται στη Νέα Νότια Ουαλία και παρά το γεγονός ότι οι τιμές ακινήτων διαρκώς αυξάνονται, επιθυμία των περισσοτέρων είναι να ζουν στη πόλη μας γεγονός που διαφαίνεται από την ραγδαία και συνεχή αύξηση του πληθυσμού».

Σε σύγκριση με αντίστοιχα πορίσματα των προηγούμενων δύο χρόνων η αύξηση στις τιμές ακινήτων στο Σίδνεϊ, όντως αγγίζει σήμερα ένα ποσοστό 60% ενώ επιπλέον 54 αγορές σε ολόκληρη την Αυστραλία παρουσιάζουν μεγάλες αυξήσεις γεγονός που αποδεικνύεται και από την έκτη θέση που κατέκτησε η «πιο βιώσιμη πόλη» της Αυστραλίας, η Μελβούρνη.

«Η σύζυγός μου και εγώ φτάσαμε στη Μελβούρνη από την Ελλάδα με φοιτητική βίζα τον Ιανουάριο του 2014 και η αναζήτηση κατοικίας τους πρώτους έξι μήνες ήταν μια εξαιρετικά δύσκολη και εξουθενωτική διαδικασία» λέει ο Νίκος Παγώνης, ο οποίος σήμερα εργάζεται ως αποθηκάριος.

«Κατά τη γνώμη μου, οι τιμές είναι εξωφρενικά υψηλές και σε καμία περίπτωση δεν αντανακλούν τους μισθούς που λαμβάνει ο μέσος εργαζόμενος εδώ. Οι τιμές των σπιτιών ακόμα και σε απομονωμένες περιοχές, όπως στο South Morang, το Epping και το Mernda, ξεπερνούν τις 400.000 δολάρια, οπότε ούτε τολμώ να φανταστώ πόσο ακριβό είναι το κέντρο της πόλης και τα παραθαλάσσια προάστια της Μελβούρνης, η οποία είναι μια χαρά αν έχει κανείς ένα κουβά γεμάτο μετρητά να ξοδεύει για να απολαμβάνει τις ομορφιές της».

Τη λίστα του Demographia κοσμούν, επίσης, η πόλη της Αδελαΐδας, η οποία βρίσκεται στην 16η θέση, το Μπρίσμπαν (18η θέση) και το Περθ (στην 20ή θέση) αφήνοντας -προς έκπληξη όλων- πίσω τους τη Νέα Υόρκη και το Λονδίνο που ακολούθησαν μετά την εικοσάδα.

«Η Αδελαΐδα σε καμία περίπτωση δεν νοείται να βρίσκεται στη συγκεκριμένη λίστα» λέει ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας διαχείρισης και ανάπτυξης ακινήτων Maras Group of Companies Στηβ Μάρας, ο οποίος είναι και πρόεδρος του Πολιτειακού Τμήματος του Συμβουλίου Ακινήτων Αυστραλίας.

Σύμφωνα με τον κ. Μάρα, η Αδελαΐδα έχει τέτοια ρυμοτομία που επιτρέπει περαιτέρω αστική ανάπτυξη στον τομέα αυτό, χωρίς να επηρεάζονται σε καμία περίπτωση οι «πράσινες ζώνες» της πόλης.

Κατά κοινή ομολογία, το υψηλό κόστος των ακινήτων αποτελεί παγκόσμιο φαινόμενο και επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από έναν και μόνο παράγοντα: τους περιορισμούς στην προσφορά που είναι δυσανάλογοι της αυξημένης ζήτησης.

«Δεν χωράει αμφιβολία ότι η Μελβούρνη και το Σίδνεϊ έχουν παρουσιάσει αλματώδη ανάπτυξη τα τελευταία δύο-τρία χρόνια, αλλά πολλοί ξεχνούν ότι η αγορά στο Σίδνεϊ στις αρχές του 2000 παρέμενε σταθερή για αρκετά χρόνια και μόλις την τελευταία πενταετία άρχισε να παίρνει τα πάνω της», εξηγεί ο ομογενής επιχειρηματίας Αλέξανδρος Πυρλής, διευθυντής της συμβουλευτικής εταιρείας Placeplan Property Services που δραστηριοποιείται στον τομέα διαχείρισης και ανάπτυξης εμπορικών ακινήτων με έδρα τη Μελβούρνη.

«Οι δύο αυτές πόλεις -Σίδνεϊ και Μελβούρνη- είναι, αφενός, ιδιαίτερα ελκυστικές, ενώ τα τελευταία χρόνια παρουσιάζουν και αυξημένο επενδυτικό ενδιαφέρον, γεγονός που, αφετέρου οδηγεί σε εκτόξευση τιμών σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα από ό,τι σε άλλες πόλεις της Αυστραλίας, ειδικά σε πιο απομακρυσμένες περιοχές» εξηγεί ο επιχειρηματίας.

Την αντίθεσή του φαίνεται να εκφράζει ο ίδιος ο διευθυντής της Demographia Oliver Hartwich, ο οποίος στην επίσημη αναφορά του αναφέρει, ότι οι πολίτες πρέπει να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους και οφείλουν με τη σειρά τους να απορρίπτουν εξωφρενικές τιμές στις αγορές ακινήτων.

«Οι κάτοικοι μιας πόλης οφείλουν να μην αποδέχονται, αντίθετα να απορρίπτουν τις παράλογες και ακραίες αυξήσεις στον τομέα των ακινήτων. Πρέπει, επιτέλους, να αποβάλουμε την λανθασμένη άποψη πως η αύξηση στις τιμές των ακινήτων σε μια οποιαδήποτε πόλη αντανακλά και την ευημερία της. Επί της ουσίας, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Όταν μια πόλη αδυνατεί να προσφέρει κατάλληλες συνθήκες διαβίωσης και στέγασης στους πολίτες της αυτό αποτελεί σημάδι αποτυχίας για την ίδια τη πόλη» αναφέρει στο επίσημο πόρισμά του ο Hartwich.

«Η Γερμανία είναι πιθανόν η πιο βαρετή χώρα του κόσμου, όσον αφορά την αγορά ακινήτων και αυτό γιατί οι τιμές παραμένουν σταθερές. Αν δεν είχε επέλθει η οικονομική κρίση στην Ευρώπη, οι Γερμανοί πιθανόν να ήταν σε θέση να αγοράσουν σήμερα – τηρουμένων των αναλογιών – ένα σπίτι στην ίδια τιμή που θα το αγόραζαν και πριν από μια εικοσαετία. Το σκηνικό αλλάζει σε χώρες όπως η Αυστραλία, η Νέα Ζηλανδία, το Ηνωμένο Βασίλειο και μέρος των Η.Π.Α. όπου πλέον οι τιμές έχουν «χτυπήσει κόκκινο», επηρεάζοντας κυρίως τους χαμηλόμισθους και ενθαρρύνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την ανισότητα και τη φτώχεια μέσα στην ευρύτερη κοινωνία» υποστηρίζει ο Hartwich.

Παρ’ όλα αυτά, ο ελληνικής καταγωγής επιχειρηματίας Θεόδωρος Καραγιάννης, διευθυντής της εταιρείας ανάπτυξης ακινήτων NG Farah Real Estate Coogee, με έδρα το Σίδνεϊ, θεωρεί ότι η στεγαστική ζήτηση στο Σίδνεϊ παραμένει τόσο υψηλή που οι τιμές θα συνεχίσουν να ανεβαίνουν, άσχετα με το τι πιστεύουν οι ειδικοί, ιδιαίτερα στα προάστια εκείνα που βρίσκονται σε άξονα 7-10 χιλιομέτρων από το κέντρο της πόλης.

«Η μέση τιμή μιας ανεξάρτητης κατοικίας στο Σίδνεϊ κοστολογείται σήμερα σε πάνω από $1εκ. δολάρια και οι κύριοι παράγοντες που επηρεάζουν την αύξηση αυτή αφορούν το χαμηλό επιτόκιο μετρητών σε ένα ποσοστό ρεκόρ της τάξης του 1,5%, την ετήσια αύξηση του πληθυσμού της πόλης και φυσικά το έντονο επενδυτικό ενδιαφέρον που εκδηλώνουν διεθνείς αγορές για έργα αξίας εκατομμυρίων δολαρίων» εξηγεί.

Αν όλα τα παραπάνω είναι αλήθεια, τότε γεννάται ένα και μόνο εύλογο ερώτημα: γιατί οι πόλεις αυτές προβάλλονται ως ιδανικές εφόσον το κόστος ζωής είναι τόσο αυξημένο;

Όπως αναφέρει η έρευνα της Demographia, είναι σύνηθες το φαινόμενο οι «καλύτερες πόλεις» του κόσμου να ψηφίζονται από οργανισμούς με βάση διάφορα κριτήρια τα οποία επί τω πλείστων δεν αντικατοπτρίζουν την πραγματική εικόνα που επικρατεί σε μια πόλη ούτε αποτελούν ένδειξη του μέσου νοικοκυριού. Τραβούν πάραυτα την προσοχή του τύπου και δημιουργούν θετικές εντυπώσεις.

«Είναι αυτονόητο ότι για έναν επιχειρηματία, τραπεζίτη, τηλεοπτική προσωπικότητα και αθλητικό αστέρα, το να ζει σε μια ακριβή πόλη και να επωφελείται από τις ανέσεις που αυτή προσφέρει είναι εύκολο και θεμιτό. Για μια δασκάλα, έναν νοσηλευτή ή έναν πωλητή όμως η εμπειρία μιας τέτοιας πόλης είναι τελείως διαφορετική αφού αυτοί οι απλοί πολίτες αδυνατούν να πλησιάσουν το κέντρο της πόλης και να συμμετέχουν σε αυτό το είδος καθημερινότητας και τα πλεονεκτήματα που προσφέρει.

«Το ερώτημα που τίθεται είναι αν τελικά εμείς οι ίδιοι ενδιαφερόμαστε να προωθήσουμε τέτοιου είδους άνισες κοινωνίες και να δημιουργήσουμε χάσματα μεταξύ τάξεων και πολιτών ενθαρρύνοντας τον λαϊκισμό στους κόλπους της σημερινής κοινωνίας», διερωτάται ο κ. Hartwich καταλήγοντας πως η αναγκαιότητα σταθεροποίησης των τιμών σε προσιτά για όλους επίπεδα καθίσταται σήμερα πιο αναγκαία από ποτέ.

Ο κ. Αλέξανδρος Πυρλής φαίνεται να διαφωνεί: «Αναφορές όπως αυτή της Demographia, είναι σίγουρα ενδιαφέρουσες και, βεβαίως, αποτελούν εξαιρετικό βοήθημα για εκείνους που αγωνίζονται υπέρ της απελευθέρωσης οικοπέδων.

«Το αν μια πόλη είναι βιώσιμη δεν εξαρτάται μόνο από τον παράγοντα ‘κατοικία’. Ο τρόπος κατά τον οποίο κάθε πόλη και χώρα αναπτύσσεται είναι διαφορετικός από τον τρόπο με τον οποίο βαδίζει η Αυστραλία ή οποιαδήποτε άλλη προοδευτική χώρα.

«Κατά την δική μας άποψη, ναι η απόκτηση κατοικίας μπορεί να αποδειχθεί ακριβή σε κάποιες περιπτώσεις αλλά δεν θεωρούμε πως μια τέτοια πραγματικότητα πρέπει να αποθαρρύνει έναν νέο αγοραστή από το να κάνει το πρώτο βήμα. Το να προσπαθούμε να δημιουργήσουμε έναν φαύλο κύκλο είναι μάταιο όταν αυτό που έχει σημασία είναι να κατανοήσουμε πως, όπου παρατηρείται πληθυσμιακή αύξηση, εργασιακή και μισθολογική σταθερότητα και πρόσβαση σε κεφάλαια, η αξία των κατοικιών σε «καλές», ασφαλείς και επομένως δημοφιλείς τοποθεσίες θα αυξάνεται δίνοντας την εντύπωση του απρόσιτου και μακρινού»,καταλήγει ο κ. Πυρλής.

ΤΙ ΜΑΣ ΛΕΕΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ

Nίνα ΜΙΕΡΝΙΚ, 29, Πωλήσεις στην εταιρεία Amazon.com, Σίδνεϊ

«Δεν μπορώ να πω ότι εκπλήσσομαι με το πόρισμα της έρευνας είτε για το Σίδνεϊ είτε για τη Μελβούρνη. Πρόκειται για δύο υπέροχες πόλεις γεμάτες ευκαιρίες και μοναδικά χαρακτηριστικά αλλά και τοπία που κόβουν την ανάσα. Αν μπορούσα να αλλάξω κάτι θα ήταν σαφέστατα το υψηλό κόστος των τιμών για την αγορά κατοικίας».

Dean CONSTANTINE, 30, Επικεφαλής εταιρείας δημοσίων σχέσεων, Σίδνεϊ

«Το Σίδνεϊ είναι μια προοδευτική, ζωντανή και φιλόξενη πόλη που αγκαλιάζει τους πάντες. Παρ’ όλα αυτά, η αγορά κατοικίας ειδικά για τους νέους, καθίσταται ιδιαίτερα δύσκολη. Αν κατορθώναμε να εκμεταλλευτούμε και να αντιμετωπίσουμε καλύτερα τις ξένες επενδύσεις, η νεολαία θα είχε σίγουρα περισσότερες ευκαιρίες».

Μαρία ΛΟΥΚΑ, 30, Παιδίατρος-Οδοντίατρος, Σίδνεϊ

«Από την αγορά κατοικίας έως τα διόδια ή το πάρκινγκ μέσα στο Σίδνεϊ, καταλαβαίνει κανείς ότι πρόκειται για μια ακριβή πόλη και το να μένει κανείς εδώ απαιτεί θυσίες και εξονυχιστική έρευνα για να βρεθούν οι λίγες αλλά υπαρκτές ευκαιρίες».

Παναγιώτης ΚΑΜΠΑΔΑΚΗΣ, 43, Υπάλληλος οίκου ευγηρίας, Μελβούρνη

«Τα πρώτα τέσσερα χρόνια στη Μελβούρνη όπου ήρθαμε με φοιτητική βίζα, ήταν ιδιαίτερα δύσκολα. Είμαστε τετραμελής οικογένεια και πληρώναμε $16.000 για το δημόσιο σχολείο των παιδιών μας. Σήμερα νοικιάζουμε την κατοικία που μένουμε. Η τιμή εδώ εξαρτάται κυρίως από την περιοχή που επιλέγει κανείς. Κατά την γνώμη μου, η αγορά ακινήτων είναι μια τεράστια φούσκα που όταν ξεφουσκώσει θα έχει μεγάλο αντίκτυπο».

Ελένη ΠΑΝΤΕΛΙΔΟΥ, 31 διευθύντρια παραγωγής, Μελβούρνη

«Ζω στη Μελβούρνη τα τελευταία 4,5 χρόνια και θεωρώ πως είναι αδύνατον κανείς να αποταμιεύσει 10% του μισθού του για να αγοράσει ένα σπίτι όταν βρίσκεται ήδη στο ενοίκιο, ειδικά σε περιοχές κοντά στο κέντρο της πόλης, γι’ αυτό και πολλοί νέοι επιλέγουν πλέον να μένουν μαζί και να μοιράζονται το κόστος».

Κατερίνα ΚΥΡΟΠΟΥΛΟΥ, 50, πτυχιούχος οπτικός, άνεργη, Μελβούρνη

«Ήρθαμε εδώ πριν 2,5 χρόνια. Η Μελβούρνη είναι πανάκριβη και το κόστος δεν ανταποκρίνεται σε αυτά που προσφέρει. Σαραβαλιασμένα σπίτια σε εξωφρενικές τιμές για ενοικίαση».

Χάρης ΑΡΓΥΡΙΟΥ, 39 λογιστής και διαχειριστής ακινήτων, Αδελαΐδα 

«Σε καμία περίπτωση δεν συμφωνώ με τα πορίσματα της έρευνας. Η Αδελαΐδα και το κόστος στέγασης εδώ, είτε αναφερόμαστε σε αγορά πρώτης κατοικίας είτε μιλάμε για μια απλή ενοικίαση, εξακολουθεί να παραμένει σε χαμηλά επίπεδα εν συγκρίσει πάντα με τις τιμές που έχουν υιοθετήσει οι μεγάλες πόλεις των ανατολικών Πολιτειών».

ΤΙ ΛΕΝΕ ΟΙ ΤΡΑΠΕΖΕΣ

Σύμφωνα με την αναφορά της CommSec, η οποία εκδόθηκε τον Ιανουάριο 2017 και αφορά το τελευταίο τετράμηνο, η πολιτεία της Νέας Νότιας Ουαλίας παρουσιάζει συνολικά την μεγαλύτερη οικονομική ανάπτυξη καθώς και την μεγαλύτερη δραστηριότητα ανέγερσης ακινήτων σε ποσοστό που αγγίζει το 81% του μέσου όρου ανάπτυξης σε ολόκληρη την Αυστραλία την τελευταία δεκαετία. Ακολουθεί η πολιτεία του Queensland και αμέσως μετά η Πολιτεία της Βικτώριας και της Νότιας Αυστραλίας ενώ ταυτόχρονα στην άλλη μεριά της ζυγαριάς η Πολιτεία της Βόρειας Επικράτειας παρουσιάζει πτώση ύψους 40% του μέσου όρου της τελευταίας δεκαετίας.

 

Η Πολιτεία της Βικτωρίας εξακολουθεί να εμφανίζει την μεγαλύτερη πληθυσμιακή ανάπτυξη ανά έτος.