«Ένα Έθνος» στην Αυστραλία: Η ακροδεξιά του κάτω ημισφαιρίου

Δημοσίευμα βρετανικής εφημερίδας για τις αυστραλιανές πολιτικές εξελίξεις

Η αντιμεταναστευτική ρητορική και οι αμφίβολης ποιότητας ισχυρισμοί της Πολίν Χάνσον είναι παρόμοιοι με εκείνους του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, της αρχηγού του γαλλικού Εθνικού Μετώπου Μαρίν Λεπέν και του πρώην αρχηγού του βρετανικού Κόμματος της Ανεξαρτησίας Νάιτζελ Φάρατζ, οι οποίοι εκμεταλλεύονται το κύμα της λαϊκής δυσαρέσκειας κυρίως μεταξύ των ψηφοφόρων της λευκής εργατικής τάξης στις ΗΠΑ και την Ευρώπη

Αναστατωμένη από την απειλή του Ενός Έθνους, η κυβέρνηση του Μάλκολμ Τέρνμπουλ ενίσχυσε την ήδη σκληρή πολιτική για το άσυλο και την προστασία των συνόρων. Οι επιχειρήσεις φοβούνται ότι οι αντιδράσεις για τη μετανάστευση θέτουν σε κίνδυνο την οικονομία της χώρας, η οποία υποχώρησε πρώτη φορά τα τελευταία πέντε χρόνια κατά το τρίτο τετράμηνο του 2016.

Διακόσιοι άνθρωποι πήγαν πρόσφατα σε κέντρο του Μπούντεριμ και πολλοί έμειναν όρθιοι για να ακούσουν την Πολίν Χάνσον, που καταφέρεται εναντίον των μεταναστών και των ξένων εταιρειών ενώ καταγγέλλει την κακομεταχείριση των αγροτών και την «ισλαμοποίηση της Αυστραλίας». Περιστοιχισμένη από οπαδούς που φορούν μπλουζάκια και σήματα του κόμματος Ένα Έθνος, η μαχητική κοκκινομάλλα πολιτικός λέει ότι οι άνθρωποι έχουν βαρεθεί μέχρι αηδίας να τους αποκαλούν «ρατσιστές» επειδή εκφράζουν αυτό που αποκαλεί εύλογες ανησυχίες.

«Πρέπει να βάλουμε ένα ανώτατο όριο στη μετανάστευση» δήλωσε στους «Financial Times». «Θέλω να σταματήσω την είσοδο περισσότερων μουσουλμάνων. Κοιτάξτε τι έγινε στην Αγγλία, όπου υπάρχει ένα διαβολεμένο χάος, και στη Γαλλία. Υπάρχουν απαγορευμένες ζώνες όπου ούτε το σκέφτεσαι να πλησιάσεις γιατί κυριαρχούνται από τους μουσουλμάνους».

Σε επαρχιακές πόλεις όπως το Μπούντεριμ στη συντηρητική Πολιτεία του Κουίνσλαντ, όπου οι καλές δουλειές σπανίζουν, οι μισθοί είναι καθηλωμένοι και τα σπίτια είναι ακριβά για πολλούς νέους ανθρώπους, το λαϊκιστικό μήνυμα της Πολίν Χάνσον έχει απήχηση στους ψηφοφόρους.

Η σκληροπυρηνική ρητορική του Ενός Έθνους έρχεται σε μια στιγμή που το μεταναστευτικό σύστημα της Αυστραλίας συγκεντρώνει το παγκόσμιο ενδιαφέρον. Ο ΟΗΕ και οργανώσεις για την υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων καταγγέλλουν ως απάνθρωπη τη φυλάκιση των αιτούντων άσυλο σε νησιά του Ειρηνικού Ωκεανού. Η απροθυμία της κυβέρνησης της Καμπέρας να υποδεχθεί τους boat people (πρόσφυγες και μετανάστες που φτάνουν με ψαρόβαρκες στην Αυστραλία) οδήγησε σε μια τηλεφωνική επικοινωνία γεμάτη οργή ανάμεσα τον Αυστραλό πρωθυπουργό Μάλκολμ Τέρνμπουλ και τον Ντόναλντ Τραμπ για το κατά πόσον ο Αμερικανός πρόεδρος θα τηρούσε τη συμφωνία που είχε κάνει ο προκάτοχός του Μπάρακ Ομπάμα για τη μετεγκατάσταση 1.250 προσφύγων στις ΗΠΑ.

Ορισμένοι αναλυτές ανησυχούν ότι η απήχηση του λαϊκιστικού Ενός Έθνους θα ωθήσει τα μεγαλύτερα κόμματα περισσότερο προς τα δεξιά. «Η Χάνσον είναι η αυστραλιανή εκδοχή του (Ολλανδού ακροδεξιού) Βίλντερς και της Μαρίν Λεπέν, είπε ο Ντάνκαν ΜακΝτόνελ, λέκτορας στο Πανεπιστήμιο Γκρίφιθ του Μπρίσμπαν και συγγραφέας του βιβλίου «Λαϊκιστές στην εξουσία». «Θέλει να γυρίσει την Αυστραλία πίσω στη δεκαετία του 1950. Θέλει μια λευκή, ανελεύθερη κοινωνία».

Οι τέσσερις γερουσιαστές του κόμματος, ανάμεσά τους η κ. Χάνσον, εξελέγησαν στις ομοσπονδιακές εκλογές του περασμένου Ιουλίου. Το κόμμα της απέκτησε ρόλο στο νομοθετικό έργο του Κοινοβουλίου καθώς ο φιλελεύθερος κυβερνητικός συνασπισμός έχει οριακή πλειοψηφία μιας έδρας. Η λαϊκή υποστήριξη στο Ένα Έθνος βρίσκεται σε χαμηλό επίπεδο, αλλά μεγαλώνει και αναμένεται ότι το κόμμα θα κερδίσει έδρες στις τοπικές εκλογές που θα γίνουν στην Πολιτεία της Δυτικής Αυστραλίας τον επόμενο μήνα και στο Κουίνσλαντ αργότερα εντός του έτους.

Η επανεμφάνιση του Ενός Έθνους, το οποίο ξεπήδησε για πρώτη φορά στην πολιτική σκηνή της Αυστραλίας στα μέσα της δεκαετίας του 1990 για να καταρρεύσει λίγο αργότερα, σοκάρει το πολιτικό κατεστημένο σε μια χώρα που δεν έχει αντιμετωπίσει ύφεση επί ένα τέταρτο του αιώνα και όπου η μετανάστευση είχε ευρεία λαϊκή υποστήριξη. Πάνω από το ένα τέταρτο του πληθυσμού της των 24 εκατομμυρίων γεννήθηκαν στο εξωτερικό και αποτελεί μια από τις πλέον πολυπολιτισμικές χώρες στον κόσμο.

«Από την εποχή του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου καμιά άλλη χώρα δεν έχει ενσωματώσει με επιτυχία τόσους πολλούς μετανάστες. Αντιστοιχεί στο 1% του πληθυσμού σε ετήσια βάση, είναι τεράστιο» λέει ο Σεβ Οζντόφσκι, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Δυτικού Σίδνεϊ. «Πρόκειται για ένα σύστημα πολύ ελεγχόμενης μετανάστευσης, όπου αρχικά δεν δίνεται πρόσβαση στην κοινωνική πρόνοια και ενισχύει την οικονομία. Δεν βλέπω πού υπάρχει το πρόβλημα».

ΣΥΣΤΗΜΑ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΙΣ ΔΕΞΙΟΤΗΤΕΣ

Κατά τις τρεις προηγούμενες δεκαετίες τα μεγάλα κόμματα της Αυστραλίας επαινούσαν το πρόγραμμα της μετανάστευσης, το οποίο δίνει στην κυβέρνηση τη δυνατότητα να επιλέγει μετανάστες με δεξιότητες ως τη βάση της οικονομικής επιτυχίας της χώρας. Παρουσιάστηκε μάλιστα ως μοντέλο για τη Βρετανία από τους υποστηρικτές του Brexit, μέχρι που ανακάλυψαν ότι η Αυστραλία δέχεται μεγαλύτερο ποσοστό μεταναστών από τη Βρετανία σε ετήσια βάση.

Αναστατωμένη από την απειλή του Ενός Έθνους η κεντροδεξιά κυβέρνηση Τέρνμπουλ ενίσχυσε την ήδη σκληρή πολιτική για το άσυλο και την προστασία των συνόρων. Εκείνοι που κάνουν εκστρατεία κατά του ρατσισμού φοβούνται ότι η αλλαγή των πολιτικών τόνων θα μπορούσε να υποδαυλίσει το μίσος και να υπονομεύσει τον πολυπολιτισμικό χαρακτήρα της χώρας. Οι επιχειρήσεις φοβούνται ότι οι αντιδράσεις για τη μετανάστευση θέτουν σε κίνδυνο την οικονομία της χώρας, η οποία υποχώρησε πρώτη φορά τα τελευταία πέντε χρόνια κατά το τρίτο τετράμηνο του 2016.

«Τα κλειστά σύνορα φτωχαίνουν περισσότερο τους ανθρώπους» λέει ο Τζέιμς Πίρσον, επικεφαλής του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αυστραλίας. «Αν απαντήσουμε στις πολιτικές εντάσεις για το μεταναστευτικό με ‘μαχαίρι’ στις εισόδους μεταναστών, θα περιορίσουμε τις αναπτυξιακές ικανότητες των αυστραλιανών επιχειρήσεων και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας για τους ντόπιους».

Από την εποχή του εποικισμού της κατά τον 18ο αιώνα, η Αυστραλία έχει μια αμφιλεγόμενη ιστορία όσον αφορά τη μετανάστευση και τις φυλετικές σχέσεις. Επέβαλε την πολιτική μιας «Λευκής Αυστραλίας» στο γύρισμα του 20ού αιώνα για να εμποδίσει τη ροή μεταναστών από την Ασία και αντιμετώπισε με σκληρότητα τον ιθαγενή πληθυσμό, ενώ πολλοί Αβορίγινες εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν χρόνια ανεργία, πρόβλημα στέγης και κοινωνικά προβλήματα.

Η πολιτική αυτή σταδιακά αποδομήθηκε μετά από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και το 1975 εγκρίθηκε η Πράξη κατά των Διακρίσεων, η οποία έθεσε εκτός νόμου την επιλογή μεταναστών με βάσει ρατσιστικά κριτήρια. Η μετανάστευση επιταχύνθηκε στη διάρκεια των μεγάλων επενδύσεων στα ορυχεία στα μέσα της δεκαετίας του 2000. Η σταθερή αύξηση του αριθμού των μεταναστών συνέβαλε στο ένα τρίτο της ετήσιας οικονομικής ανάπτυξης, λέει ο οικονομολόγος Σαούλ Εσλέικ.

Οι υψηλοί ρυθμοί της μετανάστευσης και της κατασκευής σπιτιών βοήθησαν να κρατηθεί η Αυστραλία έξω από την ύφεση που προκάλεσε η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, λέει από την πλευρά του ο Ίαν ΜακΆλιστερ, καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Εθνικό Πανεπιστήμιο Αυστραλίας. «Αλλά ο κόσμος ανησυχεί για τη μετανάστευση εξαιτίας της μεγάλης ανόδου στο κόστος κατοικίας, της αδυναμίας της οικονομίας αλλά και της αντίληψης που έχουν ορισμένοι ότι κάποιες περιοχές στη Δυτική Αυστραλία μετατρέπονται σε μίνι – Ισλαμαμπάντ» .

Μια αντιπροσωπευτική έρευνα του Εθνικού Πανεπιστημίου Αυστραλίας σε ψηφοφόρους το 2016 έδειξε ότι το 42% ήθελαν να περιοριστεί η μετανάστευση, το 32% να παραμείνει στο ίδιο επίπεδο, ενώ το 25% πίστευαν ότι η Αυστραλία θα μπορούσε να δεχτεί περισσότερους. Παρότι μόλις το 2,2% των Αυστραλών αυτοπροσδιορίζονται ως μουσουλμάνοι στην απογραφή του 2011, η αντιμετώπιση των μουσουλμάνων είναι πολύ περισσότερο αρνητική. Δημοσκόπηση του Newspoll αυτόν τον μήνα βρήκε ότι το 44% του πληθυσμού θα υποστήριζε την επιβολή μιας απαγόρευσης τύπου Τραμπ σε όλα τα ταξίδια από τις επτά κυρίως μουσουλμανικές χώρες προς την Αυστραλία.

Η κυβέρνηση, η οποία βρίσκεται στις δημοσκοπήσεις πίσω από το Εργατικό Κόμμα, έχει οξύνει τη ρητορική της. Τον Νοέμβριο ο υπουργός Μετανάστευσης Πίτερ Ντάτον δήλωσε ότι θα έβγαζε ορισμένα επαγγέλματα από τη λίστα των 650 επαγγελμάτων -από αρχιτέκτονες, μέχρι εφαρμοστές γκαζιού και καρδιοχειρουργοί- για τα οποία χορηγούνται βίζες εξειδικευμένης εργασίας.

Ο επίτροπος για θέματα ρατσιστικών διακρίσεων Τιμ Σουτπομασάνε προειδοποιεί: «Ενώ πολλοί άνθρωποι έχουν εύλογες ανησυχίες για την οικονομία και την κοινωνική αλλαγή, δεν θα έπρεπε να ενθαρρύνονται να πιστεύουν ότι μπορούν απλά να κατηγορούν και να στοχοποιούν μετανάστες ή μειονότητες».

Μια έρευνα του Scanlon Foundation σε δείγμα 1.500 ανθρώπων τον περασμένο Αύγουστο διαπίστωσε ότι οι καταγγελίες για διακρίσεις με βάση τη φυλή, την εθνότητα ή τη θρησκεία αυξήθηκαν κατά 5% μέσα σε ένα χρόνο και έφτασαν το 20% το 2016, το υψηλότερο ποσοστό σε μια δεκαετία.

Η ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΤΩΝ ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΩΝ ΜΕ ΤΗΝ ΑΚΡΑ ΔΕΞΙΑ

Το κυβερνών Φιλελεύθερο Κόμμα έκλεισε συμφωνία με το Ένα Έθνος για τις τοπικές εκλογές του επόμενου μήνα στη Δυτική Αυστραλία, ενώ ένας υπουργός της κυβέρνησης Συνασπισμού (ο Συνοδινός) είπε ότι το κόμμα της Πολίν Χάνσον «εξελίχθηκε» και είναι πλέον «πολύ περισσότερο καλλιεργημένο».

Η κ. Χάνσον, η οποία είχε εγκαταλείψει το σχολείο στα 15 της και είχε ένα κατάστημα που πουλούσε τηγανητό ψάρι και πατάτες (fish and chips) πριν ασχοληθεί με την πολιτική, εφόρμησε στον πολιτικό στίβο το 1996 με την εκλογή της στο βουλευτικό αξίωμα με μια πλατφόρμα που προειδοποιούσε ότι η Αυστραλία κινδυνεύει να «κατακλυστεί από Ασιάτες». Το 1998 ζήτησε να «σφίξουν» οι νόμοι για την υποδοχή προσφύγων. Εκείνη τη χρονιά η δημοτικότητα του Ενός Έθνους κορυφώθηκε κερδίζοντας το 20% των ψήφων σε τοπικές εκλογές στο Κουίνσλαντ. Σύντομα ξέσπασαν εσωτερικές διαμάχες που οδήγησαν στη διάλυση του κόμματος. Η κ. Χάνσον βρέθηκε ένοχη για εκλογική απάτη το 2003 και καταδικάσθηκε σε τριετή φυλάκιση. Η καταδίκη κατέπεσε μετά από έφεση.

Αλλά ο τότε πρωθυπουργός Τζον Χάουαρντ, είχε είδη σπείρει τους σπόρους για τη σκλήρυνση του συστήματος παροχής ασύλου στην Αυστραλία, υποσχόμενος το 2001 ότι αυτός θα «αποφασίζει ποιος έρχεται σε αυτή τη χώρα και τις συνθήκες υπό τις οποίες θα έρχονται». Η κυβέρνησή του επέβαλε προσωρινές βίζες για αιτούντες άσυλο που έφταναν με βάρκα, με τις οποίες τους αρνούνταν πρόσβαση σε υπηρεσίες, δικαιώματα και προσωρινή στέγη, όπως διατίθενται σε άτομα τα οποία φτάνουν μέσω προγραμμάτων επανεγκατάστασης του ΟΗΕ. Σχεδόν δύο δεκαετίες αργότερα αυτή η δέσμευση έχει μετατραπεί σε πλήρη απαγόρευση για τους αιτούντες άσυλο που φτάνουν με βάρκες και φυλακίζονται σε απομονωμένα νησιά του Ειρηνικού Ωκεανού.

Πίσω στο Μπούντεριμ, η Πολίν Χάνσον λέει ότι τα κόμματα του κατεστημένου αγωνίζονται να αντιγράψουν το Ένα Έθνος. Υποστηρίζει ότι αυτή τη φορά το κόμμα της θα παραμείνει ενωμένο και θα κεφαλαιοποιήσει την ακόμη μεγαλύτερη διάθεση για αλλαγές στη μεταναστευτική πολιτική.

«Πρόκειται για ένα παγκόσμιο κίνημα με τον Τραμπ και το Brexit” λέει. «Η διαφορά είναι ότι τώρα έρχονται μαζί μας άνθρωποι που δεν με υποστήριζαν. Βλέπουν ότι αυτό που τους έλεγα τότε πραγματικά συνέβη και έτσι κέρδισα αξιοπιστία». Όταν της ζητήθηκε από τους «Financial Times» να πει πού ακριβώς βρίσκεται μια από τις «απαγορευμένες ζώνες» στην Αγγλία -ένας ισχυρισμός που είχε διατυπώσει ο Ντόναλντ Τραμπ προεκλογικά- εκείνη διευκρίνισε αργότερα, μέσω του εκπροσώπου της, ότι με κανέναν τρόπο δεν εννοούσε τη Βρετανία. Αλλά η Πολίν Χάνσον επιμένει στον ισχυρισμό της ότι υπάρχουν απαγορευμένες ζώνες στην Ευρώπη.

ΜΗΔΕΝΙΚΟ ΙΣΟΖΥΓΙΟ

Οι οικονομολόγοι λένε ότι το πρόγραμμα τους Ενός Έθνους για μηδενικό ισοζύγιο στη μετανάστευση -ένας μέσα για έναν έξω- θα μπορούσε να καταστρέψει την οικονομία. Ένα από τα βασικά επιχειρήματα των επικριτών της μετανάστευσης είναι ότι παίρνει τις δουλειές των ντόπιων. Αλλά η μετανάστευση προς την Αυστραλία στην πραγματικότητα μειώνεται από τότε που έφτασε στο ανώτατο σημείο των 300.000 ατόμων το 2009, στην κορύφωση της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης. 

Παρ’ όλα αυτά, οι θέσεις της κ. Χάνσον για αυστηρότερη πολιτική στο μεταναστευτικό είναι δημοφιλείς σε περιοχές όπου οι υποδομές δεν ανταποκρίνονται στην ετήσια αύξηση του πληθυσμού κατά 1,5%. Ελλείψεις σε στέγη που αποδίδονται από ορισμένους στους μετανάστες έχουν σχεδόν διπλασιάσει τις τιμές στη Μελβούρνη και σε περιοχές του Σίδνεϊ μέσα στην τελευταία δεκαετία.

(…) Στην ταβέρνα του Μπούντεριμ πολλοί από τους υποστηρικτές της κ. Χάνσον λένε ότι περίμεναν πολύ καιρό, αλλά κανένας πολιτικός δεν ασχολήθηκε με τα προβλήματά τους. «Η Πολίν Χάνσον ακούει με πάθος τους ανθρώπους, δεν βάζει πολιτικάντικες σάλτσες» είπε ο Στίβεν Φορντ, ο οποίος σχεδιάζει να είναι υποψήφιος με το Ένα Έθνος στο Κουίνσλαντ. «Θα αποτελέσουμε μια σημαντική δύναμη στην πολιτική ζωή της Αυστραλίας».

ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΣΕ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΚΑΙ ΥΓΕΙΑ;

Το εκπαιδευτικό σύστημα της Αυστραλίας είναι ο τρίτος σε μέγεθος τομέας στην εισροή ξένων κεφαλαίων μετά το σιδηρομετάλλευμα και τον άνθρακα, με 21,8 δισεκατομμύρια δολάρια Αυστραλίας (16,7 δισ. δολάρια ΗΠΑ) το 2016.

Το ένα πέμπτο των φοιτητών που εισάγονται στα πανεπιστήμια της χώρας είναι ξένοι υπήκοοι, οι οποίοι πληρώνουν υψηλότερα δίδακτρα από τους ντόπιους και στηρίζουν την οικονομική ανάπτυξη μετά την πτώση στον μεταλλευτικό τομέα. Περισσότερες από 300.000 προσωρινές βίζες είχαν εκδοθεί για φοιτητές μέχρι τον Ιούνιο πέρυσι, συμπεριλαμβανομένων 70.000 Κινέζων. Η τεράστια αυτή ανάπτυξη έδωσε τη δυνατότητα στην κυβέρνηση να μειώσει τις δαπάνες για πανεπιστήμια. Αν μπουν περιορισμοί στην έκδοση φοιτητικής βίζας, θα υπάρξει ένα σοβαρό πλήγμα για αυτόν τον τομέα.

«Μια κυβέρνηση που κάνει βήματα για τον περιορισμό αυτής της πηγής χρηματοδότησης πιθανώς θα υπονομεύσει την ικανότητα των πανεπιστημίων για αποφοίτους υψηλού επιπέδου και πρωτοπόρα έρευνα» δήλωσε ο Ρόι Γκριν, επικεφαλής του τμήματος επιχειρήσεων στο Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Σίδνεϊ.

Ο τομέας της Υγείας επίσης εξαρτάται από τις δεξιότητες των ξένων, καθώς προσελκύει γιατρούς και νοσηλευτικό προσωπικό εξαιτίας των υψηλότερων αμοιβών και των καλύτερων συνθηκών εργασίας σε σύγκριση με πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Το 39% του εργατικού δυναμικού στον τομέα της Υγείας γεννήθηκε ή εκπαιδεύτηκε εκτός Αυστραλίας, σύμφωνα με εκτιμήσεις του υπουργείου Υγείας το 2012. Σε αυτούς περιλαμβάνεται το 46% των γενικών παθολόγων που εργάζονται στην επαρχία.