Σκοτώθηκε το 1917 και βρέθηκαν τα οστά του το 2017

Η συγκινητική ιστορία του Δημήτρη, συγγενή συμπαροίκων που βρήκε τον θάνατο μαχόμενος στη Γαλλία με τη Λεγεώνα των Ξένων

Το 1910 μεγάλο μέρος της Ελλάδας ήταν ακόμα κάτω από την Οθωμανική κατοχή. Με τον Μακεδονικό Αγώνα του 1905, οι ακτίνες της απελευθέρωσης είχαν αρχίσει να χρυσοφέγγουν και να δίνουν αχτίδες λευτεριάς. Πολλοί κάτοικοι της σκλαβωμένης Μακεδονίας είχαν μεταναστεύσει ή μετανάστευαν την εποχή αυτή στην Ευρώπη, τον Καναδά και την Αυστραλία. Οι περισσότεροι προτιμούσαν τις ΗΠΑ, με σκοπό να εργαστούν για ένα χρονικό διάστημα και να επιστρέψουν, αν όχι πλούσιοι, τουλάχιστον με ένα σεβαστό χρηματικό ποσό για να δημιουργήσουν ένα καλύτερο νοικοκυριό ή με κάποιο «γερό» έμβασμα να εξασφαλίσουν ένα πάγιο μελλοντικό εισόδημα.

Ιστορικά γνωρίζουμε ότι ο Έλληνας πάντοτε είχε την τάση να μεταναστεύει όχι μόνο για την δική του ύπαρξη, αλλά περισσότερο για να εξασφαλίσει μια καλύτερη ζωή για τους απογόνους του.

Στις αρχές του 20ού αιώνα από το απομακρυσμένο χωριό της δυτικής Μακεδονίας Νεστόρι είχαν μεταναστεύσει ομαδικά πολλοί άντρες στις ΗΠΑ. Θα ήθελα να σταθώ στο ιστορικό του μετανάστη Παύλου Πάτση (τότε Πάτσα) και του μόλις δεκατριάχρονου γιου του Δημήτρη. Το 1910 παίρνουν τον μακρινό δρόμο να διασχίσουν θάλασσες και ωκεανούς για να αποβιβαστούν στην Αμερική.

Ποια μάνα δεν θα έκλαιγε και δεν θα οδυρόταν για τον μικρό γιο και τον σύζυγό της που πήγαιναν τόσο μακριά και στο άγνωστο! Σκληρός, πολύ σκληρός ο χωρισμός προς τον τότε απομακρυσμένο και άγνωστο τόπο. Υποθέτω για τον Δημήτρη θα ήταν ακόμα σκληρότερος αυτός ο χωρισμός.

Περνώντας τα χρόνια η μάνα περίμενε άντρα και γιο να επιστρέψουν στην οικογενειακή τους εστία. Με δάκρυα περίμενε πέντε ολόκληρα χρόνια να δει τα αγαπημένα της πρόσωπα, όταν μία μέρα με μερικά χρήματα τα οποία για εκείνη την εποχή ήταν αρκετά για τον τόπο, επέστρεψε ο Παύλος, ο άντρας της γιαγιάς Αικατερίνης, χωρίς τον Δημήτρη τον γιο της.

«Δεν την είδα, δεν την άκουσα», αλλά όπως όλες οι μάνες θα είπε: «πάγωσα όταν δεν είδα τον Δημήτρη μου. Πού είναι ο Δημήτρης μου;»

Μετά την επιστροφή του Παύλου στο χωριό και την οικογένειά του, κανείς δεν γνώριζε τι είχε γίνει ο Δημήτρης. Ο πατέρας το γνώριζε ή το είχε κρατήσει μυστικό – μυστικό για τον εαυτόν του; Αργότερα οι πληροφορίες οι οποίες και μέχρι πρόσφατα μας έλεγαν ότι ο Δημήτρης έφυγε από την Αμερική, ίσως με κάποια παρέα συνομηλίκων, συνενοημένοι να καταταχθούν στην Λεγεώνα Των Ξένων στο Παρίσι για να πολεμήσουν τους Γερμανούς, και αυτό έγινε χωρίς τη συγκατάθεση των γονέων (του).

Λίγα χρόνια αργότερα οι γονείς του Δημήτρη, Παύλος και Αικατερίνη, λαμβάνουν σύνταξη από το γαλλικό Κράτος. Δυστυχώς, εξηγήσεις το πώς και το γιατί και τι έγινε ο Δημήτρης τους δεν υπάρχουν, γιατί το 1943 οι Γερμανοί έκαψαν ολοκληρωτικά το αρχοντικό που με μόχθους και ιδρώτα το έκανε στα χρόνια που εργάσθηκε ο παππούς και ο Δημήτρης στις ΗΠΑ. Όλο το αρχείο και τα μετάλλια ανδρείας που του είχε απονείμει το γαλλικό Κράτος εξαφανίστηκαν, έγιναν στάχτη από τη φωτιά που έβαλαν στο αρχοντικό τους οι Γερμανοί τον Νοέμβριο του 1943. Από τότε για τους νεότερους κοντινούς συγγενείς, ο Δημήτρης έμεινε άγνωστος γιατί οι γονείς του μετά την ολοκληρωτική καταστροφή του χωριού από τον πόνο τους που έχασαν τα πάντα, αποδήμησαν.

Ο πρώην πρωθυπουργός της Αυστραλίας Paul Keating, σε γραπτό λόγο του, που βρίσκεται στο Γαλλικό Μουσείο Ile-de France and Pilardy -το οποίο επισκεφθήκαμε στις 22 Ιουλίου 2016- γράφει για τους Αυστραλούς που χάθηκαν. «WE DO NOT KNOW THIS AUSTRALIAN’S NAME AND NEVER WILL».

Ο Δημήτρης έμεινε άγνωστος μέσα στα εκατομμύρια σκοτωμένους του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και η μόνη πληροφορία που μπορούσε να δοθεί για να δούμε πού βρίσκεται, ήταν το ονοματεπώνυμο (για το οποίο υπήρχαν αμφιβολίες ότι το είχε δηλώσει), η καταγωγή του και η σύνταξη που λάμβαναν οι γονείς του Δημήτρη μέχρι τον θάνατό τους.

Για φανταστείτε τον πόνο όλης της οικογένειας. Ο πόνος ήρθε και πάλι με την μετανάστευση του δεύτερου γιου τους Σωτήρη στην Αυστραλία το 1924 ο οποίος επέστρεψε στην πατρίδα το 1938 για να ξαναεπιστρέψει και πάλι στην Αυστραλία το 1954 χωρίς να έχει κάτι το νεότερο για τον αδερφό του Δημήτρη. Τον είχα ακούσει πολλές φορές να λέει. «Ο Δημήτρης ήταν πολύ έξυπνο και θαρραλέο παιδί»

Τα χρόνια τρέχουν και σέρνουν τα πάντα μαζί τους, αλλά και ο άνθρωπος γερνώντας γίνεται πιο συνετός.

Εδώ και πολλά χρόνια η σύζυγός μου Κατίνα είχε την επιθυμία με κάθε θυσία να μάθει τι συνέβη στον θείο της (αδελφό του πατέρα της) τον Δημήτρη. Το 1972 περαστικοί από τη Γαλλία και με υποχρεώσεις, δεν μας δόθηκε η κατάλληλη ευκαιρία να δούμε και να ψάξουμε να τον βρούμε. Το 2005 επισκεφθήκαμε την πατρίδα μας, αλλά παρά την επιθυμία της δεν τα καταφέραμε και πάλι να επισκεφτούμε τη Γαλλία εκεί που έπρεπε να ψάξουμε για να βρούμε τις πληροφορίες που χρειαζόμασταν. Τον Ιούλιο του 2016 πήραμε την απόφαση να επισκεφτούμε την πατρίδα αφού πρώτα θα πηγαίναμε στην Γαλλία με σκοπό να αποκομίσουμε πληροφορίες για τον Δημήτρη. Στις 14 Ιουνίου 2016 αναχωρήσαμε για τη Γαλλία.

Με την ευκαιρία που μας δόθηκε να ψάξουμε για τον Δημήτρη, επισκεφθήκαμε τόπους που όπου έγιναν μάχες στους Α’ και Β’ Παγκοσμίους Πολέμους, στους οποίους σκοτώθηκαν και από τις δυο πλευρές εκατομμύρια στρατιώτες (σε μια μόνο μάχη, όπως μας είπε ο ξεναγός σκοτώθηκαν 60.000 από την μια και άλλοι τόσοι από την άλλη). Επισκεφθήκαμε επίσης νεκροταφεία. Στις τρεις εβδομάδες που προσπαθήσαμε να συλλέξουμε πληροφορίες για το πού θα μπορούσε να βρίσκεται ο αδικοχαμένος Δημήτρης ήμασταν άτυχοι.

Την προτελευταία μέρα παραμονής μας, 20 Ιουνίου, βρισκόμασταν στη βελγική πόλη Amiens, η οποία βρίσκεται κοντά στα γαλλοβελγικά σύνορα όπου θα ήταν και η τελευταία μας βραδιά του τουριστικού μας ταξιδιού. Μας είχε δοθεί η ευκαιρία να δούμε την πόλη μόνοι μας και να παρακολουθήσουμε μια επιμνημοσύνη δέηση η οποία γίνεται με την Δύση του ήλιου κάθε μέρα από διαφορετικά regiments. Ήταν κάτι πολύ συγκινητικό, γιατί γίνεται για πολλά χρόνια και με μεγάλη τάξη και σεβασμό.

Μας είχε δοθεί αρκετός χρόνος να γνωρίσουμε την πόλη όταν έπεσε στην αντίληψή μου το Μουσείο της πόλης, από περιέργεια το επισκεφθήκαμε με την σύζυγό μου. Στην έξοδό μας θεωρήσαμε καλό, να ζητήσουμε πληροφορίες για τον Δημήτρη. Με κάποιες δυσκολίες τα Αγγλικά μας και λίγα Ελληνικά τα καταφέραμε, και τελικά το e-mail που αφήσαμε πίσω ήταν αυτό που έφερε τα αποτελέσματα. Η κοπέλα που εργαζόταν στο Μουσείο μετά από τρεις εβδομάδες μέσω email, μου ζήτησε περισσότερες πληροφορίες τις οποίες ανέλαβε να διεκπεραιώσει η κόρη μας Γεωργία. Και έτσι μείναμε σε αναμονή με αγωνία για κάτι που για εκατό χρόνια δεν είχαν και δεν είχαμε ακούσει.

Στις 22 Φεβρουαρίου 2017 και ώρα γύρω στις 7μμ., χτύπησε το τηλέφωνο και με κομμένη φωνή και ανάσα ακούστηκε η φωνή της Γεωργίας. «Μπαμπά, μαμά, βρέθηκε ο θείος Δημήτρης. Μου τηλεφώνησε από το Βέλγιο ο Ντομινίκ. Μαμά τον βρήκαμε τον θείο. Βρήκαμε πού είναι θαμμένος». Το αφήσαμε εκεί για να μας πει τα γεγονότα από κοντά.

Στις 21 Απριλίου 2017 κλείνουν εκατό χρόνια που δεν γνωρίζαμε πού είναι θαμμένος, και σύμφωνα με τις επίσημες πληροφορίες είναι θαμμένος σε ομαδικό τάφο 10.000 στρατιωτών που σκοτώθηκαν την ίδια μέρα. Τι τραγικό. Ο τότε στρατηγός τους Henri Gouroud, πριν πεθάνει, είχε ζητήσει να τον ενταφιάσουν με τους δέκα χιλιάδες στρατιώτες του.

Η σύζυγός μου είχε μείνει άφωνη, νομίσαμε ότι ένα φως έλαμψε και κάτι περίεργο γύριζε στο δωμάτιο που βρισκόμασταν, γιατί η σύζυγός μου είχε υποσχεθεί στον πατέρα της ότι μια μέρα θα βρει τον θείο της και, τελικά, με υπομονή και επιμονή τον βρήκε έστω και μετά από εκατό χρόνια που συμπληρώνονται στις 21 Απριλίου 2017. Μόλις πριν τρεις εβδομάδες είχαμε μνημονεύσει τον Δημήτρη.

Ας αναπαύεται εκεί που είναι.