“H κυβέρνηση έχει δεσμευθεί, όχι απλώς να προστατεύσει όσα πέτυχε, αλλά με τη δική σας συμμετοχή να λάβει μέρος σε έναν αγώνα δρόμου που οδηγεί στην κορυφή” ήταν το μήνυμα του πρωθυπουργού Μάλκολμ Τέρνμπουλ, στην ομιλία που έδωσε την περασμένη Πέμπτη στη Σύσκεψη Επιχειρηματιών που διοργάνωσε η BHP Billiton στο Σίδνεϊ.
“Ζούμε σε μια εποχή πρωτόγνωρων σε εύρος και ταχύτητα αλλαγών. Πολλοί συμπολίτες μας αισθάνονται ότι η παγκοσμιοποίηση και η τεχνολογική εξέλιξη έχουν μειώσει δραστικά τον έλεγχο που οι ίδιοι έχουν στη ζωή τους.
Πιστεύω, εντούτοις, ότι ως μια μικρή ανοιχτή οικονομία και μια θαυμάσια πολυπολιτισμική χώρα, έχουμε ωφεληθεί από αυτές τις αλλαγές” είπε ο κ Τέρνμπουλ.
Στη συνέχεια τόνισε ότι “ανάπτυξη της παραγωγικότητας δεν σημαίνει περισσότερες ώρες εργασίας, αλλά πιο έξυπνους και πιο αποδοτικούς τρόπους απασχόλησης. Πρόκειται για έναν παράγοντα ο οποίος θα καθορίσει το βιοτικό μας επίπεδο από δω και πέρα.
Αυτός είναι και ο λόγος που η δέσμη των πολιτικών γραμμών της οικονομίας στηρίζεται στην επιτακτική ανάγκη καινοτομίας, στο να αποβούν οι επιχειρήσεις περισσότερο αποδοτικές και ανταγωνιστικές, μειώνοντας, μεταξύ άλλων, τον φόρο εταιριών. Δεν πρόκειται για λαϊκισμό, αλλά για μέτρα που επιβάλλουν οι παρούσες καταστάσεις” υπογράμμισε ο πρωθυπουργός.
Στη συνέχεια, πρόσθεσε ότι “δεν θα πρέπει να αγνοήσουμε τα οφέλη των πολιτικών γραμμών που έχουν αποφέρει οφέλη στο παρελθόν, όπως και δεν θα πρέπει να θεωρήσουμε την οικονομική ανάπτυξη ως δεδομένη. Δεν πρόκειται να λειτουργήσει αυτόματα, αλλά ούτε και τυχαία”.
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ
“Θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε τις οικονομικές προκλήσεις άμεσα, ξεκινώντας με μια ειλικρινή και έντιμη συζήτηση. Οι Αυστραλοί αξίζουν μια υπεύθυνη, ώριμη και συγκροτημένη συζήτηση στο οικονομικό θέμα της χώρας. Χωρίς αυτήν θέτουμε σε κίνδυνο την άριστη πιστοληπτική αξιολόγηση της χώρας, κάτι που έχουμε κερδίσει κάτω από πολύ πιεστικές συνθήκες”.
Κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου πιο ηχηρά, τόνισε: “Η κατάσταση είναι πράγματι κρίσιμη. Ορισμένοι, εντούτοις, επιλέγουν να ασχολούνται με πολιτικά παιχνίδια, εκμεταλλευόμενοι τους φόβους και τη μειονεκτική θέση ορισμένων συμπολιτών μας. Προσβάλλουν τη νοημοσύνη των Αυστραλών και βάζουν σε κίνδυνο την άριστη πιστοληπτική αξιολόγηση της χώρας.
Δεν πάει πολύς καιρός που και τα δύο μεγάλα κόμματα συμφώνησαν ότι χαμηλότερη φορολογία των επιχειρήσεων θα προωθήσει τις επενδύσεις, θα αναπτύξει την οικονομία και θα αυξήσει τις θέσεις εργασίας. Τώρα ακούμε ότι ένα τέτοιο μέτρο αποτελεί ‘φιλοδώρημα’, παρ’ ότι υπάρχουν αποδείξεις για το αντίθετο.
Επίσης και τα δύο μεγάλα κόμματα συμφωνούσαν, πριν λίγο καιρό, στην επείγουσα ανάγκη επανόρθωσης του προϋπολογισμού. Υποστήριζαν συμφωνίες εξαγωγών προκειμένου να αυξήσουμε το εθνικό μας εισόδημα, να δώσουμε οικονομική ώθηση στην περιοχή και να αυξήσουμε τις θέσεις εργασίας. Τώρα η αξιωματική αντιπολίτευση φαίνεται να φλερτάρει με την προστασία των εγχώριων προϊόντων ενώ τα συνδικάτα πρακτικά την εναγκαλίζονται”.
Να σημειωθεί ότι στην ίδια σύσκεψη κορυφής η διευθύνουσα σύμβουλος του Επιχειρηματικού Συμβουλίου Αυστραλίας Τζένιφερ Γουέστακοτ, υποστήριξε ότι ο επιχειρηματικός κόσμος απαιτείται να αγωνιστεί κατά της προστασίας των εγχώριων προϊόντων, με το αρχικό, ακλόνητο επιχείρημα της οικονομικής ώθησης και της αύξησης των θέσεων εργασίας.
“Οφείλουμε να επανακτήσουμε το όνομα των δημιουργών του πλούτου της κοινωνίας” τόνισε.
Προειδοποιώντας, δε, ότι “η οικονομία της Αυστραλίας είναι πολύ μικρή για να γυρίσει την πλάτη της στην παγκοσμιοποίηση και την εμπορική απελευθέρωση”, επανέλαβε το θέμα της μείωσης των φόρων στις επιχειρήσεις, παρουσιάζοντας ως παράδειγμα τις ΗΠΑ, όπου η πρακτική αυτή θα λειτουργήσει ως καταλύτης στην οικονομία της χώρας’.
“Η Αυστραλία είναι τόσο πίσω -σε παγκόσμια κλίμακα- σ’ αυτό το θέμα. Μιλάμε να πάμε από 30% σε 25% μέσα σε μια δεκαετία, όχι αύριο ή την επόμενη εβδομάδα. Πού θα είμαστε σε μία δεκαετία, όταν όλα τα άλλα κράτη θα βρίσκονται σε μια κούρσα επενδύσεων; Επιβάλλεται να είμαστε πάρα πολύ προσεκτικοί”.
Η ίδια τόνισε ότι ένα μεγάλο μέρος της δυσαρέσκειας του κοινού οφείλεται στους αργούς ρυθμούς αύξησης των μισθών και την αύξηση εργάσιμων ωρών. Πρόκειται για μια σύγκρουση που τους οδηγεί στο συμπέρασμα ότι μένουν στάσιμοι και αυτό αποτελεί πρόσφορο έδαφος για ψευδείς υποσχέσεις” κατέληξε η κ. Γουέστακοτ.