Μια ξεχωριστή έκθεση παρουσιάζει στη Θεσσαλονίκη ο πρώην σύμβουλος Εκπαίδευσης της Ελλάδας στην Αυστραλία, Βασίλειος Γκόκας. Η έκθεση οργανώνεται από τον Δήμο Θεσσαλονίκης και την Δημοτική Πινακοθήκη Θεσσαλονίκης στο Αλατζά Ιμαρέτ. Ακολούθως δημοσιεύουμε συνομιλία του καλλιτέχνη με τον Miguel Fernández Belmonte:

M.F.B.: Ως καλλιτέχνης έχεις δουλέψει με διάφορα μέσα και υλικά, κυρίως ζωγραφικά, αλλά τα τελευταία χρόνια ενδιαφέρθηκες για τα κεντήματα. Πότε και γιατί προέκυψε αυτή η καινούρια αναζήτηση;

B.ΓΚ.: Εκτός από την αυγοτέμπερα, που ήταν το υλικό που ζωγράφιζα από νέος, είχα ασχοληθεί παλαιότερα με το ψηφιδωτό. Και τότε συνέλεγα υλικά ( πέτρες, μάρμαρα) που έβρισκα παραπεταμένα και δημιουργούσα με αυτά. Αυτό έγινε και με τα κεντήματα και ξεκίνησε πριν περίπου επτά χρόνια.

M.F.B.: Η δουλειά σου έχει μέσα τον δημιουργό, τον καλλιτέχνη, αλλά και τον συλλέκτη. Πώς βιώνεις αυτή τη διπλή φύση στα έργα σου; 

B.ΓΚ.: Ο καθεαυτού συλλέκτης είναι ένας πραγματικός καλλιτέχνης. Έχει πάθος γι’ αυτό που κάνει και δίνεται σε αυτό κυριολεκτικά. Στη δικιά μου περίπτωση, λειτουργώ αρχικά ως συλλέκτης. Έχω μαζέψει εκατοντάδες κεντήματα από παλαιοπωλεία, παζάρια ή από αγγελίες στο ίντερνετ. Από την πρώτη στιγμή, είχα την ιδέα, όχι απλώς να τα συλλέξω, αλλά να τα επαναχρησιμοποιήσω, με σκοπό να τα ξαναζωντανέψω, δίνοντάς τους μια νέα υπόσταση. Έτσι, η δράση μου ως δημιουργού, έρχεται σε αντίθεση με την κλασσική έννοια και δραστηριότητα του συλλέκτη. Πολλές φορές, όταν με το ψαλίδι κομματιάζω ένα κέντημα αισθάνομαι ότι το βεβηλώνω και το καταστρέφω, χωρίς να έχω δικαίωμα.

M.F.B.:Τα διάφορα κεντήματα, τα οποία αποτελούν την πρώτη σου ύλη, έχουν με τη σειρά τους δημιουργηθεί από άλλα χέρια, κυρίως γυναίκες, διαφορετικών γενεών και από διαφορετικές προελεύσεις. Πώς διαχειρίζεσαι αυτό το φορτωμένο μνήμες και βιώματα υλικό; 

B.ΓΚ.: Νιώθω πραγματικά ζωντανή την παρουσία αυτών των ανώνυμων γυναικών. Η πρώτη μου κίνηση πιάνοντας στα χέρια μου ένα τέτοιο σταμπωτό κέντημα είναι να το ερευνήσω από την πίσω του μεριά, την ανάποδη που λέμε. Εκεί μπορώ να ακολουθήσω τα «μονοπάτια» των χεριών αυτής της πρώτης γυναίκας που το κέντησε. Ενώ το γέμισμα της στάμπας μοιάζει να είναι μια μηχανιστική διαδικασία, χωρίς περιθώριο προσωπικής έκφρασης, στην πραγματικότητα δεν είναι ακριβώς έτσι. Διαφορετικές γυναίκες χειρίζονται το ίδιο ακριβώς κέντημα με εντελώς προσωπικό τρόπο. Στην Αυστραλία παρατήρησα την διαφορετική προέλευση και θεματολογία των κεντημάτων, ανάλογα με το πολιτισμικό υπόβαθρο καταγωγής της κάθε γυναίκας. Το υλικό είναι πράγματι συναισθηματικά φορτισμένο. Οι γυναίκες έβρισκαν χαρά, παρηγοριά και ξεκούραση στα εργόχειρά τους. Τα κεντήματά τους τα καμάρωναν, κρεμώντας τα σε περίοπτη θέση μέσα στο σπίτι. Αυτά τις εικόνες κουβαλώ από το πατρικό σπίτι των παιδικών χρόνων. Γι’ αυτούς τους λόγους, προσπαθώ να διαχειριστώ με σεβασμό το υλικό αυτό. Παρ’ ότι το οικειοποιούμαι, το τροποποιώ και το ανασυνθέτω, κρατώ το κομμάτι που μεταφέρει τη μνήμη και αυτό είναι που θεωρώ πως έχει μεγαλύτερη αξία τόσο για μένα, όσο και για το κοινό στο οποίο απευθύνομαι.

M.F.B.: Στα έργα σου βλέπουμε πολλές φορές μια κρυφή αφήγηση, αποσπασματική, που εμφανίζεται μέσω αναπαραστατικών στοιχείων (ένα τοπίο, ένα σπίτι, ανθρώπινες μορφές, κλπ.). Από την άλλη, πρόκειται για συνθέσεις που πέρα από το θεματικό περιεχόμενο τους, έχουν καθαρές αξίες απτικές, οπτικές και συνθετικές. Ακολουθείς στη δημιουργία τους κάποια ιδέα ή αφήγηση από την αρχή ή είναι το ίδιο το υλικό που σε οδηγεί σε μια άσκηση φαντασίας και επανερμηνείας; 

B.ΓΚ.: Σίγουρα υπάρχει μια «θολή» και «ασχεδίαστη» πρωταρχική ιδέα που λειτουργεί σαν πυξίδα. Όμως, όπως σωστά λες, το υλικό το ίδιο είναι τόσο ισχυρό, που με οδηγεί σε κάτι απρόσμενο και νέο. Απλώνω ένα μεγάλο σεντόνι στο πάτωμα κι εκεί κόβοντας, τοποθετώντας και προσθαφαιρώντας κομμάτια από διαφορετικά κεντήματα, ασκούμαι σε μια ουτοπική αναζήτηση. Επειδή τα αναπαραστατικά στοιχεία είναι κυρίαρχα, είναι αναπόφευκτο, αλλά και επιθυμητό σε κάποια έργα, να δημιουργείται μια αφήγηση. Κάπου η αφήγηση αυτή είναι πιο ξεκάθαρη ,αλλού όμως είναι πολύ δυσδιάκριτη.

M.F.B.: Κόβεις, ενώνεις, «θεραπεύεις» αυτά τα κεντήματα, δίνοντάς τους μια καινούρια φύση και υπόσταση. Είναι ένα υλικό που ίσως χωρίς την εικαστική σου επέμβαση θα έμενε απαρατήρητο και θα ξεχνιόταν αποθηκευμένο στα ράφια των παλιατζίδικων. Υπάρχει νοσταλγία για το παρελθόν σε αυτά τα έργα; Αισθάνεσαι ότι προτείνεις τη διατήρηση μιας μνήμης που πλέον δεν ανήκει στην εποχή μας; 

B.ΓΚ.: Στην εποχή μας τα κεντήματα αυτά είναι για τους περισσότερους αδιάφορα. Αν τελικά καταφέρνω να τα «θεραπεύσω», δίνοντάς τους μια νέα υπόσταση, αυτό είναι πολύ σπουδαίο, με χαροποιεί και με καταξιώνει ως δημιουργό. Ως παιδιά, τη δεκαετία του ’60 και ’70 χαρήκαμε το παιχνίδι, την ομαδικότητα και την ελευθερία της αλάνας. Μια γενιά που δεν είχε καν τηλεόραση και μεγάλωσε εντελώς διαφορετικά. Μάθαμε παράλληλα από πολύ νωρίς, τι θα πει μεροκάματο και αγώνας για μια καλύτερη ζωή. Υπάρχει σίγουρα νοσταλγία. Σ’ αυτά τα κεντήματα, όπως και στο μέχρι τώρα έργο μου συνολικά, υπάρχει άμεση σύνδεση με την μνήμη, την οικογενειακή ιστορία και την αναπόληση των παιδικών χρόνων. Είναι κομμάτι του παρελθόντος που έφυγε και που με ενδιαφέρει να αποτυπώσω συμβάλλοντας στη διατήρησή του.