ΕΡΩΤΩ όλους τους ιστορικούς, τους κοινωνιολόγους, τους στοχαστές της αστικής τάξης και τους αριστερούς διανοούμενους:
ΔΕΝ μου λέτε, ρε παλικάρια, θα υπήρχε σήμερα Ελληνικό Έθνος (γιατί Ελληνικό Κράτος ποτέ δεν υπήρξε και συνεχίζει να μην υπάρχει…) αν την 25η Μαρτίου 1821 δεν είχε ξεσηκωθεί η ηρωική κλεφτουριά να κυνηγήσει την Τουρκιά…
ΕΧΕΤΕ σκεφτεί, τι (και πού) θα είμαστε σήμερα, αν το πατριωτάκι μου ο Θόδωρος Κολοκοτρώνης, δεν «τα είχε πάρει στο κρανίο» με τους Τουρκαλάδες αφέντες, που τον κυνηγούσαν -όπως τα κυνηγητικά ζαγάρια κυνηγούν το λαγό- γιατί πού και πού έκλεβε και καμιά γίδα να ζήσει τη φαμίλια του…
ΤΙΠΟΤΑ, ρε, δεν θα είμαστε και ούτε το όνομά μας δεν θα ξέραμε, αν ο θρυλικός καπετάν Ζαχαριάς, που με μια άγρια ματιά που έριχνε «ακτινογραφούσε» εχθρούς και φίλους και καταλάβαινε «τίνος η ψυχούλα το λέει», δεν είχε στρατολογήσει (30 χρόνια πριν) στο αρματολίκι του τον Κολοκοτρώνη…
Ο Ζαχαριάς ήταν αυτός που τον δίδαξε πώς πολεμούν, γιατί τους Τούρκους πρέπει να μισούν και όπου τους βρίσκουν να τους κυνηγούν…
ΑΠΟ τον ίδιο άκουσε και εμπέδωσε το «άρπαξε να φας και κλέψε να ‘χεις», αν θέλεις να επιζήσεις και το πολεμικό know how να αποκτήσεις, προκειμένου για τη λευτεριά να πολεμήσεις…
ΑΝ δεν έκλεβες τότε για να ζήσεις, καριοφίλι στο χέρι σου δεν θα ‘πιανες ποτέ για να μάθεις, όταν χρειαστεί, να πολεμήσεις…
Η κλεφτουριά τότε λειτουργούσε ως κέντρο νεοσυλλέκτων, ως προθάλαμος των αρματολών. Το μεγάλο όνειρο των κλεφτών, για να πάψουν να τους κυνηγούν οι Τούρκοι, ήταν να γίνουν αρματολοί..
ΝΑ καταταγούν, δηλαδή, στην «πολιτοφυλακή», που υποτίθεται ότι προστάτευε το λαό από τους κλέφτες για λογαριασμό των κατακτητών…
ΕΠΕΙΔΗ οι Τούρκοι ήξεραν ότι κανείς δεν γνωρίζει την ψυχολογία των κλεφτών και τα λημέρια τους καλύτερα από τους ίδιους τους κλέφτες, τους χρησιμοποίησαν για την τήρηση της οθωμανικής τάξης για να έχουν το κεφάλι τους ήσυχο…
ΑΠΟ τα αρματολίκια του Μοριά, της Ρούμελης, της Θεσσαλίας και της Ηπείρου προέρχονται οι περισσότεροι αγωνιστές και ήρωες του απελευθερωτικού αγώνα του 1821. Αυτοί στελέχωσαν και πολέμησαν στον πρώτο ελληνικό στρατό…
Ο καθένας αρματολός οπλαρχηγός είχε το δικό του ένοπλο σώμα και τη δική του περιφέρεια, την οποία ήταν υποχρεωμένος να προστατεύει και να διατηρεί την τάξη για να καλοπερνούν οι αφέντες…
ΔΕΝ ήταν λίγες φορές, που τα αρματολίκια συγκρούονταν και μεταξύ τους και συμμαχούσαν με άλλα αρματολίκια, τους Τούρκους ή τους μισθοφόρους Αρβανίτες, για να λύσουν τις διαφορές τους…
Η ιδέα του Έθνους βρισκόταν στα πρώτα βήματά της και αυτή του κράτους εντελώς άγνωστη. Η οικογένεια, το σόι και ο τοπικισμός είχαν το πάνω χέρι και αν αναγνώριζαν κάτι αυτό ήταν το γένος, συνδετικός κρίκος του οποίου ήταν η θρησκεία…
ΑΥΤΟ σημαίνει, ότι ευκολότερα θα μπορούσε να «τα βρει» ο Καραϊσκάκης, ο Διάκος ή ο Ανδρούτσος με έναν συντοπίτη τους Τούρκο ή Τουρκαλβανό, παρά με τον Κολοκοτρώνη, τον Νικηταρά ή τον Παπαφλέσσα…
ΜΕ δυο κουβέντες, στην προεπαναστατική εποχή η κατάσταση ήταν εντελώς μπερδεμένη, αφού ο καθένας υπεράσπιζε τον τόπο του και ενδιαφερόταν περισσότερο για τη διατήρηση των προνομίων και συμφερόντων του…
ΤΟ να διώξουν τους Τούρκους, πάνω απ’ όλα, σήμαινε τι θα έβαζαν οι ίδιοι «στο χέρι» από την κληρονομιά που θα άφηναν πίσω τους οι κατακτητές…
ΣΤΗΝ μοιρασιά, λοιπόν, της εξουσίας και όλων των πολιτικών, οικονομικών και άλλων προνομίων που τη συνοδεύουν -και όχι μόνο για να… ασκούνται οι αγωνιστές- οφείλονται και οι δύο εμφύλιοι που έλαβαν χώρα αμέσως μετά την επανάσταση…
ΟΙ πρώτες ένοπλες διαμάχες μεταξύ Φιλικών και κοτζαμπάσηδων άρχισαν το Φθινόπωρο του 1823 και τελείωσαν το καλοκαίρι του 1824…
ΕΝΑ σχεδόν μήνα αργότερα και αφού… ξεκουράστηκαν, άρχισε ο δεύτερος γύρος, μεταξύ των κυβερνητικών που υποστηρίζονταν από την Αγγλία και των κοτζαμπάσηδων της Πελοποννήσου…
Ο δεύτερος εμφύλιος τελείωσε τον Ιανουάριο του 1825, με «νίκη» των κυβερνητικών, υπέρ των οποίων πολέμησε ο Καραϊσκάκης και άλλοι οπλαρχηγοί της Ρούμελης…
ΛΙΓΕΣ εβδομάδες αργότερα και ενώ ο Κολοκοτρώνης και άλλοι καπεταναίοι ήταν φυλακισμένοι και η χώρα σχεδόν διαλυμένη, αποβιβάσθηκε στη Μεσσηνία ο Ιμπραήμ με τα φουσάτα του…
Ο πόλεμος συνεχίστηκε για άλλους 18 μήνες μέχρι τον Οκτώβριο του 1827, που οι Μεγάλες Δυνάμεις -που μας στήριζαν-, νίκησαν τον οθωμανικό στόλο στη ναυμαχία του Ναβαρίνου και οι Τουρκαλάδες έχασαν τον πόλεμο…
ΤΗΝ πιο πάνω συμπυκνωμένη αναδρομή την έκανα, επ’ ευκαιρία της 25ης Μαρτίου που γιορτάζουμε σήμερα, για να δείξω ότι οι κακοδαιμονίες που μαστίζουν ακόμα τη χώρα, έχουν τις ρίζες τους στην προεπαναστατική και μεταγενέστερη πατριαρχική κουλτούρα εκείνης της εποχής…
ΓΙΑ τον ίδιο λόγο και προκειμένου να σας απαγγείλω ένα ποίημα, αφιερωμένο στου «Δράμαλη τη μάνα», που δεν είχα καταφέρει να απαγγείλω ολόκληρο, στη γιορτή του σχολείου μου για την εθνική μας επέτειο, θα γυρίσω το ρολόι της ιστορίας 60 χρόνια πίσω…
Η Άνοιξη στην πατρίδα μας, εκτός από την 25η Μαρτίου, έφερνε μαζί της τα λουλούδια, τις μέλισσες, τα χελιδόνια, τις μυρωδιές και τους παγωτατζήδες από την Τρίπολη, που άρχισαν να επισκέπτονται το χωριό μου για να πουλήσουν την πραμάτεια τους, έναντι αυγών, σκόρδων ή ό,τι άλλο είχε ο καθένας, μιας και τα «μετρητά» τότε ήταν πολύ μετρημένα και δεν επαρκούσαν…
ΑΝ και μέχρι το 1950 είχαν περάσει 130 χρόνια από την επανάσταση του 1821, στο χωριό μου κυκλοφορούσε ακόμα ένας γέροντας που φορούσε φουστανέλα, ενώ κάθε Κυριακή, που πήγαινε στην εκκλησία, δεν ξεχνούσε να φορέσει το καλό του γιλέκο και το σελάχι του…
ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ για τον Δημήτρη Δεληγιάννη, έναν από τους ελάχιστους τσέλιγκες, όχι μόνο του χωριού, αλλά και της ευρύτερης περιοχής. Ένας άλλος τύπος με τη φουστανέλα του και καβάλα στο κατάμαυρο μουλάρι του, περνούσε κάθε Φθινόπωρο και Άνοιξη, από το χάνι του παππού μου, όταν ανεβοκατέβαζε τα πρόβατά του για να ξεχειμωνιάζουν, από το Βαλτέτσι σε ένα παραθαλάσσιο χωριό του Άργους…
ΕΜΕΙΣ τότε στο χωριό, φορούσαμε φουστανέλα μόνο την 25η Μαρτίου για να πάμε από το σχολείο όλοι μαζί να εκκλησιαστούμε. Μετά την εκκλησία, γυρίζαμε πάλι στο σχολείο, απαγγέλαμε τα εορταστικά ποιήματα και πηγαίναμε στο σπίτι για φαγητό…
ΕΠΕΙΔΗ η καλή φουστανέλα, την οποία είχε φορέσει ο παππούς και στο γάμο του, πριν φύγει για το Σικάγο το 1912, ήταν μία και όποιος τη φορούσε στη γιορτή (δηλαδή, εγώ ή ένας πρώτος μου εξάδελφος) έπρεπε να τη βγάλει για να τη φορέσει ο άλλος…
ΚΑΘΕ χρόνο, λοιπόν, μάλωνα με τον Λεωνίδα για το ποιος θα φορέσει τη φουστανέλα η οποία και έφτανε σχεδόν μέχρι τους αστραγάλους μας και του Λεωνίδα μάλιστα, που ήταν και πιο κοντός, ίσως και να τους σκέπαζε…
ΤΗΝ ημέρα, λοιπόν, που ο δάσκαλος, μου είχε αναθέσει να απαγγείλω το ποίημα για «τη μάνα του Δράμαλη», τη φουστανέλα την είχε φορέσει ο Λεωνίδας, γεγονός που με εκνεύρισε και δεν ήθελα να πω το ποίημα…
Ο δάσκαλος επέμενε να το πω, οπότε ανέβηκα στη σκηνή συγχυσμένος, απάγγειλα το μισό και είπα στους συγχωριανούς, που παρακολουθούσαν τη γιορτή, ότι το άλλο μισό θα τους το πω του χρόνου…
ΓΙΑ χάρη σας, όμως, σήμερα και λόγω της ημέρας, το δημοσιεύω (απαγγέλλοντάς το νοερά) ολόκληρο. Χρόνια πολλά…