Δεν θα σας κρύψω ότι μετά το πέρας της συνομιλίας μου με τον Πίτερ Πολίτη, η πρώτη μου σκέψη ήταν πως είχα καιρό να απολαύσω τόσο μία συνέντευξη. Με μια διάθεση αυτοκριτικής προσπάθησα να εντοπίσω τι ήταν αυτό που μου τράβηξε την προσοχή. Ήταν απλώς θέμα γούστου; Μήπως το γεγονός ότι με έβρισκε σύμφωνη σε ορισμένα σημεία καθιστούσε την κρίση μου υποκειμενική; Μικρή σημασία έχει αν κάτι από αυτά ισχύει, γιατί ξέρω ότι δεν θα ήταν αρκετά για να με πείσουν να διαβάσω το βιβλίο του. Αυτό που με έπεισε ήταν ο απροσποίητος λόγος του, μια αλήθεια που περιμένω να δω στην αφήγηση του ‘Down the Hume’.
Το συγγραφικό ντεμπούτο του Πίτερ Πολίτη έχει ήδη συγκεντρώσει τα φώτα της δημοσιότητας με πολλούς να κάνουν λόγο για τον «νέο Χρήστο Τσιόλκα».
Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που φέρνει τον αναγνώστη αντιμέτωπο με μια πτυχή της σύγχρονης αυστραλιανής κοινωνίας, επιβεβαιώνοντας το περίφημο γνωμικό πως «η τέχνη είναι ένα ψέμα που μας βοηθάει να δούμε την αλήθεια».
Η ιστορία εκτυλίσσεται στα δυτικά προάστια του Σίδνεϊ και επικεντρώνεται στην καθημερινότητα του Bux Lambrakis, ενός νεαρού ομοφυλόφιλου ελληνικής καταγωγής, ο οποίος εν μέσω μιας καταστροφικής σχέσης και της εξάρτησής του από τα ναρκωτικά, προσπαθεί να βρει την πραγματική του ταυτότητα.
Ο Bux, έχοντας περάσει τα εφηβικά του χρόνια προσποιούμενος ότι είναι ετεροφυλόφιλος, αντιμετωπίζει την περιφρόνηση του πατέρα του καθώς ο σεξουαλικός του προσανατολισμός δεν συμβαδίζει με τα πρότυπα και τις προσδοκίες της τυπικής ελληνικής οικογένειας.
Οι αναμνήσεις του παρελθόντος συμπληρώνουν το ταραγμένο παρόν του ήρωα, στο οποίο κυριαρχεί η βίαιη σχέση με τον σύντροφό του Pete και η χρήση ουσιών.
Καθοριστική είναι η παρουσία της μητέρας, στην οποία ο Bux βρίσκει συνάμα καταφύγιο και πόνο.
«Ο πρωταγωνιστής διατηρεί μια τρυφερή σχέση με την μητέρα του, αλλά έχει επίσης υιοθετήσει πολλές αρνητικές συμπεριφορές από αυτήν. Μερικές φορές την βλέπει ως ηρωίδα, άλλοτε πάλι ως θύμα και θύτη στον κύκλο βίας που ταλανίζει την οικογένεια.
«Πιστεύω κανείς μπορεί να παρατηρήσει ότι πολλοί ομοφυλόφιλοι άνδρες έχουν περίπλοκη σχέση με την μητέρα τους, πιο περίπλοκη από ό,τι με τον πατέρα τους και μάλιστα συχνά ταυτίζονται με την μητέρα τους», μας λέει ο Πίτερ Πολίτης, προσθέτοντας ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση αντανακλάται ο κεντρικός ρόλος της μητρικής φιγούρας στην ελληνική κουλτούρα.
Παράλληλα, ο αγώνας του ήρωα για αυτοπροσδιορισμό εντοπίζεται σε πολλαπλά επίπεδα.
«Για μένα πρόκειται για μια ιστορία αγάπης μεταξύ ομοφυλοφίλων, αλλά την ίδια στιγμή πραγματεύεται το θέμα της πολιτισμικής και εθνικής ταυτότητας. Είναι η αντίληψή μου για το περιβάλλον του δυτικού Σίδνεϊ και της σύγχρονης Αυστραλίας που αντικατοπτρίζεται στο μυθιστόρημα και θα έλεγα πως ασκείται μέσα από αυτή την οπτική μια κριτική στην ιδέα της υπηκοότητας και στην ιδέα του ανήκειν όπου αποζητούμε επιβεβαίωση».
Ο συγγραφέας μας παρακινεί να αναρωτηθούμε «ποιος μπορεί να αποκαλεί την Αυστραλία σπίτι του;» -με την ταυτότητα να τοποθετείται στη σφαίρα της ιδιότητας του πολίτη- και παράλληλα να προβληματιστούμε σχετικά με την έννοια της εθνικότητας.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι μια σκηνή του βιβλίου που θίγει το διαχωρισμό μεταξύ των παλαιότερων Ελλήνων μεταναστών μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και των νεοφερμένων της κρίσης, όταν μια παρεξήγηση στο δρόμο μεταξύ εκπροσώπων των δύο γενιών εξελίσσεται σε διαφωνία.
Από την επικοινωνία τους αναδύεται η ερμηνεία που αποδίδουν δύο διαφορετικές κοινωνίες στην εθνική ταυτότητα, ερμηνεία που κατά τον συγγραφέα είναι λανθασμένη «επειδή ακριβώς η εθνική ταυτότητα είναι σχεδόν μεγαλύτερο ψέμα από την ιστορία που κάποιος αφηγείται για τον εαυτό του», αν και ο ίδιος παραδέχεται ότι το συναίσθημα του ανήκειν προσφέρει ένα είδος ασφάλειας.
Αναπόφευκτα η τοποθέτηση του Πολίτη φέρνει στο νου την ιδέα του έθνους ως ‘φαντασιακή κοινότητα’. Κατά τον ιστορικό και πολιτικό επιστήμονα Μπένεντικτ Άντερσον, η κοινωνικά κατασκευασμένη αυτή κοινότητα αποδίδει στα μέλη της -παρά το γεγονός ότι δεν γνωρίζονται μεταξύ τους και συνδέονται μόνο μέσω εθνικών συμβόλων και μιας αναδρομικής αφήγησης του παρελθόντος- μια συλλογική ταυτότητα, την εθνική ταυτότητα, η οποία ενέχει και την έννοια της αναγνώρισης.
Την ίδια στιγμή, το θέμα της εθνικής ταυτότητας εξετάζεται μέσα στο συνεχώς μεταβαλλόμενο αστικό περιβάλλον. Ενδεικτική είναι η αντίδραση του ήρωα όταν βρισκόμενος σε μία συνοικία με πολλούς Άραβες επιλέγει να αναμειχθεί με τον ντόπιο πληθυσμό φορώντας μία παραδοσιακή ενδυμασία της Μέσης Ανατολής.
Στην ερώτηση κατά πόσο βλέπει χαρακτηριστικά του εαυτού του να αντικατοπτρίζονται στον πρωταγωνιστή, ο συγγραφέας απαντά:
«Εάν εγώ ως Πίτερ Πολίτης μπορώ να κάνω στροφή 180 μοιρών με μία απόφαση, ο χαρακτήρας του Λαμπράκη είναι τέτοιος θα έλεγα που του επιτρέπει στροφή μόνο 10 μοιρών. Έχει μια εξαιρετικά μυωπική αντίληψη».
Ενδιαφέρον προκαλεί ακόμη η επιλογή του Πολίτη να χρησιμοποιήσει αυτούσιες λέξεις ή φράσεις στα Ελληνικά μέσα στο βιβλίο, μια στρατηγική που αποκαλεί στοχευμένη.
«Πραγματικά θεωρώ τον εαυτό μου ως μέρος της ελληνικής διασποράς και πιστεύω αυτό εκδηλώνεται στο γράψιμό μου.
Ένα από τα πράγματα που βίωσε η γενιά των γονιών μου ήταν η ΄προτροπή’ να μιλάνε πιο πολύ στα Αγγλικά και κατά την άποψή μου εάν κάποιος ζει σε μια πολυπολιτισμική κοινωνία θα πρέπει να μπορεί να μιλά όποια γλώσσα επιθυμεί […] Είναι θέμα σεβασμού σε άλλες γλώσσες να επιτρέπεις να ακούγονται χωρίς να ξέρεις κάθε στιγμή τι λέγεται, να αποδέχεσαι ότι δεν αναφέρονται κατ’ ανάγκη σε εσένα όταν μιλάνε σε άλλη γλώσσα, όπως για παράδειγμα όταν κάποιος μιλάει Ελληνικά, και να σέβεσαι αυτά τα όρια στη γλώσσα».
Δεν είναι μάλλον τυχαίο πως οι διαφορετικές γλώσσες και προφορές αποτελούν για τον Πολίτη πηγή έμπνευσης.
«Όταν είμαι στα μαγαζιά, για παράδειγμα, σε κάποιο βενζινάδικο ή κατάστημα κεμπάμπ και ακούω κάποιον διάλογο που ακούγεται σαν χείμαρρος -πολύ χαρακτηριστικό στο Δυτικό Σίδνεϊ- αυτό πραγματικά με εμπνέει και προσπαθώ να το μεταφέρω σε λογοτεχνική φωνή, σε αφήγηση».
Ο ίδιος πάντως όπως μας εξομολογείται, δεν αισθάνεται ότι βίωσε ρατσισμό μεγαλώνοντας.
«Αν με ρωτήσεις για τους γονείς μου αυτό είναι άλλο θέμα. Η γενιά τους βίωσε κατά κόρον διακριτική μεταχείριση σε επίπεδο πιστεύω που εμείς δεν μπορούμε να αντιληφθούμε. Η διάκριση απέναντι σε μας [της δεύτερης γενιάς] ήταν πιθανώς πιο ‘ύπουλη’.. αυτή η επαναλαμβανόμενη ερώτηση ‘Από πού είσαι;’ όπου απλά απαντάς ‘Γεννήθηκα εδώ, στα δυτικά προάστια του Σίδνεϊ»
Ο Πολίτης ξεκίνησε να γράφει συστηματικά στην ηλικία των 25 ετών, βρίσκοντας στο γράψιμο, όπως λέει γελώντας, «μια φτηνή μέθοδο θεραπείας».
Παράλληλα, είναι μέλος της πολυποτισμικής συγγραφικής ομάδας ‘Sweatshop’ που αποσκοπεί να φέρει στο προσκήνιο του λογοτεχνικού χώρου τη φωνή των μειονοτήτων του δυτικού Σίδνεϊ.
Ο ίδιος περιγράφει τη συλλογικότητα ως ένα «κριτικό λογοτεχνικό κίνημα», που προσφέρει αφορμή για προβληματισμό και διάλογο για κοινωνικά ζητήματα μέσω της λογοτεχνίας.
«Απαντάμε σε κείμενα που διαβάζουμε, στις πληροφορίες που μας κατακλύζουν, σκεφτόμαστε κριτικά και οραματιζόμαστε νέους τρόπους έκφρασης και ύπαρξης[…] Το να έχεις τη δυνατότητα να οραματιστείς τον εαυτό σου σε μία διαφορετική κοινωνία είναι μία μορφή προνομίου» λέει χαρακτηριστικά, τονίζοντας τη σημασία που έχει αυτή η πλατφόρμα αυτοεκπροσώπησης για φτωχά και μεσαία λαϊκά στρώματα που δεν έχουν τις ίδιες ευκαιρίες και πρόσβαση σε κοινωνικά αγαθά με άτομα από εύπορες τάξεις.
Μαζί με τους συναδέλφους του στο Sweatshop, Mohammed Ahmad και Luke Carman, συνέγραψε το 2014 το Three Jerks, ένα θεατρικό έργο που αναδεικνύει το θέμα του φυλετικού διαχωρισμού στο σημερινό Σίδνεϊ.
«Οι συνεργάτες μου [από το Sweatshop] είναι οι πρώτοι που διαβάζουν τα γραπτά μου και τα κριτικάρουν[…]
«Ο Mohammed μάλιστα είναι ο πιο στενός μου φίλος, γνωριζόμαστε από παιδιά. Έχει υπάρξει μέντοράς μου κι εγώ δικός του» σχολιάζει για την αμοιβαία μάθηση που χαρακτηρίζει τη σχέση τους προσθέτοντας πως μόνο στα δυτικά προάστια του Σίδνεϊ βρίσκει κανείς έναν ομοφυλόφιλο να είναι φίλος με ετεροφυλόφιλο Μουσουλμάνο.
Επτά μόλις μήνες χρειάστηκαν για το «Down the Hume» να πάρει την τελική του μορφή. Ο Πολίτης εργάζεται τα βράδια σε μπαρ κι έτσι δεν ήταν λίγες οι φορές που καθόταν γράφοντας στο σπίτι από τις 9 το πρωί συνεχόμενα μέχρι να πάει στη δουλειά.
Σημαντικό κομμάτι στην έρευνα που πραγματοποίησε για να γράψει το βιβλίο ήταν να μελετήσει έργα Ελλήνων συγγραφέων της διασποράς, από Καβάφη μέχρι Τσιόλκα.
Ωστόσο, στην αναμενόμενη ερώτηση για το αν αποδέχεται τον τίτλο του «νέου Τσιόλκα» που του αποδίδουν μερικοί, ο Πολίτης είναι κατηγορηματικός.
«Δεν το αποδέχομαι, δεν μπορώ να αποδεχτώ κάτι τέτοιο. Δεν τον έχω γνωρίσει, αλλά έχω μόνο καλά λόγια να πω και φυσικά τον σέβομαι γι’ αυτό που έχει κάνει, όπως και όλους όσους ήρθαν πριν από εμένα. Πιστεύω ότι ο Τσιόλκας είναι καταπληκτικός διότι κυριολεκτικά άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο οι Αυστραλοί μιλάνε για τις κοινωνικές τάξεις και αυτό είναι μια τεράστια συνεισφορά από άποψη πολιτισμού. Γράφω στο ίδιο πλαίσιο, σε θέση παρόμοιου παρατηρητή, όμως αν κανείς κοιτάξει το περιεχόμενο θα δει ότι επιχειρώ κάτι διαφορετικό».
Όσο για κάποιο επόμενο βιβλίο, μας λέει ευθέως πως δεν έχει ιδέα πότε θα ακολουθήσει, όμως έχει κάποιες αρχικές σκέψεις.
«Θα ήθελα να γράψω στο ίδιο λογοτεχνικό είδος στο οποίο ανήκει το Down the Hume, το είδος του νουάρ μυθιστορήματος που ακολουθεί γραμμική αφήγηση.
[…] Νομίζω ότι η φαντασία μας διαμορφώνεται από τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ζούμε και τον περιβάλλοντα χώρο μας μια δεδομένη στιγμή. Πιστεύω ότι ο κάθε συγγραφέας ξεκινά με μία υποκειμενικότητα του τύπου ‘Πώς θα αντιδρούσα εγώ σε μια δεδομένη κατάσταση;’Θα μου άρεσε στο επόμενο βιβλίο μου να επεκταθώ περισσότερο στην ιδέα του να γράφω από διαφορετική οπτική, ως κάποιος άλλος».
*Το Down the Hume κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Hachette. Τιμή λιανικής $27.99