Με γνώμονα την 60ετή εμπειρία και συλλογική συμμετοχή σε ιστορικούς αγώνες για τα ταξικά και εθνικά δικαιώματα και τις προσδοκίες των μεταναστών και των εθνοτικών κοινοτήτων, θα ήθελα να κάνω, για μια ακόμα αφορά, ορισμένες παρατηρήσεις και προτάσεις στρατηγικής σημασίας για το μέλλον των Ελληνικών στην Αυστραλία.

Η διατήρηση της γλώσσας και του πολιτισμού των εθνοτικών μειονοτήτων στην Αυστραλία -που είναι ανερχόμενες σε αριθμό και σύντομα θα φτάσουν στο ήμισυ του πληθυσμού της χώρας-, είναι, πάνω απ’ όλα, μείζον πολιτικό και κοινωνικό θέμα που πρέπει να βρίσκει λύσεις μέσα από τη γενική πολιτική της Πολιτείας σε ομοσπονδιακό και πολιτειακό επίπεδο και, κατ’ αρχάς, στον κύριο φορέα μάθησης, το εκπαιδευτικό σύστημα, τα δημόσια ημερήσια σχολεία. Δηλαδή, εκεί που σμίγει και σπουδάζει η συντριπτική πλειοψηφία των παιδιών όλων των εθνοτικών προελεύσεων. Εκεί που γίνεται η μεγαλύτερη μάχη για την παιδεία γενικότερα και τη διδαχή γλωσσών ιδιαίτερα, καθώς και στην ευρύτερη κοινωνία, που κρίνεται μια άλλη, εξίσου κρίσιμη μάχη, στο κατά πόσον η παιδεία θα γίνεται προνόμιο των πλουσίων και όχι αναφαίρετο δικαίωμα του πολυπολιτισμικού τώρα λαού της Αυστραλίας, όπου η διδαχή της γλώσσας και του πολιτισμού των μεταναστευτικών μειονοτήτων θεωρείται και εφαρμόζεται ως θεμελιώδες συστατικό ανθρωπίνων δικαιωμάτων και κοινωνικής δικαιοσύνης.

Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί και να καταπολεμηθεί η άποψη-πολιτική ότι την ευθύνη διδαχής των γλωσσών, π.χ. των Ελληνικών, θα πρέπει να την φέρει η «ελληνική παροικία». Δηλαδή, να συμφωνούμε στην έξωση των γλωσσών από τα δημόσια ημερήσια σχολεία και στην τελική, πλήρη ιδιωτικοποίηση, με τις τεράστιες αρνητικές επιπτώσεις της απομόνωσης από τον κύριο κορμό, τα υψηλά δίδακτρα, με ακατάλληλα πολλές φορές εκπαιδευμένο διδακτικό προσωπικό και μεθόδους διδαχής, όπως πολύ σωστά σημειώνει και ο Νίκος Φωτάκης («Νέος Κόσμος», 11/3/2017).

Η ελληνική και κάθε εθνοτική, μεταναστευτική μειονότητα, πρέπει, βέβαια, να έχει τη μέγιστη φροντίδα, να είναι πάντα στην πρώτη γραμμή του ιδεολογικού και πολιτικού αγώνα και της επαγρύπνησης. Να συνεργάζεται με τον ευρύτερο πολυπολιτισμικό και προοδευτικό χώρο, έτσι που η διδαχή γλωσσών να αποτελεί κύριο θέμα της ημερήσιας διάταξης του ευρύτερου αυτού χώρου. Να απαιτείται η εφαρμογή αυτών των λίγων κυβερνητικών αποφάσεων, που με τους αγώνες μας επιβάλαμε, για τη διδαχή των Ελληνικών, ως μιας από τις πλέον σημαντικές γλώσσες, στα σχολεία της χώρας. Να απαιτείται η αναγκαία χρηματοδότηση για να μην σπρώχνονται -ακόμα και καλοπροαίρετα- σχολεία να κάνουν «οικονομίες» σε βάρος των γλωσσών. (Να σημειωθεί ότι η Αυστραλία διαθέτει ψίχουλα σε σύγκριση με άλλες χώρες στη διδαχή γλωσσών). Να ενώνεται συστηματικά η φωνή τους με τη φωνή όλων όσοι απαιτούν από την κυβέρνηση Τέρνμπουλ να μην καταργήσει την τρέχουσα και νομοθετημένη πολιτική χρηματοδότησης των σχολείων (γνωστή ως Gonski) που προβλέπει αυξημένη και δικαιότερη διανομή δημοσίου χρήματος για τα σχολεία με επιπρόσθετες πληρωμές για σχολεία που διδάσκουν τα Αγγλικά ως δεύτερη γλώσσα, τις γλώσσες των ιθαγενών και των μεταναστευτικών μειονοτήτων.

Με άλλα λόγια, η ελληνική και κάθε άλλη εθνική μειονότητα, έχουν απόλυτη ανάγκη και μέγιστο συμφέρον από τους κοινούς αγώνες για ένα υγιές και φιλολαϊκό εκπαιδευτικό σύστημα.

Η μεγάλη, ζωτική -για τις εθνοτικές μειονότητες- υπόθεση της γλώσσας και του πολιτισμού τους, πρέπει να είναι πάντα συνυφασμένη με την ευρύτερη κοινωνική εκτίμηση ότι αποτελούν πολύτιμη και ανεξάντλητη πηγή γνώσης, πολιτισμού και επικοινωνίας μεταξύ των πολιτών της χώρας αυτής και στις σχέσεις της με τον υπόλοιπο κόσμο. Έναν κόσμο που καθημερινά φέρνει ανθρώπους, κοινωνίες και έθνη σε όλες τις φάσεις της δημιουργίας τους όλο και πιο κοντά.

Οι γλώσσες των μεταναστών, ένας τεράστιος και μοναδικός πλούτος της πολυεθνικής Αυστραλίας, δεν είναι κυρίως για τους «ethnics» μόνο, αλλά φιλικά προσιτές σε όλους, μικρούς και μεγάλους. Έτσι αποδίδουν τα μέγιστα στη χώρα και επιβιώνουν μακροπρόθεσμα.

Για όσους πιθανόν να λένε ότι αυτές οι γενικότητες «δεν είναι για εμάς» και «εμείς να κοιτάμε τη γωνιά μας», είναι δυστυχώς κοντόφθαλμες γιατί η «γωνιά μας» γίνεται όλο και πιο ασφυκτικά μικρή μέσα στο μεγαλύτερο κοινωνικό γίγνεσθαι, στο οποίο ζει, εργάζεται και οραματίζεται και η συντριπτική πλειοψηφία των Ελληνοαυστραλών.

ΤΟ ΑΝΑΣΤΑΛΤΙΚΌ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑ ΤΗΣ «ΖΗΤΗΣΗΣ»

Πρώτα θα πρέπει να τονιστεί, κατ’ επανάληψη, ότι η παιδεία, από το δημοτικό σχολείο μέχρι το πανεπιστήμιο, δεν πρέπει να έχει ως αυτοσκοπό την εξειδίκευση για τις ανάγκες της αγοράς, πάνω απ’ όλα.

Πρέπει να αποβλέπει στην ολόπλευρη ανάπτυξη των ανθρώπων όλων των ηλικιών και, ιδιαίτερα, των παιδιών και των νέων, ως βασικών δημιουργών πνευματικού και υλικού πλούτου και όχι μιας απλής οικονομικής μονάδας.

Οι ανθρωπιστικές γνώσεις και επιστήμες, στις οποίες κατατάσσεται και η διδαχή των γλωσσών, δεν συμφέρει στο κοινωνικό σύνολο να μπαίνουν σε δεύτερη θέση. Ο άνθρωπος θα πρέπει να διευθύνει την τεχνολογία και όχι το αντίθετο. Ο κύριος λόγος για τον οποίο η διδαχή γλωσσών πήρε δραματική κατηφόρα τα τελευταία είκοσι χρόνια, δεν ήταν ότι δεν υπήρχε ανάγκη και ζήτηση, αλλά γιατί το 1996, η κυβέρνηση Χάουαρντ κατάργησε την Εθνική Πολιτική Διδαχής Γλωσσών, στερώντας τα απαιτούμενα χρήματα, το διδακτικό προσωπικό και τη διδακτέα ύλη για τη διδαχή τους σε δημοτικά, γυμνάσια και πανεπιστήμια. Έκτοτε, λίγο-πολύ, οι πιέσεις εκ των άνω για ιδιωτικοποιήσεις στην παιδεία και ιδιαίτερα των φορέων διδαχής των γλωσσών, προσδιορίζουν την κυβερνητική πολιτική προς αυτήν την κατεύθυνση.

Τη δεκαετία του 1990 μόνο στη Βικτώρια, υπήρχαν 80 δημόσια σχολεία, δημοτικά και γυμνάσια, σαββατιανά VSL και άλλα, στα οποία διδάσκονταν τα Ελληνικά σε περίπου 20.000 παιδιά, εκ των οποίων τα 2.500 ήταν σε επίπεδο VCE. Τώρα απέμειναν λιγότερα από 30 στον δημόσιο χώρο, που μαζί με το VSL και τα «παροικιακά σχολεία» διδάσκουν τα Ελληνικά σε λιγότερους από 10.000 μαθητές σε σύνολο 50.000 άτομα σχολικής ηλικίας ελληνικής καταγωγής, με μόνο 250 να φτάνουν μέχρι τις πανεπιστημιακές εξετάσεις VCE. Μέτρο επιτυχίας δεν πρέπει να θεωρείται μόνο πόσοι συνεχίζουν τα Ελληνικά στα πανεπιστήμια, αλλά πόσα παιδιά είχαν την ευκαιρία να μάθουν όσο το δυνατόν περισσότερα στα δημοτικά και τα γυμνάσια. Έκτοτε, βέβαια, ο πληθυσμός της χώρας -και των Ελληνοαυστραλών- αυξήθηκε κατά πολύ.

Η «παροικία», με την έννοια της πρώτης γενιάς και των αξιοθαύμαστων έργων της- έχει «γεράσει». Όμως, παιδιά και εγγόνια εξακολουθούν να υπάρχουν και μεγαλώνουν σε μια διαφορετική πολυπολιτισμική Αυστραλία, με μια ζωή ολόκληρη μπροστά τους, μέρος της οποίας είναι και η διατήρηση της εθνικής τους κληρονομιάς.

Τα κάστρα του ρατσισμού κατέρρευσαν, όχι όμως όλα. Θα πρέπει, λοιπόν, να αντιμετωπίζουμε θετικά τις νέες συνθήκες και ευκαιρίες που έρχονται από τις δημογραφικές και ενδο-γεννητικές αλλαγές, που ασφαλώς παίζουν σπουδαίο ρόλο στο πού και πώς πρέπει να διδάσκονται οι γλώσσες των μεταναστευτικών μειονοτήτων. Να επικοινωνούμε με κύριο στόχο να βρίσκουμε λύσεις όχι στην επιβαλλόμενη ή θεληματική απομόνωση, αλλά μέσα από τη δημόσια συμμετοχή.

Η ΑΓΓΛΙΚΗ ΚΥΡΙΑ ΓΛΩΣΣΑ

Αν και τα στατιστικά στοιχεία καταγράφουν ότι περίπου 300.000 άτομα στην Αυστραλία δήλωσαν ότι ομιλούν Ελληνικά από ένα υπολογισμένο σύνολο 550.000 Ελληνοαυστραλών, ένα ποσοστό τη σημαντικότητα του οποίου θα πρέπει να αξιοποιήσουμε πολύ καλύτερα για τα εθνοκοινωνικά μας δικαιώματα, γνωρίζουμε πολύ καλά ότι η κύρια γλώσσα επικοινωνίας στην παροικία και την οικογένεια, ιδιαίτερα των ενωρίτερα αποκαταστημένων μεταναστών, π.χ. Ελλήνων, θα παραμένει η Αγγλική. Τίποτα το παράξενο που δεν πρέπει να μας φοβίζει, αλλά να προκαλεί για να διδάσκονται τα Ελληνικά ως δεύτερη γλώσσα και να προωθείται η διδαχή του πολιτισμού κάθε εθνικότητας στην κοινή αγγλική γλώσσα. Τα σχολεία να συμπεριλαμβάνουν στη διδακτέα ύλη την ιστορία πολιτισμών, αρχαίων και σύγχρονων, όλων των κατοίκων της χώρας, από τους ιθαγενείς με τα 40.000 και πλέον χρόνια παρουσίας εδώ, μέχρι τους Έλληνες που πρωτοπάτησαν το πόδι τους στα μέσα του 19ου αιώνα, τους Ασιάτες και τους Αφρικανούς πιο πρόσφατα.

Η ιστορία της Αυστραλίας, όπως ακόμη γράφεται και υπονοείται, δεν ξεκίνησε με την απόβαση του κατακτητή κάπταιν Κουκ το 1786, ούτε συνεχίζεται με τους σκληροπυρηνικούς οπαδούς της σύγχρονης ρατσιστικής πολιτικής φορέων όπως το νεοϊδρυθέν και πλουσιοπάροχα χρηματοδοτούμενο Ίδρυμα Δυτικού Πολιτισμού (διάβαζε ανωτερότητα του αγγλοσαξονικού αυτοκρατορικού πολιτισμού), του οποίου προεδρεύει ο πρώην πρωθυπουργός Τζον Χάουαρντ, που δεν βλέπει τίποτε το θετικό από τις αξίες που έχει φέρει και καλλιεργεί η κάθε εθνικότητα, που αρνείται -εις μάτην- την πραγματικότητα και της λέξης ακόμα πολυπολιτισμός, όπως αρνείται με σθένος και την επιστημονικά και εμπειρικά διαπιστωμένη πραγματικότητα για τον ανθρώπινο παράγοντα στην υπερθέρμανση του πλανήτη.

Η ιδεολογία, πολιτική και πράξη περί φυλετικής και άλλης ανωτερότητας, θα πρέπει να αντιμετωπίζεται εξίσου και με το παραπάνω από την ιδεολογία, την πολιτική και την πράξη των ανώτερων αξιών του πολυπολιτισμού και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Συμφέρει στις εθνοτικές -και όχι μόνο- μειονότητες, να επενδύσουν πολύ περισσότερα στο πεδίο των ιδεών. Να μην ικανοποιούνται από παροδικές καλοπροαίρετες ή υποκριτικές διακηρύξεις υπέρ του πολιτισμού, όπως πρόσφατα αυτές του κ. Τέρνμπουλ ότι «η γνώση των Ελληνικών βοηθά στην καλύτερη γνώση των Αγγλικών» τη στιγμή που η κυβέρνησή του προχωρά στην έξωση των Ελληνικών από τα δημόσια σχολεία, τη στιγμή που ετοιμάζεται να δώσει το ελεύθερο στους ρατσιστές να βρίζουν και να εκφοβίζουν άτομα και κοινότητες διαφορετικών κοινοτήτων.

Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΓΚΗ

«ΔΙΚΩΝ ΜΑΣ ΣΧΟΛΕΙΩΝ»

Η ρατσιστική πολιτική της Λευκής Αυστραλίας που επιβλήθηκε βάναυσα και νόμιμα, ιδιαίτερα στο πρώτο μισό του περασμένου αιώνα, για να είναι η χώρα λευκή, κυρίως αγγλοσαξονική, μονογλωσσική και μονοπολιτισμική, δεν άφηνε καμία άλλη διέξοδο για τους λίγους τότε μετανάστες μη αγγλοσαξονικής προέλευσης να ομιλούν και να διατηρήσουν τη γλώσσα τους, από το να την διδάσκουν σχεδόν στα κρυφά, έξω και μακριά από τα σχολεία. Εκτός, βέβαια, από τα Γαλλικά, μια γλώσσα που κατέχει μέχρι σήμερα δεσπόζουσα θέση στις «επιλογές» του εκπαιδευτικού συστήματος με ελάχιστο αντίκρισμα στις εθνοκοινωνικές ανάγκες. Κοιτάξτε, π.χ., την υπόθεση των Ελληνικών στο Γυμνάσιο Νόρθκοτ, όπου προτιμούν τα Γαλλικά, που κανείς δεν τα μιλά στο σχολείο και την περιφέρεια, παρά τα Ελληνικά και τα Ιταλικά.

Με την κατάργηση, όμως, της πολιτικής της Λευκής Αυστραλίας και την υιοθέτηση του πολυπολιτισμού, με όλα τα εμπόδια, στα μέσα της δεκαετίας του 1960, και στο βαθμό που η Πολιτεία δεν ευνοεί την ενσωμάτωση των γλωσσών στα ημερήσια σχολεία, η αναγκαιότητα «δικών μας» σχολείων βρίσκει απήχηση. Αν γίνει, όμως, αυτοσκοπός σε μια διαφορετική πολυπολιτισμική τώρα Αυστραλία, τότε μπορεί να κερδίζουμε πού και πού κάποια μάχη για λίγα δολάρια για τα «δικά μας» σχολεία και να χάνουμε τον πόλεμο στα σχολεία των παιδιών όλων των εθνικοτήτων. Η κατά πολύ μεγαλύτερη ιστορική ανάγκη είναι να παλέψουμε και κερδίσουμε τον πόλεμο.

Οι εκστρατείες του «Μιλάμε Ελληνικά τον Μάρτιο» καρποφορούν όταν στοχεύουν συστηματικά προς αυτήν την κατεύθυνση, όταν θέτουν υπό κρίση και εξέταση το τι γίνεται ή δεν γίνεται στα σχολεία τόσων περιοχών που μένει υπολογίσιμος αριθμός Ελληνοαυστραλών, τι θέση παίρνουν οι διευθυντές και τα σχολικά συμβούλια, οι δήμαρχοι, οι βουλευτές και, πάνω απ’ όλα, οι κυβερνήσεις.

Να μελετήσουμε, επίσης, την εμπειρία του ελληνισμού στο Τορόντο του Καναδά -μιας χώρας που έχει πολλά κοινά με την Αυστραλία στην υπόθεση του πολυπολιτισμού. Εκεί τα Ελληνικά διδάσκονται στα κρατικά σχολεία, είτε κατά τη διάρκεια των καθημερινών μαθημάτων είτε μετά το τέλος τους, στο ίδιο το σχολείο. με κρατικά πληρωμένους εκπαιδευτικούς και με επιπλέον καθιερωμένη μηνιαία αναφορά στο σχολείο για τον πολιτισμό κάθε εθνικής-μεταναστευτικής μειονότητας. Και, προσέξτε, την επίβλεψη την έχει η εκεί Ελληνική Κοινότητα.

Έχουμε μεγάλη εμπειρία και, αν θέλετε, πολιτική δύναμη. Ας την στρέψουμε εκεί που μετράει περισσότερο και αποφασιστικά. Δεν είναι ποτέ αργά. Υπάρχουν και άλλες δυνάμεις πιο πέρα από τις «παροικίες» μας που συμμερίζονται την έγνοια των γλωσσών, αρκεί να τις ενεργοποιήσουμε. Και εδώ, σπουδαίο ρόλο παίζουν οι μαζικοί φορείς των εθνοτικών μειονοτήτων, Κοινότητες, πολιτιστικοί σύλλογοι, συμβούλια εθνοτικών μειονοτήτων, προοδευτικές εκπαιδευτικές και πολιτικές οργανώσεις και κινήματα.

Η ιστορία των Ελληνοαυστραλών είναι γεμάτη από αγώνες, επιτυχείς και μη, για τα δικαιώματά τους και το γενικότερο καλό της χώρας.

Σειρά τώρα έχουν και νέες σελίδες που πρέπει να προστεθούν.