Η εφημερίδα που κρατάτε στα βασανισμένα (και πολυδουλεμένα χεράκια σας) συμπλήρωσε φέτος 60 χρόνια ζωής…
ΜΕ λίγα λόγια, μεγάλωσε, αγωνίστηκε, υπέφερε, χάρηκε, λυπήθηκε και γέρασε μαζί σας…
ΥΠΗΡΞΕ το αποκούμπι και ο φίλος σας, που σας ενημέρωνε, σας συντρόφευε και μιλούσε εκ μέρους σας, για τις δυσκολίες σας, τα προβλήματά σας και τις ελπίδες σας…
ΓΙΑ τα κοινά μας όνειρα, που άλλα πραγματοποιήθηκαν, ενώ τα περισσότερα είχαν την ίδια τύχη, που συνήθως έχουν τα όνειρα: έμειναν (και καλά έκαναν) όνειρα…
ΤΟΝ πιο πάνω πρόλογο τον έκανα για να σας πω δύο πραγματάκια: πρώτον, ότι είστε -και όλα δείχνουν ότι θα παραμείνετε για πολλά ακόμα χρόνια-, οι τυχερότεροι αναγνώστες εφημερίδων σε ολόκληρο τον κόσμο και, δεύτερον, …
ΟΤΙ σήμερα θα κάνω μια σύντομη αναδρομή στο παρελθόν, όχι μόνο της εφημερίδας, αλλά και τούτης της στήλης και στα όσα προηγήθηκαν και σημάδεψαν την πορεία της…
ΚΑΙ αρχίζω επισημαίνοντας, ότι εδώ και μια δεκαετία -από τότε δηλαδή που το internet και τα social media άρχισαν να μεσουρανούν και να μονοπωλούν την ενημέρωση-, για τις εφημερίδες άρχισε η αντίστροφη μέτρηση…
ΚΑΙ ενώ, η μια μετά την άλλη, συνεχίζουν να χάνουν αναγνώστες, να συρρικνώνονται, να απολύουν δημοσιογράφους -όπως αναμένεται να κάνει, για μια ακόμα φορά, το συγκρότημα Fairfax που εκδίδει την The Age- και να «κατεβάζουν ρολά», ο «Νέος Κόσμος», τηρουμένων των αναλογιών, πηγαίνει ακόμα καλύτερα και συνεχίζει να βελτιώνεται…
ΑΥΤΟ σημαίνει, ότι όχι μόνο σχεδιάζουμε να σας κρατήσουμε παρέα για πολλά ακόμα χρόνια, αλλά σύντομα θα κάνουμε ένα μεγάλο αφιέρωμα στην ιστορία του «Νέου Κόσμου», το παρελθόν, το παρόν καθώς και στο τι επιφυλάσσει το μέλλον για την παροικία μας…
ΕΠΕΙΔΗ, για άλλη μια φορά, ανέλαβα την ευθύνη να «ανιχνεύσω» το παρελθόν και να εντοπίσω τα γεγονότα και τα θέματα στα οποία θα πρέπει να αναφερθούμε, ρίχνοντας μια ματιά στα τελευταία 40 χρόνια, ήθελα-δεν ήθελα, έπεφτα κάθε τόσο πάνω σε ό,τι έγραφα και σχολίαζα όλα αυτά τα χρόνια…
ΕΠ’ ΕΥΚΑΙΡΙΑ, λοιπόν, της σχεδιαζόμενης επίσκεψης τον ερχόμενο μήνα, του υφυπουργού Εξωτερικών και υπεύθυνου για θέματα Αποδήμων Τέρενς Κουίκ, στην Αυστραλία, είπα να κάνω μια αναδρομή σε παρόμοιες επισκέψεις υπουργών, υφυπουργών, βουλευτών και άλλων αξιωματούχων της πατρίδας μας…
ΟΛΩΝ αυτών, δηλαδή, που έρχονταν εδώ να μας δουν, να μας γνωρίσουν από κοντά, να μας ακούσουν προσεκτικά και να μεταφέρουν στην πατρίδα όλα τα χρονίζοντα προβλήματα μας, προκειμένου να τα προωθήσουν στους… αρμόδιους που θα τα έλυναν…
ΕΜΕΙΣ ενθουσιαζόμασταν, αρχίζαμε τις δεξιώσεις και θέλοντας να τους δείξουμε πόσο πατριώτες και φιλόξενοι είμαστε, επιστρατεύαμε γαλανόλευκες σημαίες, μεζεδάκια, ποτά, παραδοσιακούς χορούς και φωτογράφους και το μόνο που τους ζητούσαμε, είναι να μας κάνουν τη χάρη να φωτογραφηθούν μαζί μας για να μην τους ξεχάσουμε…
ΕΠΕΙΔΗ, όμως, ως Έλληνες, ήταν και αυτοί περήφανοι και πιο γενναιόδωροι από εμάς, δεν έπαυαν να μας κολακεύουν, να μας λένε ότι είμαστε «πιο Έλληνες και από τους Έλληνες της πατρίδας», να παινεύουν τον πατριωτισμό μας και την αφοσίωσή μας στην γενέτειρα…
ΚΑΙ ενώ εμείς κλαίγαμε από συγκίνηση και ζητούσε ο ένας από τον άλλο χαρτομάντιλα για να σκουπίσει τα… δάκρυά του, εκείνοι συνέχιζαν να μας ευχαριστούν, να μας επαινούν και να μας μοιράζουν απλόχερα (και τζάμπα) υποσχέσεις…
ΑΠΟ τη στιγμή, βέβαια, που ανέβαιναν στο αεροπλάνο της επιστροφής, τα ξεχνούσαν όλα και φτάνοντας στην πατρίδα προσαρμόζονταν με το «καλημέρα» στα πάτρια ήθη και έθιμα, ξεχνώντας δάκρυα, υποσχέσεις και τα προς επίλυση ξενιτεμένα προβλήματα…
ΜΕΤΑ την αποκατάσταση της Δημοκρατίας στην Ελλάδα, και μετά τις πρώτες επισκέψεις αξιωματούχων από εκεί, άρχισα σιγά-σιγά να συνειδητοποιώ, ότι οι περισσότεροι έκαναν ταξίδια αναψυχής στην Αυστραλία για να ψωνίσουν στα εδώ Duty Free καταστήματα -ένα χόμπι που ήταν πολύ της μόδας τότε στην στερημένη Ελλάδα- και δεν έδιναν δεκάρα τσακιστή για τα προβλήματά μας…
Η διαπίστωσή μου, «ήλθε και έδεσε», μετά από ένα ταξίδι στην πατρίδα, όταν πήγα να επισκεφθώ δύο βουλευτές και ορισμένους δημοσιογράφους και, μάλιστα, … αριστερούς, τους οποίους συνόδευσα στα καταστήματα με αφορολόγητα για να ψωνίσουν…
ΟΛΟΙ οι πιο πάνω μου είχαν δώσει τις κάρτες τους να τους επισκεφθώ όταν θα πήγαινα στην Ελλάδα για να με δουν και να με… εξυπηρετήσουν, όπως μου έλεγαν…
ΤΕΛΙΚΑ, όλοι ήταν «απασχολημένοι» και «πνίγονταν στη δουλειά». Έτσι, δεν μπόρεσα να δω κανέναν, αν και έκανα δυο προσπάθειες επιπλέον, τηλεφωνώντας τους στα «προσωπικά» τους τηλέφωνα που μου είχαν δώσει…
ΠΡΙΝ επιστρέψω στην Αυστραλία, είχα ήδη αποφασίσει να διακόψω με το «μαχαίρι» κάθε επαφή με επίσημους (και ανεπίσημους) επισκέπτες από την Ελλάδα…
ΕΙΠΑ, μάλιστα, στη διεύθυνση της εφημερίδας, τους συναδέλφους και τα κορίτσια του γραφείου, να μη φέρνουν κανέναν υπουργό, βουλευτή, δημοσιογράφο ή επισκέπτη από την πατρίδα στο γραφείο για να με «συστήσουν». Τέρμα τα πάρε-δώσε…
Η τελική ρήξη με κάθε αξιωματούχο επισκέπτη από τη γενέτειρα, έλαβε χώρα μετά την μεγάλη νίκη του Ανδρέα Παπανδρέου. Θυμάμαι ότι μετά τη νίκη του… σοσιαλισμού και την άνοδο του… λαού (και των «μη προνομιούχων») στην εξουσία, οι εδώ… πρασινοφρουροί κατέλαβαν το Lonsdale Street και παρ’ ολίγον να γκρεμίσουν τον τότε τριώροφο «ουρανοξύστη» της Ελληνικής Κοινότητας…
ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΘΗΚΑΝ όσοι από αυτούς χώρεσαν στην μεγάλη αίθουσα εκδηλώσεων του τρίτου ορόφου και έξαλλοι από χαρά και ξέφρενο ενθουσιασμό, χόρεψαν την Carmina Burana (τον επίσημο εθνικό ύμνο της ΠΑΣΟΚαρίας) σαν καλαματιανό…
ΣΕ κάποια στιγμή, μάλιστα, που κορυφώθηκε το κέφι, ο Χρήστος Τσίρκας «μεθυσμένος» από τη νίκη, ήταν έτοιμος να πηδήξει από τον τρίτο όροφο στο Lonsdale Street… Και, ενδεχομένως, να το έκανε, αν δεν τον κρατούσαν οι πιο ψύχραιμοι…
ΚΑΠΩΣ έτσι είχε η κατάσταση εδώ και με το αγωνιστικό ηθικό των πρασινοφρουρών στα ύψη, όταν ανακοινώθηκε στις αρχές του 1982, ότι θα επισκεφθεί τη Μελβούρνη ο πρώτος υπουργός της… σοσιαλιστικής κυβέρνησης, ο λαϊκός αγωνιστής Βασίλης Ιντζές, από τις Σέρρες…
ΕΠΕΙΔΗ δεν ήθελα να έλθω σε πλήρη ρήξη και με την εφημερίδα, δέχθηκα να παραβρεθώ στη συνέντευξη Τύπου που θα έδινε ο υπουργός Βορείου Ελλάδας, στα Μέσα Ενημέρωσης στην Ελληνική Κοινότητα Μελβούρνης…
ΜΠΗΚΑ, κάθισα σε μια καρέκλα, σε λίγο εμφανίστηκε ο υπουργός με την πρασινοφρουρά του και αφού τον καλωσόρισε ο Δημήτρης Κτενάς, που ήταν τότε πρόεδρος της Κοινότητας, του έδωσε το λόγο…
ΑΡΧΙΣΕ ο Ιντζές, έπλεξε για ένα δεκάλεπτο το εγκώμιο του Ανδρέα, στη συνέχεια αφιέρωσε άλλο ένα δεκάλεπτο στη… σοσιαλιστική νίκη του λαού, μίλησε άλλο ένα πεντάλεπτο για τη δική του αγωνιστική… σταδιοδρομία για να μας τονίσει ιδιαίτερα το γεγονός, ότι κανένας άλλος βουλευτής του Κινήματος δεν είχε πάρει τόσους σταυρούς όσους αυτός…
ΣΤΗ συνέχεια άρχισε να μιλάει για την ένδοξη Βόρεια Ελλάδα, τη Μακεδονία μας, τη μεγάλη νίκη του… λαού μας, τη δικαίωση και αποκατάσταση των μη προνομιούχων Ελλήνων και τα μεγάλα και πρωτοφανή έργα που σχεδίαζε να κάνει η κυβέρνηση, παρά το γεγονός ότι οι κυβερνήσεις του Καραμανλή και του Ράλλη που ακολούθησαν άφησαν πίσω τους «καμένη γη» και τα ταμεία της χώρας άδεια…
ΚΑΙ αφού τελείωσε το κήρυγμα, αραδιάζοντας υποσχέσεις και ένα σωρό ανοησίες, μας είπε ότι μπορούμε να του κάνουμε οποιαδήποτε ερώτηση θέλουμε…
ΗΜΟΥΝ ο πρώτος που πήρε το λόγο και τον ρώτησα, αν όντως βρήκαν «καμένη γη» και τα ταμεία χωρίς δραχμή, πού θα βρει η κυβέρνηση τα χρήματα για να κάνει τα έργα που σχεδιάζει και αναγγέλλει…
ΜΕ κοίταξε σχεδόν μισό λεπτό σαν χαμένος και, στη συνέχεια, άρχισε να μου λέει φωνάζοντας, ότι η ερώτηση που του έκανα ήταν «απαράδεκτη» και «εκτός θέματος», ότι είμαι «βαλτός» και «προβοκάτορας» και ότι του έκανα επίτηδες την ερώτηση αυτή για να τον «συγχύσω»…
ΚΑΙ αφού, φωνάζοντας, είπε τα πιο πάνω σηκώθηκε και με τη συνοδεία των φρουρών του ανέβηκε στον τρίτο όροφο -στην ίδια αίθουσα δηλαδή που είχε γιορταστεί η νίκη- να παραβρεθεί στην προγραμματισμένη εορταστική φιέστα των εδώ ΠΑΣΟΚων…
ΑΥΤΗ ήταν η τελευταία φορά που συνάντησα εδώ επίσημο επισκέπτη από την Ελλάδα. Έκτοτε, συνέχιζα να γράφω, ότι εν γνώσει τους οι κυβερνώντες και οι παρατρεχάμενοί τους μας δουλεύουν και πρότεινα στην ηγεσία της παροικίας, όχι μόνο να μην τους καλούν, αλλά και να μην τους κάνουν δεξιώσεις, να μην τους χειροκροτούν και να μη φωτογραφίζονται μαζί τους…
ΚΑΙ ενώ εγώ, από την μια μεριά, έγραφα, οι επισκέψεις, οι δεξιώσεις, οι πατριωτικοί λόγοι, τα δάκρυα, οι υποσχέσεις, οι φωτογραφίες και τα πανηγύρια πλήθαιναν. Έτσι, έμεινα «μόνος σαν την καλαμιά στον κάμπο». Εγώ τα έγραφα εγώ τα διάβαζα…
ΕΤΣΙ με επισκέψεις, χορούς, Συνέδρια, ΣΑΕ, πατριωτικούς λόγους και όλα τα σχετικά συνεχίστηκαν όλα αυτά για τέσσερις δεκαετίες, μέχρι που Θεού θέλοντος και οικονομίας επιτρεπούσης, ήλθε η καραμπινάτη χρεοκοπία της χώρας και έβαλε ένα τέλος στο ξέφρενο και πολυδάπανο αυτό πανηγύρι…
ΕΤΣΙ και δεν είχε μεσολαβήσει η οικονομική κρίση, ακόμα ταξίδια και δεξιώσεις θα κάναμε και φωτογραφίες θα βγάζαμε…