Σταθμοί ζωής, λιμάνια αγάπης

Αϊβαλί-Σμύρνη- Κουκλουτζάς (Εύοσμος) Θεσσαλονίκης

Ασπρόμαυρες μνήμες. Ζωγραφισμένες με νοσταλγία και συναισθήματα.

Ασπρόμαυρες φωτογραφίες που αναμοχλεύουν θύμησες. Οι ρίζες μου μικρασιάτικες.

Η πατρική οικογένεια από Σμύρνη και της μητέρας από Αϊβαλί. Μικρασιατική καταστροφή 1922.

Ιστορικό γεγονός και έτος χαραγμένα στη μνήμη μα και στην ψυχή σαν λαβωματιές.

Η πρώτη οικογένεια εγκαταστάθηκε στο Νέο Κουκλουτζά Θεσσαλονίκης και η δεύτερη στην Ξηροκρήνη, περιοχή κέντρου Θεσσαλονίκης. Πρόγονοι ξεριζωμένοι με το αίσθημα του ξένου δυο φορές, μια στη Μ. Ασία και μια στην «μητέρα Ελλάδα».

Οι γονείς μου όρισαν το σπιτικό της πολύτεκνης οικογένειάς τους, στο Νέο Κουκλουτζά Θεσσαλονίκης, τη δεκαετία του 1950. Η περιοχή ανήκε στο Δήμο Θεσσαλονίκης έως το 1953, οπότε και έγινε ανεξάρτητη κοινότητα με την ονομασία Νέος Κουκλουτζάς σε ανάμνηση της παλαιάς πατρίδας στη Μ. Ασία καθώς οι περισσότεροι κάτοικοι προέρχονταν από το προάστιο της Σμύρνης, Κουκλουτζάς. Ήταν ένας οικισμός 6 χιλιόμετρα ανατολικά της Σμύρνης, στις πλαγιές του βουνού Κοκλού. Ένας αμιγής ελληνικός οικισμός.

Το 1955 ο Νέος Κουκλουτζάς μετονομάστηκε σε Εύοσμον σε μετάφραση της προηγουμένης τουρκικής ονομασίας . Η λέξη «κουκλουτζά» σημαίνει κατά μία έννοια της οθωμανικής τουρκικής γλώσσας «εύοσμο». Και η σημερινή ονομασία του είναι Δήμος Κορδελιού-Ευόσμου που δημιουργήθηκε με την εφαρμογή του νομοσχέδιου «Καλλικράτης» από τη συνένωση των Δήμων Ελευθερίου-Κορδελιού και Ευόσμου.

Μπουρνόβας με κρύα νερά

Μπουτζάς με πρασινάδες

και Κουκλουτζάς με τις ελιές

και μ΄ όμορφες κεράδες.

Παραδοσιακό Μ. Ασίας

Ευλογία και βαριά ιωνική κληρονομιά με αγκαλιάζουν. Η μνήμη μου κατέγραψε εικόνες και περιγραφές, ήχους και συναισθήματα. Μα κυρίως μια πολιτιστική συνείδηση που καλλιεργήθηκε εξ απαλών ονύχων!

Μεγάλωσα με ιστορίες και παραμύθια αγάπης, ξενιτιάς, λαχτάρας. Ιστορίες από τον έναν παππού στη Σμύρνη και τον άλλον από το Αϊβαλί. Ιστορίες που ανταγωνίζονταν στην πρωτοτυπία και στη μουσικότητα των λέξεων. Για το πρώτο καφέ-αμάν που λειτούργησε ο παππούς, για το πρώτο ζαχαροπλαστείο στον Εύοσμο μετά τον πόλεμο του 1940, μιας και αυτή ήταν η τέχνη του στη Σμύρνη και τα πειράγματα που είχα από τους γηραιότερους στη γειτονιά:

– “Εσύ ποιανού είσαι γιάβρουμ; Του Μυργυλή εγγόνι;”

-“Όχι. Του Πεσματζόγλου. Αυτό είναι το επίθετο του παππού μου” και γελούσαν με τρυφερότητα που δεν γνωρίζω το παρατσούκλι του παππού μου, καθώς με ενημέρωσε αργότερα ο πατέρας μου ότι στα τούρκικα σήμαινε ζαχαροπλάστης.

Μεγάλωσα με μουσικά ακούσματα γιατί στις φλέβες του κοσμοπολίτη Μικρασιάτη μαζί με το αίμα κυλάει και η μουσική. Οι αναμνήσεις, η χαρά, ο καημός, η ελπίδα, ο έρωτας έβρισκαν τρόπο έκφρασης με το τραγούδι και τη μουσική ανάλογα με το περιβάλλον. Εξάλλου, η ίδια η ζωή μας είναι μουσική. Συνήθως ξεκινάει ως μουσικό πρελούδιο για να ξεσπάσει σε κρεσέντο, για να μεταφέρει το αίσθημα ζωντάνιας, ενεργητικότητας και μαχητικότητας.

Με νανούρισαν με γλυκιές μελωδίες για παιδικά όνειρα γαλήνια:

Έλα ύπνε ύπνωσέ το

Και γλυκά σεργιάνισέ το.

Έλα ύπνε μου πάρε το

κι άμε το στους μπαξέδες

και γέμισε τους κόρφους του

λουλούδια, μενεξέδες.

Νάνι, νάνι-νάνι

Και όπου το πονεί να γιάνει.

Κοιμήσου και παρήγγειλα

στην Πόλη τα προικιά σου

στη Βενετιά τα ρούχα σου

και τα χρυσαφικά σου.

Εύοσμος Θεσσαλονίκης. Η πόλη μου. Ο έρωτας των γονιών μου. Η ιωνική κληρονομιά που αναφέρθηκε. Το πάντρεμα ενός πολιτισμού, οι διδαχές από μια αρχοντική Μικρασιάτισσα μάνα, οι ευχές από έναν κιμπάρη και μερακλή Σμυρνιό πατέρα που έφυγε πριν δέκα χρόνια.

“Η ιστορία μιας πόλης είναι η ιστορία των ερώτων της.

Οι πόλεις αν ζήσουν στη μνήμη μας, θα ζήσουν

με τους έρωτές τους.

Ακόμη κι όταν δεν σκοπεύω να πω λόγια ερωτικά,

ό,τι γράφω για τη Σμύρνη το αφιερώνω σε σένα”.

Νετζάτι Τζουμαλί, Necati Cumali.

«Αφιέρωση» (1983), μτφρ. Άρης Τσοκώνας

Οι έρωτες μιας αειθαλούς ανατολικής πόλης, όπως τη διατήρησαν στη μνήμη μας χιλιοτραγουδισμένατα σμυρνέικα τραγούδια. Αυτά που αφιέρωνε και τραγουδούσε ο καλλίφωνος πατέρας μου στην μητέρα μου, όταν και στα γεράματα ήθελε να της δείξει το θαυμασμό και την αγάπη του. Αυτά που ακόμα στα 86 της χρόνια σήμερα η μητέρα μου θυμάται, τραγουδά και δακρύζει με την προσμονή ότι σύντομα θα συναντήσει τον αγαπημένο της σύζυγο σε μια άλλη διάσταση.

Όταν σε γέννα η μάνα σου

ο ήλιος εκατέβει

σου δωσε χάρη κι ομορφιά

κι ύστερα ξανανέβει.

Ας ήταν να γινότανε

γιανγκίν* στη γειτονιά σου

όλοι να τρέξουν στην φωτιά

κι εγώ στην αγκαλιά σου.

(* γιανγκίν= πυρκαγιά, φωτιά)

Στα μαθητικά μου χρόνια δεν χρειάστηκε να φανταστώ τις εικόνες από τα διηγήματα που διαβάζαμε για τη ζωή των Μικρασιατών. Ήταν ήδη βιώματα μου. Είχαν πρωταγωνιστικό ρόλο στη ζωή μου.

[…] Τα σπίτια, ακόμα και στους πιο απόμακρους μαχαλάδες, ανοιχτά, συντροφεμένα. Στις πόρτες καθισμένες φαμελιές είχαν στρωμένο εύθυμο λακριντί*. (λακριντί=κουβέντα)

«Ματωμένα Χώματα» – ΔΙΔΩ ΣΩΤΗΡΙΟΥ.

Η καθημερινότητά μας ήταν ένα αλισβερίσι μεταξύ σεβασμού, σοβαρότητας και υπευθυνότητας για να γίνουμε χαλύβδινοι στη ζωή και να επιτύχουμε αλλά από την άλλη μάθαμε πως η ζωή χρειάζεται σκέρτσια και νάζια για να είναι όμορφη, θετική και καλή μαζί μας.

Οι Μικρασιάτισσες γυναίκες διδάχθηκαν όπως κάθε Ελληνίδα, να είναι άριστες σύζυγοι και άριστες μάνες. Να είναι σένιες, ζαρίφισσες, κομψές και πάντα νοικοκυρές. Γαλαντόμες και μαργιόλες όταν χρειάζεται.

Από τη μια η πατρική αγάπη και από την άλλη η μητρική αυτοθυσία σε κάθε έκφανσή τους, πιασμένες μες τη διπλή ατερμοσύνη τους, μας κληρονόμησαν πολύτιμα πετράδια ηθικής και πολιτιστικής μικρασιάτικης κληρονομιάς.

Ο πατέρας μου, εξιστορούσε όσα αντίστοιχα του έμαθε ο παππούς μου για τη Σμύρνη. Για την ομορφιά της φύσης που οργίαζε εκεί την άνοιξη, για τα γιασεμιά στις αυλές και το αγιόκλημα που ευωδιάζαν μεθυστικά. Τόσα και άλλα τόσα φύτεψαν στην τεράστια αυλή μας στον Εύοσμο με χρώματα και αρώματα που μάγευαν τον κάθε περαστικό. Για τα πουλιά που χαίρονται ιδιαίτερα την Άνοιξη με τον ερωτικό θρίαμβό τους όπως οι Μικρασιάτες την εικόνα της φύσης την εποχή αυτή, λες και τη ζωγράφιζε ένα θεϊκό χέρι με καλαισθησία και ακατάλυτη ομορφιά να είναι έτοιμη για τη νέα καρποφορία.

“Όσοι γνώρισαν τη Σμύρνη από κοντά ευτύχησαν να αποθαυμάσουν τις φυσικές ομορφιές της. Ο πολυταξιδεμένος και ανοιχτόμυαλος Ηρόδοτος έγραψε πως δεν αντίκρισαν τα μάτια του ωραιότερη πόλη. Ο μέγιστος ρήτορας Κικέρων κατέθεσε ότι δεν υπάρχει σημείο της πόλης που ο ταξιδιώτης δεν θα γοητευθεί από κάτι, τοπίο, αρχαιότητες ή ανθρώπους.

Ο Σικελιανός στον πρόλογο του μυθιστορήματος «Αιολική Γη» του Βενέζη έγραψε: “Είναι η γλυκιά ιωνική ατμόσφαιρα, είναι η κρυφή, χαμένη θαλπωρή της μυστικής του κόσμου σάρκας που απροσδόκητα ξανάρχεται και πάλι σ’ επαφή μητριαρχική μαζί μου, είναι η αγνή ιωνική πνοή του ξεχασμένου και νοσταλγημένου από με τον ίδιο πολιτισμού”.

(Μια πόλη στη λογοτεχνία ΣΜΥΡΝΗ – Θωμάς Κοροβίνης).

Οι στίχοι ενός αγαπημένου στιχουργού, του Ηλία Κατσούλη, έγιναν επίσης άσμα διαχρονικό και ένας μικρασιατικός ύμνος με την υπέροχη μουσική του Παντελή Θαλασσινού και μετατράπηκαν σε εκτυφλωτικούς καθρέφτες προβολής της πρωτεύουσας της Ιωνίας.

Το καθρεφτάκι σου παλιό

και πίσω απ’ τη θαμπάδα

η Σμύρνη με το Κορδελιό

και η παλιά Ελλάδα

Μουτζουρωμένο το γυαλί

μα πίσω απ’ τους καπνούς του

βλέπει ο Θεός το Αϊβαλί

και σταματάει ο νους του

Τα σμυρνέικα τραγούδια

ποιος σου τα `μαθε

να τα λες και να δακρύζεις

της καρδιάς μου ανθέ…

Οι μνήμες δεν σβήνουν ποτέ. Αντιθέτως αναρριπίζονται ξανά και ξανά γιατί κάθε γενιά έχει μεταγγιστεί με το ελληνικό στοιχείο, ικανό να μη χάσει ποτέ την ταυτότητα του. Από τους σταθμούς της ζωής μας, ξεκινούν και καταλήγουν τα όνειρά μας. Δίχως να γνωρίζουμε αν θα μας οδηγήσουν σε ταξίδι επιστροφής ή νόστου. Σμύρνη, Αϊβαλί, Μ. Ασία, Αμερική, Αυστραλία…

Ως άλλες Ιθάκες του Καβάφη, μας χαρίζουν κίνητρο και στόχο για το άγνωστο, με όλα τα εμπόδια και τις αντιξόοτητες για να καταλήξουν σε λιμάνια αγάπης. Η Ιθάκη είναι η μοίρα μας και από τη δύναμη ψυχής και τη βούλησή μας εξαρτάται η πραγμάτωση της.

Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε.

Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,

ήδη θα το κατάλαβες η Ιθάκες τι σημαίνουν.

η μητέρα μου σε ηλικία ενός έτους με την μητέρα της και τον αδελφό

Η μητέρα μου Σταυρούλα

Ο πατέρας μου Σπύρος

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

– Θωμάς Κοροβίνης, Σμύρνη. Μια πόλη στη λογοτεχνία, Αθήνα. Μεταίχμιο 2006.

– Διδώ Σωτηρίου, Ματωμένα Χώματα, Αθήνα. Κέδρος 1995.

– Ν. Γ. Φωτεινός, Αναμνήσεις και Ιστορήματα από τη Σμύρνη, Αθήνα. Ένωση Σμυρναίων 1986.

fot.pesmatzoglou@gmail.com