«ΕΥΤΥΧΩΣ που πεθαίνει κανένας και βλεπόμαστε»…
ΑΥΤΑ ήταν τα πρώτα λόγια που μου είπε ένας φίλος, την περασμένη Παρασκευή, στην κηδεία του Νίκου Κυριακόπουλου…
ΚΑΙ δεν ήταν ο μόνος, που διέθετε αφοπλιστικό και μαύρο χιούμορ…
ΤΟ ίδιο επανέλαβαν αργότερα και δυο-τρεις άλλοι γνωστοί, που είχα πολλά χρόνια να συναντήσω…
ΦΑΙΝΕΤΑΙ, πως είναι ένας «χαιρετισμός» που συνηθίζεται, όταν πια αρχίζεις να συναντάς «χαμένους» φίλους και γνωστούς μόνο σε κηδείες…
ΚΑΙ στην κηδεία του Νίκου, θα συνάντησα τουλάχιστον 100 τέτοιους γνωστούς και φίλους, πολλούς από τους οποίους, είχα δει για τελευταία φορά, πριν χρόνια, σε άλλες κηδείες…
ΕΠΕΙΔΗ ο Κυριακόπουλος, ήταν και κοντοχωριανός μου, είδα και ανθρώπους, που τους είχα ξαναδεί τελευταία, στην κηδεία του πατριού μου Χαρίλη, τον Απρίλη του 2006…
ΟΡΙΣΜΕΝΟΙ από αυτούς, μάλιστα, που διαβάζουν τα «Ξυράφια», με ρώτησαν αν πέρασα και από τα χωριά τους πέρυσι το καλοκαίρι που είχα επισκεφθεί την Ελλάδα…
ΕΠ’ ΕΥΚΑΙΡΙΑ να σημειώσω, ότι ο Νίκος ήταν 87 χρόνων, που σημαίνει ότι οι περισσότεροι από αυτούς που παραβρέθηκαν στην εξόδιο τελετή, ήταν της ίδιας ηλικίας…
ΚΑΙ μιας και οι συναντήσεις μεταξύ τους, λόγω ηλικίας, έχουν αραιώσει και με τον καιρό «στερεύουν», ήταν μια ευκαιρία να βρεθούν, να χαιρετηθούν και να ανταλλάξουν δυο κουβέντες…
ΠΟΙΟΣ ξέρει πια, πότε, πώς και πού θα ξανασυναντηθούν…
ΤΑ χρόνια πέρασαν και όσα απέμειναν, περνούν ακόμα πιο γρήγορα…
ΑΣΕ, που κάθε τόσο, όλο και κάποιος πεθαίνει, που σημαίνει, ότι σιγά-σιγά, θα λιγοστεύουν και οι συναντήσεις σε κηδείες…
ΟΠΩΣ λιγοστεύουν οι μετακινήσεις μας, οι έξοδοί μας, τα ταξίδια, τα γλέντια μας και ο ζωτικός μας χώρος, που μικραίνει…
ΟΠΩΣ μικραίνουν τα βήματά μας…
ΕΤΣΙ ήταν και έτσι θα παραμένει ο κόσμος…
ΠΕΡΑΣΕ η εποχή που βλεπόμασταν τακτικά σε καφενεία, εκδρομές, γλέντια, παροικιακές εκδηλώσεις, χορούς, γάμους, βαφτίσεις και γιορτές…
ΟΛΑ αυτά ανήκουν στο παρελθόν και τις αναμνήσεις που μας συντροφεύουν…
ΑΥΤΟΣ είναι και ένας από τους λόγους, που συχνά καταφεύγουμε στις αναμνήσεις…
ΓΙΑ να επισκεφθούμε τα χρόνια εκείνα το κάνουμε και να ξαναθυμηθούμε συμπυκνωμένα τα όσα είχαμε ζήσει…
ΚΑΙ οι κηδείες πολλές φορές, λειτουργούν ως «πυροκροτητές» του μηχανισμού που ενεργοποιεί τις αναμνήσεις…
ΣΤΗΝ κηδεία του Κυριακόπουλου, μου δόθηκε η ευκαιρία, όχι μόνο να δω παλαιούς φίλους και γνωστούς Αρκάδες, αλλά να γνωρίσω και κοντοχωριανούς που δεν είχα ξαναδεί…
ΕΚΤΟΣ των Αρκάδων, που αποτελούσαν την πλειοψηφία, έδωσαν το παρών και παλαιοί ταξιδιωτικοί πράκτορες του Lonsdale Street, καθώς και γνωστοί επιχειρηματίες της παροικίας μας…
ΜΕΤΑ από πάρα πολύ καιρό, συνάντησα και πάλι τον ιστορικό αρχισυντάκτη του «Νέου Κόσμου» Νώντα Πεζάρο και την γυναίκα του Νίκη…
ΠΟΙΟΣ να το περίμενε ότι θα περνούσε τόσος καιρός να δω τον Νώντα, που ζήσαμε μαζί μια εικοσαετία και βλεπόμασταν καθημερινά…
ΕΙΠΑΜΕ, όμως, όλα τα αλλάζει ο χρόνος, που αρχικά κυλάει αργά σαν ήρεμο ρυάκι, για να μετατραπεί με τα χρόνια σε χείμαρρο, που παρασύρει τα πάντα…
ΚΑΙ επειδή όσο βλέπεις, μιλάς και ακούς, ανθρώπους που ξέρεις 47 χρόνια, τόσο ξαναθυμάσαι ιστορίες και γεγονότα, που είχαν θαφτεί στα τρίσβαθα της μνήμης…
ΜΙΑ τέτοια ιστορία από τα παλιά, μου θύμισε η αναφορά του Βλάση Μαυραγάνη, στον πατέρα του Νίκου, που είχε επισκεφθεί την Αυστραλία το 1974…
ΗΤΑΝ βραδάκι όταν έφτασα στο σπίτι της μητέρας μου στο Όκλι, χωρίς να γνωρίζω ότι πριν λίγη ώρα, τους επισκέφθηκε ο Νίκος Κυριακόπουλος με τον πατέρα του τον Θοδωρή, που είχε έλθει από την Ελλάδα την προηγούμενη μέρα…
ΧΤΥΠΗΣΑ την πόρτα, μου άνοιξε ο αδελφός μου, που ήταν πιτσιρικάς τότε και μου είπε, ότι είναι όλοι στο σαλόνι μαζί με έναν «μπάρμπα»…
ΚΑΤΕΥΘΥΝΘΗΚΑ στο σαλόνι και τους βρήκα όλους να πίνουν τον καφέ τους, έχοντας δίπλα τους και από έναν κουραμπιέ που τους είχε σερβίρει η μάνα μου…
ΜΕ το που μπαίνω μέσα και τους καλησπερίζω, βλέπω τον μπάρμπα να σηκώνεται όρθιος να με κοιτάζει αλαφιασμένος και να μου λέει: «Μπάμπη, ζεις ρε Μπάμπη»…
«ΠΟΙΟΣ Μπάμπης, ρε γέρο», του λέει ο Νίκος για να τον καθησυχάσει. «ο Μπάμπης ο φίλος σου, σκοτώθηκε τότε στο αντάρτικο. Ο γιος του είναι αυτός και τον λένε και αυτόν Μπάμπη»…
Και εγώ στη Μελβούρνη το 1971. Είμαστε περίπου στην ίδια ηλικία
Ο γέροντας, χωρίς να τον ακούσει, με πλησίασε, με αγκάλιασε, με φίλησε σταυρωτά και με δάκρυα στα μάτια μου είπε: «Ίδιος είσαι ρε παιδάκι μου. Ολόιδιος. Φτυστός ο Μπάμπης. Ο πιο λεβέντης αντάρτης. Το πρώτο παλικάρι»…
ΣΤΗ συνέχεια, γυρνώντας στους άλλους, τους μίλησε για τον πατέρα μου και τη γνωριμία τους και μου είπε να καθίσω δίπλα του για να τα «πούμε»…
ΜΟΥ εξιστόρησε πολλά και διάφορα, τα περισσότερα από τα οποία τα είχα ξανακούσει, για να μου πει και ο μπαρμπα-Θοδωρής, ότι τον σκότωσε τραυματία ένας λοχαγός της 9ης Μεραρχίας που τον Ιανουάριο του 1948 είχε αρχίσει τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στον Πάρνωνα και την υπόλοιπη ορεινή Κυνουρία…
Η ομάδα του πατέρα μου, ενεπλάκη (κοντά στο χωριό Καστρί Κυνουρίας) σε μια μάχη με το στρατό, κατά τη διάρκεια της οποίας σκοτώθηκαν δύο αντάρτες, άλλοι δύο κατάφεραν να διαφύγουν και τον πατέρα μου τον συνέλαβαν τραυματισμένο…
ΤΟΝ έβαλαν πάνω σε ένα μουλάρι, για να τον μεταφέρουν στο νοσοκομείο της Τρίπολης και κατά τη διάρκεια της διαδρομής, ο πατέρας μου μάλωσε με τον λοχαγό, ο οποίος τον κατέβασε από το μουλάρι και τον εκτέλεσε επιτρόπου με πέντε σφαίρες στο κεφάλι…
ΤΙΣ τρύπες τις μέτρησα, όταν η μητέρα μου, η θεία η Ρεβέκκα και η γιαγιά μου, πήγαν στο νεκροταφείο να μαζέψουν από τον τάφο τα κόκαλά του, για να τα βάλουν στο οστεοφυλάκιο του χωριού μας…
ΝΑ προσθέσω εδώ, ότι ο μπαρμπα-Θοδωρής, δεν ήταν ο μόνος που ταράχτηκε όταν με είδε, αφού τότε, είχα την ίδια ηλικία που είχε και ο πατέρας μου, (όταν τον εκτέλεσαν ήταν 27 χρόνων) και βεβαίως τα ίδια πυκνά μακριά μαύρα μαλλιά και γένια όπως και εκείνος…
ΠΑΡΟΜΟΙΑ ταραχή, έπαθε και ο αρχισυντάκτης μας Σωτήρης Χατζημανώλης, πριν 17 χρόνια, όταν είδε κρεμασμένη σε έναν τοίχο του πατρικού μου σπιτιού στα Αγιωργίτικα, μια φωτογραφία του πατέρα μου, αντάρτη…
ΝΑ σας πω επίσης, ότι πέρυσι το καλοκαίρι που ήμουν στην πατρίδα, πηγαίνοντας ένα απόγευμα στο καφενείο του χωριού, με φώναξε ο γείτονάς μου Τάκης Μπιτσάνης, να με συστήσει σε έναν φίλο του από το διπλανό χωριό, με τον οποίο και έπαιζε τάβλι…
ΦΤΑΝΟΝΤΑΣ στο τραπέζι τους, με σύστησε ο Τάκης, είπε ο άνθρωπος -ένας λεβέντης 93χρονος γέροντας- «χαίρω πολύ» και συνέχισε να μαζεύει τα πούλια…
ΜΕΤΑ από λίγα δευτερόλεπτα, χωρίς να με κοιτάξει, με ρωτάει «έχεις καμιά συγγένεια με τον Μπάμπη τον Σταυρόπουλο, που σκοτώθηκε στο αντάρτικο;». Πριν προλάβω μιλήσω, του λέει ο Τάκης «πατέρας του ήταν»…
ΜΕ το που το άκουσε ο παππούς, σηκώθηκε όρθιος με κοίταξε, με χαιρέτησε σφίγγοντάς μου το χέρι, παρήγγειλε ούζα και μου είπε να καθίσω για «να πούμε δυο κουβέντες»…
ΚΑΤΙ ανάλογο συνέβη και μετά από λίγες μέρες όταν πήγα στο χωριό Βέρβαινα για να συναντήσω τον Νίκο Μουτζούρη, που είναι γιος ενός άλλου αντάρτη και αδελφικού φίλου του πατέρα μου…
ΓΙΑ τη συνάντηση αυτή, είχα γράψει σχετικά στήλη πέρυσι τον Σεπτέμβριο. Είχαμε πιει πάλι λίγα ούζα με τον Νίκο και ήμουν έτοιμος να φύγω όταν στη βεράντα του μαγαζιού ανέβηκε ένας γέροντας τσοπάνης κρατώντας τη γκλίτσα του…
ΦΩΝΑΖΕΙ τον συγχωριανό του και του λέει, «τον γνωρίζεις αυτόν»; «Όχι» του απαντά ο άλλος «πρώτη φορά τον βλέπω». «Κοίταξέ τον καλά…». Με ξανακοιτάζει ο γέροντας και ξαναλέει στον Νίκο ότι δεν με γνωρίζει…
«ΓΙΟΣ του Μπάμπη Σταυρόπουλου, του αντάρτη από τα Αγιωργίτικα και φίλου του πατέρα μου» του λέει ο Νίκος…
«ΤΩΡΑ που το λες, δίκιο έχεις, ίδιοι είναι». Στη συνέχεια κάθεται στο τραπέζι και αρχίζει να μονολογεί: «Ε, ρε Μπάμπη Σταυρόπουλε, ε ρε, Κώστα Μουτζούρη, ε ρε, λεβεντιά και νιάτα που χαθήκατε. Ε ρε, μαύρα αγύριστα χρόνια και αίμα που χύθηκε τζάμπα…».
ΤΟΝ Κώστα Μουτζούρη, τον εκτέλεσαν και αυτόν με συνοπτικές διαδικασίες, λίγους μήνες μετά τον πατέρα μου…