Εκτός από τα άλμπουμ με παλιές φωτογραφίες, κιτρινισμένες, ξεθωριασμένες και ασπρόμαυρες, που έχω στο σπίτι, όπως οι περισσότεροι από μας, έχω και αρκετές, πάρα πολλές θα έλεγα, σε κάποια χαρτόκουτα. Έκανα το λάθος, να πάρω από το κουτί δύο μεγαλούτσικα πακέτα και να απευθυνθώ, με τον προσήκοντα σεβασμό και δέος, εις την συμβία μου.

«Θα ήθελα, όταν έχεις λίγο χρόνο, να τακτοποιήσεις αυτές τις φωτογραφίες και σιγά-σιγά να μπουν όλες σε άλμπουμ. Θα παίρνουμε κάποιο βραδάκι ένα από αυτά, θα το χαζεύουμε, και θα έχουμε κάτι να θυμόμαστε για τα… γεράματά μας». 

Μου απάντησε κάπως σκληρά, κουνώντας συνάμα το κεφάλι της, με ένα… «καλά θα δω τι μπορώ να κάνω στο λίγο χρόνο που μου περισσεύει». 

Άνοιξα το κουτί, βούτηξα ένα από τα πακετάκια και άρχιζα να χαζεύω το περιεχόμενο. Μια από τις πρώτες φωτογραφίες, ασπρόμαυρη, ήταν κάποιου καλλιτέχνη που άρεσε στη σύζυγο και στον γιo μας, του Μπράιαν Φέρρι, κατά τα λεγόμενά τους, εξαίρετος τραγουδιστής των Roxy Music. Την έδειξα και τόλμησα να πω: «Τώρα έχει γεράσει, τα μούτρα του έχουν γίνει πατσάς…».

«Τι θα πει γέρασε; Μήπως εσύ δεν γέρασες; Κάτι λίγα χρονάκια μεγαλύτερός του είσαι!» μου είπε, με εκείνο το γνωστό ύφος που περικλείει ειρωνεία, αλλά και δηκτικότητα, ίδιον των γυναικών που αναφέρονται στην ηλικία του συντρόφου τους. 

Προσποιήθηκα τον κουφό και συνέχισα, μουρμουρίζοντας μέχρι που με έπιασε το σκληρό μου και άρχισα να απαριθμώ καλλιτέχνες που είχα διαβάσει πρόσφατα και που, παρά τα χρονάκια τους, συνεχίζουν ακάθεκτοι, δυναμικά: Στα 75 έχει φτάσει ο Πολ ΜακΚάρτνεϊ, έχει πατήσει τα 76 ο Ρίνγκο Σταρ, τα 83 διανύει η Γιόκο Όνο, πέρασε τα 73 ο Μικ Τζάγκερ, για να μην αναφερθώ και στις όμορφες ηλικιωμένες, την Μπριζίτ Μπαρντό και τη Σοφία Λόρεν, που πέρασαν τα 82. 

Δηλαδή όλοι οι οργισμένοι νέοι που τους θαυμάζαμε μια κάποια εποχή, την εποχή του ’60, άντε και του ’70, βρίσκονται στο χρονοντούλαπο της τρίτης ηλικίας; Σηκώθηκα να δείξω και το ανάστημά μου και σαν να έλεγα το ποίημά μου, προσπάθησα να πάρω το αίμα μου πίσω: 

«Και τι σημασία έχει η ηλικία, κυρία μου; Ο Μικ Τζάγκερ έγινε, πρόσφατα, μπαμπάς και, αν δεν με απατά η μνήμη μου, είναι το όγδοο παιδάκι του και έχει και μερικά εγγονάκια. Μη με ρωτήσεις αν θα προλάβει ο Μικ να δει το νεογέννητο να ντύνεται φαντάρος, γιατί είσαι εκτός θέματος. Συνεχίζω… Ο Πολ ΜακΚάρτνεϊ δίνει συναυλίες και γεμίζει, ακόμη και σήμερα, γήπεδα και στάδια». 

Δεν απάντησε. Χαμογέλασε και πήρε μερικές φωτογραφίες από το ξεδίπλωτο δεματάκι. Χάζευε, γέλαγε κι άλλοτε μια θλίψη απλωνόταν στο πρόσωπό της. Άπλωσε το χέρι της και μου έδωσε μια φωτογραφία χαμογελώντας. 

«Εδώ είσαι στις δόξες σου» είπε. 

Η φωτογραφία έδειχνε μια φίλη της μητέρας μου, γνωστή ηθοποιό της εποχής, κρατώντας την αφεντιά μου από το χέρι. Θυμάμαι ότι στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού και κάπου δέκα ημέρες του Σεπτέμβρη, πριν αρχίσει το σχολείο, τις περνούσα μαζί της. Είχε παντρευτεί, είχε χωρίσει, δεν είχε παιδιά και μου είχε αδυναμία. Ζούσε σ’ ένα μεγάλο σπίτι στο Γαλάτσι. Τότε το Γαλάτσι ήταν… μακριά από την Αθήνα και ήταν τόπος διακοπών όπως και η Κηφισιά, η Πεντέλη, το Φάληρο, η Βούλα και η Βουλιαγμένη. 

Στο εξοχικό Γαλάτσι με τα ολόδροσα νερά, τους αμαξάδες με τις στολισμένες άμαξες και τα όμορφα άλογά τους, στο όμορφο σπίτι της κ. Άννας -που ήθελε να την λέω θεία Άννα- περνούσα δέκα ημέρες για να αναπνεύσω καθαρό αέρα πριν πάω στη μολυσμένη ατμόσφαιρα της Αθήνας που, σας διαβεβαιώνω, δεν ήταν καθόλου μολυσμένη σε σχέση με τη σημερινή, αποπνικτική κατάσταση που επικρατεί συχνά στην πρωτεύουσα της πατρίδας μας. 

Το βράδυ, φώναζε την άμαξα και πηγαίναμε για φαγητό σ’ ένα ωραίο εστιατόριο που, εκτός από τα δέντρα της αυλής, τα κατάλευκα τραπεζομάντηλα, τα πολλά μαχαιροπίρουνα, θυμάμαι και τη βαθιά υπόκλιση του επικεφαλής των σερβιτόρων στη… θεία Άννα και σε… μένα. Κάπου κοντά στο πολυτελές εστιατόριο ήταν και κάποιο νυχτερινό κέντρο απ’ όπου η μουσική της ορχήστρας του Τάκη Μωράκη ή του Γιώργου Μουζάκη και τα τραγούδια μερικών γνωστών τραγουδιστών και τραγουδιστριών της εποχής, έφταναν μέχρι τα αυτιά μας. Υπέροχη μουσική, υπέροχες βραδιές. Η… θεία Άννα, σχεδόν κάθε φορά που δειπνούσαμε στο συγκεκριμένο εστιατόριο την ώρα που τρώγαμε ακούγοντας τη μουσική και τα τραγούδια, έλεγε κοιτάζοντάς με, χαμογελώντας: «Θα μπορούσαμε να πάμε στο κέντρο να τους ακούσουμε από κοντά. Δεν θα πουν τίποτα για σένα αφού είσαι μαζί μου, αλλά θα μας τρελάνουν στις χαιρετούρες και στις υποκλίσεις. Τους ακούμε από εδώ και έχουμε την ησυχία μας».

Δεν θα συνεχίσω με τις φωτογραφίες, τις κοιτάζεις και θλίβεσαι. Ακούς μουσική που δεν ακούγεται και αναπνέεις τον αέρα του σήμερα και σε πνίγει.