Πόσα κοινά σημεία θα μπορούσαν να έχουν ένας ποιητής και ένας συγγραφέας που γεννήθηκαν, μεγάλωσαν και ζουν σε διαφορετικές ηπείρους και δεν έχουν συναντηθεί ποτέ;

Στην περίπτωση των Στέφανου Παπαδόπουλου και Πίτερ Παπαθανασίου η απάντηση είναι πολλά.

Πρόκειται για έναν Ελληνοαμερικανό ποιητή και έναν Ελληνοαυστραλό συγγραφέα που η ελληνική τους καταγωγή και το παρελθόν του ξεριζωμού της οικογένειάς τους τους έφερε κοντά.

Αφορμή για τη «γνωριμία» τους υπήρξε η ιστοσελίδα λογοτεχνίας The Pigeonhole που λειτουργεί ως λέσχη βιβλίου όπου οι αναγνώστες μπορούν να βρουν παλιές και νέες κυκλοφορίες, καθώς και ειδικά αφιερώματα σε θέματα και συγγραφείς.

Στο πλαίσιο λοιπόν μιας ανθολογίας εκθέσεων για τη ζωή στην Ελλάδα της κρίσης με τίτλο «Γράμματα από την Ελλάδα», ο Στέφανος και ο Πίτερ διάβασαν ο ένας τα έργα του άλλου. Έκτοτε, άρχισαν να αλληλογραφούν με ενδιάμεσο την αρχισυντάκτρια και εκδότρια του Pigeonhole, Sarah Ream.

Σε συνέντευξή τους στην Sarah Ream οι δύο ομογενείς περιγράφουν τις συναρπαστικές προσωπικές τους ιστορίες, πώς οι διαφορετικές κουλτούρες που ενσωματώνουν έχουν επηρεάσει την ταυτότητά τους και μας υπενθυμίζουν ότι η εμπειρία της προσφυγιάς παραμένει επίκαιρη.

ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΡΙΖΕΣ

Ο Στέφανος γεννήθηκε στη Νότια Καρολίνα το 1976 και μεγάλωσε στο Παρίσι και την Αθήνα, όπου πέρασε το μεγαλύτερο μέρος των νεανικών του χρόνων. Παρουσιάζει τον εαυτό του ως ένα «εκρηκτικό» μείγμα πολιτισμών καθώς συνδυάζει την ελληνοποντιακή καταγωγή με τις αγγλοσαξονικές-ιρλανδικές ρίζες της οικογένειάς του στην Αμερική.

«Έρχομαι από οικογένεια καλλιτεχνών και τεχνιτών από την ελληνική πλευρά μου. Ο παππούς μου ήταν γνωστός Αθηναίος ράφτης, ο πατέρας μου καλλιτέχνης και γλύπτης στην μεταπολεμική σχολή του Παρισιού – ενώ η καταγωγή είναι ελληνοποντιακή από την Σαμψούντα και την Κρήτη […] Η Ελλάδα είναι χωρίς αμφιβολία το ‘σπίτι’ μου και πάντοτε έχει υπάρξει ο τόπος της επιστροφής, το σημείο αναφοράς μου» εξηγεί.

Ο Πίτερ, από την πλευρά του, αναφέρεται στην Μικρασιατική Καταστροφή και την ακόλουθη ανταλλαγή πληθυσμών που υπήρξε αφορμή για τους παππούδες του να βρεθούν πρόσφυγες στη Φλώρινα.

Ο παππούς του, πρώην αγρότης εργαζόταν πλέον στην Ελλάδα ως εισπράκτορας τελών πώλησης αγροτικών προϊόντων, ενώ περιγράφει ότι στον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο αντί χρημάτων το ποσό αυτό πληρωνόταν σε είδος με αυγά, γάλα βούτυρο και πάει λέγοντας με τον παππού να παίρνει ό,τι μπορεί από τα αγαθά για να θρέψει την οικογένεια. Όπως εξηγεί χαριτολογώντας, το περίφημο ‘φακελάκι’ της εποχής ήταν αυτό που κράτησε ζωντανά τα έξι παιδιά της οικογένειας μεταξύ αυτών και τους βιολογικούς του γονείς.

Στη Φλώρινα γεννήθηκε και ο ίδιος ο Πίτερ το 1974, όμως σύντομα τον υιοθέτησαν οι θείοι του στην Αυστραλία, επίσης Έλληνες από τη Φλώρινα.

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ

ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΜΝΗΜΗ

Τόσο για τον Στέφανο όσο και για τον Πίτερ, η επαγγελματική στροφή στη λογοτεχνία ήταν κάτι που προέκυψε στη μετέπειτα ζωή τους.

Ο Στέφανος αποφοίτησε από το Τμήμα Κλασικής Αρχαιολογίας του πανεπιστημίου, όμως η ανάγκη του για έκφραση τον οδήγησε σύντομα στη συγγραφή μυθιστορημάτων. Όπως εξηγεί όμως αυτό διήρκησε λίγο, προτού συνειδητοποιήσει ότι το κάλεσμά του ήταν στην ποίηση. Αντίστοιχα, με σπουδές στη Νομική και τις Επιστήμες ο Πίτερ δεν σχεδίαζε αρχικά να αφοσιωθεί στη συγγραφή, όμως πλέον είναι γι’ αυτόν φυσική ανάγκη.

Η επιρροή του οικογενειακού τους ιστορικού είναι φανερή στο έργο τους.

Αφορμή για την ποιητική συλλογή του Στέφανου «Μαύρη Θάλασσα», που εκδόθηκε το 2012 υπήρξε μια συλλογή παλιών φωτογραφιών που βρήκε στα χαρτιά του πατέρα του. Ο προπάππος του εξηγεί ήταν καπνέμπορος στην περιοχή της Μαύρης Θάλασσας, ενώ ο παππούς του διέφυγε πριν το ξεκίνημα της Μικρασιατικής Καταστροφής, αφήνοντας τα πάντα πίσω, συγγενείς, φίλους, περιουσία.

«Ταξίδευα στην Τουρκία και σε ολόκληρη την ακτή της Μαύρης Θάλασσας παρατηρώντας και ψάχνοντας για χαμένους δεσμούς […] Ήταν για μένα ένα είδος προσκυνήματος και ταξίδι στο παρελθόν του πατέρα μου»

Ο ίδιος θεωρεί αυτήν την ιστορική μνήμη που κληρονόμησε από την οικογένειά του συνοδοιπόρο στο ταξίδι αυτογνωσίας του.

Την ίδια στιγμή αναγνωρίζει ότι ο ξεριζωμός των προγόνων του διαφέρει από την οικειοθελή του μετακίνηση, όμως ενσωματώνοντας πολιτισμικά και γλωσσικά δύο κουλτούρες του επιτρέπει όπως λέει να μπορεί να ελίσσεται μεταξύ των θέσεων εξωτερικού και εσωτερικού παρατηρητή.

Παρομοίως, ο Πίτερ δηλώνει ότι όσο πιο πολλά μαθαίνει για την οικογενειακή του ιστορία τόσο περισσότερο αισθάνεται τον αντίκτυπο στο γράψιμό του. Καθόλου τυχαίο επομένως που το επικείμενο βιβλίο του πραγματεύεται την μεταναστευτική και προσφυγική εμπειρία της διάσχισης συνόρων.

«Αισθάνομαι ότι η εμπειρία αυτή τρέχει στο αίμα μου, γι΄αυτό ίσως δεν είναι περίεργο που έχω ζήσει τόσο στις ΗΠΑ όσο και στη Βρετανία από τότε που έφυγα από το σπίτι μου στην Αυστραλία.[…] Πολλά από αυτά που βλέπω και κάνω σε αυτά τα νέα μέρη είναι απλώς μια μοντέρνα εκδοχή των συναισθημάτων που ένιωθαν οι πρόγονοί μου: ερωτήματα για την ταυτότητα, την εθνικότητα και το ανήκειν» εξομολογείται και προσθέτει σχετικά με το πώς αυτή η εμπειρία έχει επηρεάσει την ταυτότητά του.

«Ένας φίλος κάποτε με περιέγραψε ως ‘πολύ Έλληνα για τους Αυστραλούς και πολύ Αυστραλό για τους Έλληνες’, μια επίπονη αλήθεια. Δεν συγκρίνεται με την αναγκαστική έξωση από την πατρίδα των προγόνων σου, είναι πιο πολύ μια μοντέρνα μορφή αποκλεισμού. Η εμπειρία της μετακίνησης σίγουρα με κάνει να αμφισβητώ την ταυτότητά μου και να αναζητώ να την προσδιορίσω. Το γράψιμο επομένως είναι μια μορφή θεραπείας, προσπαθώντας να δω τι σημαίνει για μένα ο κόσμος και πώς ανήκω σε αυτόν».

Φυσικά, η συνέντευξη δεν θα μπορούσε να μην περιλαμβάνει το φλέγον ερώτημα, κατά πόσο η σημερινή προσφυγική κρίση της οποίας είμαστε μάρτυρες είναι ανάλογη των εμπειριών των προγόνων τους και του ξεριζωμού εν μέσω της Μικρασιατικής Καταστροφής.

Και οι δύο λογοτέχνες φαίνεται να συμφωνούν ότι οι ομοιότητες είναι συγκλονιστικές.

Ο Στέφανος κάνει λόγο για την ίδια αδιαφορία των χωρών που παρακολουθούν τα καράβια με τους πρόσφυγες να βυθίζονται, τον ίδιο πόνο και βάσανα των ανθρώπων που έρχονται μέσω θαλάσσης και το κύμα ρατσισμού που βλέπουμε σήμερα και θυμίζει εκείνα τα χρόνια.

Ο Πίτερ μάλιστα αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στην αντιμετώπιση που δέχθηκε ο παππούς του ως πρόσφυγας στην Ελλάδα: «Τουρκόσπορο τον φώναζαν!» και καταλήγει λέγοντας: «Όταν βλέπω τους τωρινούς πρόσφυγες που ξεβράζονται στις ακτές μικροσκοπικών νησιών της Μεσογείου, δεν βλέπω μόνο αυτούς, βλέπω και τα εγγόνια τους».