Ο γνωστός διπλωμάτης (τέως γενικός πρόξενος της Ελλάδας στη Μελβούρνη), αλλά και πολυβραβευμένος ποιητής και συγγραφέας Γιώργος Βέης αποτελεί εμβληματική μορφή στον χώρο των γραμμάτων. Όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στον απόδημο ελληνισμό, τον οποίο υπηρέτησε υποδειγματικά για πάνω από τρεις δεκαετίες. Επ’ ευκαιρία της επικείμενης έκδοσης ενός νέου βιβλίου του ομογενούς πανεπιστημιακού και συγγραφέα Δρα Γιάννη Βασιλακάκου (στο οποίο συμπεριλαμβάνονται αποκαλυπτικές εξομολογήσεις/συνεντεύξεις κορυφαίων Ελλήνων συγγραφέων, μεταξύ των οποίων και ο Γιώργος Βέης), ο τελευταίος μιλά εκ βαθέων στον Γιάννη Βασιλακάκο για όλα: το συγγραφικό έργο του, την κρίση της ελληνικής λογοτεχνίας στο εξωτερικό, την τέχνη, τη μετάφραση, την ψηφιακή επανάσταση, τη γενικότερη ελληνική παρακμή, τον απόδημο ελληνισμό και αυτόν της Αυστραλίας, και πολλά άλλα…

-Κύριε Βέη, έως σήμερα (Μάιος 2017) έχετε εκδώσει συνολικά 28 βιβλία: 13 ποιητικά, οκτώ ταξιδιωτικά, πέντε μεταφράσεις, ένα δοκιμιακό και ένα επιστολογραφικό – χωρίς να συμπεριλαμβάνουμε τον διόλου ευκαταφρόνητο αριθμό των βιβλιοκριτικών και/ή άλλων μελετών σας οι οποίες παραμένουν αθησαύριστες. Πρώτον, πώς εξηγείτε αυτή την, κατά Καβάφη, «ποικίλη δράση των στοχαστικών προσαρμογών» αναφορικά με τα ποικίλα λογοτεχνικά είδη; Δεύτερον, η πολυσχιδής αυτή συγγραφική σας δραστηριότητα είναι πλεονέκτημα ή μειονέκτημα, όσον αφορά το ποιοτικό αποτέλεσμα των επί μέρους λογοτεχνικών ειδών και γιατί;

-Γράφω ΕΝΑ και μόνον ΕΝΑ βιβλίο. Τα επιμέρους εκδιδόμενα έργα είναι απλώς κεφάλαια αυτού του ενός και μόνου βιβλίου. Είμαι ακραιφνής οπαδός της ενιαίας γραφής, όπως ορίζεται από τους σύγχρονους κειμενογλωσσολόγους. Βεβαίως, και η ποιότητα είναι κι αυτή μέσα στην ποσότητα, όπως δίδασκε ο Μάο Τσε Τουνγκ. Δεν θα κρίνω όμως εγώ την ποιότητα των δικών μου έργων. Θα ήταν η πράξη ενός αυτιστικού συγγραφέως.

-Γιατί ασχοληθήκατε με τη βιβλιοκριτική; Έχετε σκεφτεί καθόλου τη συγκέντρωση κι έκδοση των βιβλιοκριτικών σας σε έναν τόμο;

-Ξεκίνησε ως ένα είδος επιστολικής ανταπόκρισης στα βιβλία που μου έστελναν φίλοι ή άγνωστοι ομότεχνοι. Σε ένα τόμο 1. 500 σελίδων ίσως μπορούν να συγκεντρωθούν. Ίσως χωρισμένες σε δύο ή τρεις τόμους.

-Πιστεύετε ότι υπάρχει κάτι το μεταφυσικό στην όλη ποιητική διαδικασία; Από την έμπνευση/σύλληψη (την παρότρυνση της ψυχής), την κυοφορία (την άρθρωση του άρρητου και την ταξινόμηση του χάους) έως την τελική γέννηση ενός ποιήματος;

-Τα ποιήματα έρχονται. Είναι δοσμένα, αν όχι εξ ολοκλήρου, όπως φρονούσε φέρ’ ειπείν και ο Γιώργος Σεφέρης, πάντως σ’ ένα μεγάλο βαθμό. Αλίμονο αν δεν ήταν δοσμένα. Θα ήταν δημοσιογραφικά κείμενα. Μάλλον αδιάφορα. Δεν ξέρω από πού ακριβώς έρχονται τα ποιήματα. Η επεξεργασία, όποτε χρειαστεί είναι υπόθεση λόγιου μάστορα. Δεν ξεχνώ τον συναφή ορισμό του Ουάλας Στήβενς: “ποίηση είναι η τέχνη του λογίου”.

-Θέλω τη γνώμη σας για την προφορική και γραπτή ποιητική παράδοση. Αν υποθέσουμε ότι η δεύτερη είναι ανώτερη της πρώτης (από την άποψη ότι ο γραπτός λόγος μνημειώνεται στο χαρτί και αποκτά μια δική του οντότητα και μαγική δύναμη) τότε πώς εξηγείται το γεγονός ότι προϊόντα της πρώτης (όπως π.χ. τα ομηρικά έπη) παραμένουν αξεπέραστα;

-Ο Σωκράτης και ο Ιησούς Χριστός απέφυγαν συστηματικά να εμπιστευτούν τις σκέψεις τους σε κείμενα. Είχαν δίκιο: το γράμμα σκοτώνει. Δίπλα στο μνημείο, που αναφέρετε, κείται συνήθως ο τάφος. Αν αντέξει ένα έργο συνεπώς, μέσα στους αιώνες, μόνο σε προφορική μορφή, σημαίνει ότι είναι όντως Μείζον έργο.

-Ζούμε την εποχή της ψηφιακής επανάστασης. Πώς διαγράφεται το μέλλον της ποίησης σ’ έναν τεχνοκρατούμενο και (ίσως σύντομα πλήρως) ρομποτοποιημένο κόσμο; Απειλεί η σύγχρονη τεχνολογία με διάβρωση και εκφυλισμό την πνευματικότητα; Ρωτώ γιατί ο Σαρτρ, λίγο πριν τον θάνατό του, είχε πει ότι, με την προσεδάφιση του ανθρώπου στο φεγγάρι, το τελευταίο έχασε τη μαγεία του. Μήπως η ποίηση αποτελεί το αντίδοτο σ’ αυτή την εφιαλτική προοπτική;

-Ανήκω σ’ αυτούς που πιστεύουν ακράδαντα ότι η πνευματικότητα δεν θα τρωθεί από την τεχνολογία, που είναι εγγονάκι της. Το παν είναι διαχείριση με στοχασμό. Ο δρόμος του Ταό παραμένει πάντα ανοικτός στους φωτισμένους και τις φωτισμένες.

-Πώς εξηγείτε το γεγονός ότι ενώ η ποιητική παραγωγή συνεχώς αυξάνεται, η ανάγνωση της ποίησης όλο και μειώνεται, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς; Δηλαδή, γιατί οι άνθρωποι προτιμούν να γράφουν και να εκδίδουν παρά να διαβάζουν ποίηση; Πρόκειται για αυτοψυχοθεραπευτικό φαινόμενο ή σύμπτωμα ομαδικού ναρκισσισμού;

-Η ποίηση έχει βοηθηθεί κι αυτή από την πρόοδο της τεχνολογίας. Δεν ξέρω αν μειώνεται η ανάγνωση της ποίησης. Αν λάβουμε μάλιστα υπ’ όψιν τον υψηλό βαθμό επισκέψεων των καθαρά ποιητικών ιστότοπων στη φιλόξενη ζούγκλα του διαδικτύου, τότε μάλλον δεν μειώνεται στις ημέρες μας, αλλά αυξάνεται η ανάγνωση της ποίησης. Δεν είμαι ψυχαναλυτής για να ξέρω περισσότερα επί του θέματος.

-Ο Αϊνστάιν είχε πει ότι η φαντασία είναι ανώτερη της γνώσης. Εσείς, ως διαμεσολαβητής-πρέσβης (κυριολεκτικά και μεταφορικά) ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό, σε ποιο απ’ τα δύο ρίχνετε τη μεγαλύτερη βαρύτητα;

-Η πετροκαλαμήθρα μου στρέφεται προς το παρόν ισότιμα και προς τους δύο αυτούς πόλους, Εύχομαι να μην διαταραχθεί αυτή η ισορροπία ως τα έσχατα όρια του βίου μου.

-Έχετε συνδυάσει και ταυτίσει το πραγματικό ταξίδι (με τις διαρκείς αναγκαστικές μετακινήσεις ανά τον κόσμο, λόγω της διπλωματικής σας καριέρας) με το φανταστικό (το ονειρικό, το ποιητικό). Εάν δεν ήσασταν διπλωμάτης και δεν είχατε την ευκαιρία να ταξιδέψετε καθόλου, πιστεύετε ότι θα καταφέρνατε να ονειρεύεστε με την ίδια ένταση και να γράφετε εξίσου γοητευτικά και δυνατά κείμενα, συγκεράζοντας τις ταξιδιωτικές αφηγήσεις με την ποίηση και τον δοκιμιακό λόγο; Εσείς προσωπικά πού αποδίδετε αυτή την επιτυχία, ιδιαίτερα αν λάβουμε υπόψη το γεγονός ότι με την ταξιδιογραφία καταπιαστήκατε σε κάπως προχωρημένη ηλικία (44 ετών);

-Μάλλον δεν θα έγραφα αυτά τα βιβλία, που δεν είναι “ταξιδιωτικά”, αλλά κείμενα μετά από πολύχρονη διαμονή κι εργασία στην αλλοδαπή. Δεν αποτελούν δηλαδή τέκνα επινοήσεων, αλλά αποτυπώσεις αμιγώς πρωτογενών εμπειριών.

-Έχετε σκεφτεί ποτέ να γράψετε καθαρόαιμη μυθοπλασία (μυθιστόρημα) ή σας αρκεί να περιορίζεστε στην ταξιδιογραφία η οποία, έχοντας ως συνεκτικό κρίκο και σπόνδυλο την ποίηση, ουσιαστικά πειραματίζεται με την καλειδοσκοπική αλχημεία της συγκριτικής εθνολογικής μελέτης, τη γραμματική των τοπίων, τον δοκιμιακό λόγο και ίσως το μυθιστόρημα;

-Δεν έχω διανοηθεί, κυρίως λόγω ελλείψεως χρόνου, να ασχοληθώ και με την βαριά βιομηχανία της γραφής, που είναι στην πραγματικότητα το καθαρόαιμο μυθιστόρημα. Μου αρκεί το είδος μου, που τόσο σωστά μόλις περιγράψατε.

-Ο Φλωμπέρ είχε πει ότι ο συγγραφέας είναι ο άνθρωπος που γράφει με δυσκολία. Κατά πόσο ισχύει αυτό στη δική σας περίπτωση;

-Δεν γράφω όπως ομιλώ. Γράφω όπως ακριβώς σκέπτομαι. Και είμαι αναγκασμένος λόγω των περιστάσεων να σκέφτομαι με σωτήρια ταχύτητα.

-Η ιδιότητα του διπλωμάτη (λόγω των αναγκαστικών ταξιδιών και μετακινήσεων ανά την υφήλιο) συνέβαλε τα μέγιστα στην πετυχημένη ταξιδιογραφία σας. Ωστόσο, υπήρξε ποτέ κάποια σύγκρουση μεταξύ των δύο ιδιοτήτων σας: του διπλωμάτη (με τα ανιαρά υπηρεσιακά/γραφειοκρατικά καθήκοντα) και του ποιητή-δημιουργού (που λαχταρά την χωρίς περιορισμούς και περισπασμούς ελευθερία του); Σας ρωτώ γιατί πρόσφατα διάβασα ότι ο Γιώργος Σεφέρης συχνά ασφυκτιούσε υπό την ιδιότητα του διπλωμάτη…

-Άλλη η εποχή του Γιώργου Σεφέρη, ο οποίος υπηρέτησε εκών άκων και κατά τη διάρκεια του αυταρχικού καθεστώτος του Ιωάννη Μεταξά και τελείως διαφορετική η τρέχουσα, σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Η παγκοσμιοποίηση ωφέλησε την διπλωματία. Την έκανε περισσότερο διαφανή, νευρώδη και εναργή.

-Τα ταξιδιωτικά σας βιβλία φαίνονται σχεδόν… ανεξάντλητα, αφού στο τέλος κάθε πονήματος δηλώνεται: «η συνέχεια στο επόμενο»… Αλήθεια, κοντεύουν να στερέψουν αυτές οι «μαρτυρίες» ή έχετε πολύ υλικό ακόμα να μας καταθέσετε; Κι αν ναι, δεν φοβάστε έναν ενδεχόμενο κορεσμό του αναγνωστικού κοινού από την επανάληψη της ίδιας θεματολογίας;

-Η επανάληψη είναι ασφαλώς η μητέρα της Γνώσης, όπως πίστευαν οι αρχαίοι. Η δε θεματολογία είναι τόσο μεγάλη, που δεν χρειάζεται καν να επαναληφθούν μέρη της. Οι μαρτυρίες μου θα συνεχιστούν συνεπώς να εκδίδονται και να επανεκδίδονται όσο ο ιστορικός εκδοτικός οίκος του Κέδρου τις υποστηρίζει με τόση ευαισθησία και με την ίδια πάντα επαγγελματική συνέπεια. Ως τώρα, οίκοθεν νοείται, προσέχω τόσο εγώ όσο και ο σταθερός επιμελητής μου, ο ποιητής Άγης Μπράτσος, να μην υπάρχει η παραμικρή επικάλυψη όχι μόνο σε ένα βιβλίο, αλλά σε όλο το εύρος των μαρτυριών μου.

-Θα ήταν σοβαρή παράλειψη αν, επί τη ευκαιρία, δεν σας ρωτούσα για ένα παράπονο που εκφράζουν συχνά οι ομογενείς της Αυστραλίας (από τους φανατικότερους φίλους και θαυμαστές σας): Γιατί, δηλαδή, ενώ έχετε ασχοληθεί με όλες τις άλλες ηπείρους, δεν έχετε γράψει ακόμη τίποτα από την παραμονή και τα βιώματά σας στους Αντίποδες;

-Θα γίνει κι αυτό. Θα πρέπει όμως το συγκινησιακό, ζέον ακόμη υλικό να αποκρυσταλλωθεί ως ψύχραιμο κείμενο.

-Μεταξύ των άλλων, έχετε να επιδείξετε κι ένα σεβαστό μεταφραστικό έργο. Ποιο είναι το σκεπτικό αυτής της ενασχόλησης; Γίνεται από χόμπι, λόγω εκδοτικών αναγκών, ή επειδή είναι ένας ιδανικός τρόπος να καλλιεργεί κανείς αποτελεσματικότερα τη μητρική του γλώσσα αναμετρώμενος μ’ ένα ξένο κείμενο;

-Ισχύει το δεύτερο. Αν είχα περισσότερο χρόνο στη διάθεσή μου θα μετέφραζα έργα του μεγάλου Δασκάλου Γουίλιαμ Φώκνερ.

-Στο βιβλίο του Raymond Chandler Η Κυρία της λίμνης που μεταφράσατε στα ελληνικά, αρχικά χρησιμοποιήσατε το δικό σας ονοματεπώνυμο, ενώ αργότερα το ψευδώνυμο Κωνσταντίνος Αργυρός (έκδοση Ερατώ 1991). Γιατί συνέβη αυτό;

-Ένα προσωπείο. Μια συμμετοχή εν ολίγοις στο μυστήριο της ταυτότητας, η οποία στοιχειώνει το εν λόγω έργο του μεγάλου αυτού τεχνίτη. Κωνσταντίνος ονομαζόταν ο πατέρας μου. Το επίθετο Αργυρός προέρχεται από την οικογένεια της Σαντορινιάς μητέρας μου.

-Είχατε την τύχη να γνωρίσετε προσωπικά τον Μπόρχες και σας ζηλεύω (επειδή τυγχάνω μέγας θαυμαστής του). Ξέρω ότι έχετε καταθέσει κάποιες σχετικές μαρτυρίες σας στο «Παντού», αλλά θα ήθελα να μου πείτε κάτι επιπρόσθετο που δεν αναφέρατε εκεί – αν υπάρχει.

-Ομολογώ ότι την προσήνεια και την απλότητά του δυσκολεύτηκα πολύ να την συναντήσω ξανά μέσα στα χρόνια που κύλησαν.

-Αν υποθέσουμε ότι βρισκόσασταν απομονωμένος σ’ ένα ερημονήσι για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα, σαν τον Ροβινσώνα Κρούσο, ποια συγκεκριμένα βιβλία Ελλήνων και ξένων συγγραφέων θα επιλέγατε να πάρετε μαζί σας για να σας συντροφεύουν;

-Τα ομηρικά έπη, τις «Ιστορίες» του Ηρόδοτου, όλα τα βιβλία του Θουκυδίδη, τον «Τίμαιο» του Πλάτωνα, το «Ταό Τε Κινγκ» του Λάο Τσε, τη «Μαγκαβάτ Γκιτά», τη «Βίβλο», τις «Ουπανισάδες», τα ποιήματα των Κομφούκιου, Μπασό, Ανδρέα Κάλβου, Διονυσίου Σολωμού, Κ.Π. Καβάφη, Κ. Καρυωτάκη, Ν. Καββαδία, Οδυσσέα Ελύτη, Γιώργου Σεφέρη, Μπωντλαίρ, Ρεμπό, Γουάλας Στήβενς, Σεν-Τζον Περς, Έζρα Πάουντ, Έλιοτ, Νίκου Καρούζου, Δημήτρη Παπαδίτσα, Κικής Δημουλά, την «Τέταρτη Διάσταση» του Γιάννη Ρίτσου, όλα τα έργα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, τον τόμο του Ν.Γ. Πολίτου με τα δημοτικά μας τραγούδια, τον «Μεγάλο Ανατολικό» του Ανδρέα Εμπειρίκου, το «Κιβώτιο» του Άρη Αλεξάνδρου, τον «Κόσμο ως Βούληση και ως Παράσταση» του Αρθούρου Σοπενχάουερ, την «Ηθική» του Σπινόζα, τις «Φιλοσοφικές έρευνες» του Λούντβιχ Βιτγκενστάιν, τον «Άμλετ» του Σαίξπηρ, τη «Θεία Κωμωδία» του Δάντη, όλα τα έργα του Σαιν Ζυστ και του Χόρχε Λουίς Μπόρχες, την «Αρχαιολογία της γνώσης» του Μισέλ Φουκό, την «Αισθηματική αγωγή» του Φλομπέρ, τους «Δουβλινέζους» του Τζέιμς Τζόις, το «Περί έρωτος» του Σταντάλ, τους «Δαιμονισμένους» του Φιοντόρ Ντοστογιέφκσι, τη «Βουή και τη μανία» του Γουίλιαμ Φώκνερ, το «Κάτω από το ηφαίστειο» του Μάλκομ Λάουρι, την «Καρδιά του σκότους» του Τζόζεφ Κόνραντ, την «Τζέιν Έιρ» της Σαρλότ Μπροντέ, το «Μαγικό Βουνό» του Τόμας Μαν, τις «Μεγάλες προσδοκίες» του Καρόλου Ντίκενς, το «De Profundis» του Όσκαρ Ουάιλντ. Στη μεταφορά θα με βοηθούσε βέβαια ο Παρασκευάς στον οποίο θα χάριζα το «Κοινωνικό Συμβόλαιο» του Ζαν-Ζακ Ρουσσώ.

-Θα ήθελα να σας ρωτήσω κάτι που ρώτησα και τους περισσότερους ομοτέχνους μας: Η νεοελληνική λογοτεχνία, δυστυχώς, ελάχιστα ενδιέφερε κι ενδιαφέρει το ξένο αναγνωστικό κοινό, με αποτέλεσμα (εκτός σπανίων εξαιρέσεων, όπως των Καζαντζάκη, Καβάφη κι ελάχιστων ακόμη) να μένει στα αζήτητα. Έχετε προβληματιστεί ποτέ για το τι ακριβώς φταίει;

-Όλα πλέον σήμερα είναι υπόθεση ευφυούς, τουτέστιν δημιουργικής διαχείρισης του μεταφραστικού προϊόντος. Αγγλιστί: marketing. Εξ ου και η επιτυχέστατη, ευρύτερη κυκλοφορία έργων, τα οποία είναι καταφανώς κατώτερα πολλών ημετέρων από ποιοτικής πλευράς.

-Από το 2008 έως σήμερα η Ελλάδα διέρχεται μια πολύπλευρη και σοβαρότατη κρίση (οικονομική, πολιτική, κοινωνική, πολιτισμική, αξιών, brain drain, κτλ) και γενικότερη παρακμή ως χώρα. Τρεις ερωτήσεις: Πρώτον, πού νομίζετε ότι οφείλεται αυτή η κρίση; Δεύτερον, τι μερίδιο ευθύνης έχουν οι πνευματικοί άνθρωποι; Τρίτον, πιστεύετε ότι η χώρα μπορεί να ανακάμψει, ή μήπως είναι καταδικασμένη να αυτοκαταστραφεί, όπως επέμενε να δηλώνει κατηγορηματικά ο ευφυής Μάνος Χατζιδάκις;

-Οφείλεται κυρίως στην εγγενή διαφθορά, η οποία απαντά σε πλείστους τομείς. Αν οι συγκεκριμένοι πνευματικοί άνθρωποι μετέχουν στους μηχανισμούς Εξουσίας ασφαλώς έχουν κι αυτοί ευθύνη. Διαφορετικά, είναι και οι ίδιοι θύματα. Δεν προφητεύω ανάκαμψη ή αυτοκαταστροφή. Δεν είμαι μέντιουμ. Δουλεύω δώδεκα ώρες τις καθημερινές και περισσότερες τα Σαββατοκύριακα. Ίσως να είναι η καθολική λύση.

-Γιατί πιστεύετε ότι η ελληνική πολιτεία ουδέποτε αξιοποίησε το σημαντικότατο κεφάλαιο που διαθέτει και που λέγεται «απόδημος ελληνισμός»; Τι ακριβώς φταίει;

-Μη όραμα. Ελλιπής προγραμματισμός πέραν του διμήνου. Αδυναμία συλλογικής δράσης. Πολλές εστίες “σοφίας”. Διαφωνία στη βάση. Δημαγωγία. Έλλειψη στρατηγικής, γενικότερα.

-Τι μέλλον μπορεί να έχει η λογοτεχνία σ’ έναν κόσμο όπου τα πάντα έχουν εμποροποιηθεί και λειτουργούν σ’ ένα καθαρά υλιστικό πνεύμα άκρατου καταναλωτισμού και κερδοφορίας, μέρος του οποίου είναι πλέον και η τέχνη; Μπορεί η λογοτεχνία να κερδίσει την αίγλη και το κύρος παλαιότερων εποχών, ή είναι καταδικασμένη στον ευτελισμό και την απαξίωση, όπως για παράδειγμα συμβαίνει με την περίπτωση των παγκόσμιων εύπεπτων μπεστ σέλερ;

-Η λογοτεχνία ως καθρέφτης της εποχής της δείχνει ως και τις λεπτομέρειες του Κακού. Δείχνοντας, εγείρει οπωσδήποτε ορισμένες συνειδήσεις. Τα υπόλοιπα είναι ζήτημα μηχανισμών διατήρησης του Ήθους. Η λογοτεχνία δεν τελεί θαύματα, απλώς αποδελτιώνει μορφές βίου.

-Πόσο σας απασχολεί η υστεροφημία και ποια έργα σας θα θέλατε να μείνουν και να διαβάζονται από τις επόμενες γενιές;

-Δεν έχω προλάβει ακόμα να σκεφτώ επ’ αυτού.

-Σας ευχαριστώ.

*Ο Δρ. Γιάννης Βασιλακάκος είναι πανεπιστημιακός (διδάκτωρ Νεοελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Μελβούρνης) και συγγραφέας. Το τελευταίο του βιβλίο τιτλοφορείται: «Τα Αμαρτύρητα: Σχέδιο Βιογραφίας του Βασίλη Βασιλικού» (εκδ. Οδός Πανός, Αθήνα 2016).