Tα πρώτα του επιχειρηματικά βήματα τα έκανε ο Άνταμ στο εργοστάσιο του πατέρα του, Νικ Τάισεν, του πρώτου επιχειρηματία που έδωσε τον γνήσιο χυμό πορτοκαλιού, το περίφημο Patra Juice to 1972.

Είναι γνωστή η πορεία του μεγάλου αυτού επιχειρηματία στο χώρο των τροφίμων, που είχε ως αρχή ποτέ να μην αγοράζει έτοιμες εταιρίες αλλά να τις δημιουργεί ο ίδιος εκ του μηδενός.

«Δεν επενδύω σε ακίνητα. Οι επενδύσεις μου αφορούν νέες εταιρίες που ‘χτίζω’ ο ίδιος από την αρχή και τις εξοπλίζω με μηχανήματα των οποίων γνωρίζω κάθε λεπτομέρεια», μου εκμυστηρεύτηκε πριν δυο χρόνια περίπου. Ψηλός, περήφανος, ευθυτενής, κυριαρχούσε στο χώρο.

« I DID MY WAY»

Σήμερα, κάνω τη γνωριμία μου με το γιο του, Άνταμ, ο οποίος πήρε, μεν, πολύτιμα μαθήματα από τον πατέρα του, χαράζει όμως και ακολουθεί τη δική του πορεία. Είναι φανερό ότι τον ενδιαφέρει να πει στον εαυτό του και στους άλλους «I did it my way».

Και το έκανε. Όχι σήμερα, αλλά χρόνια πριν, όταν είδε κατάματα τον πατέρα του και του ανακοίνωσε ότι «βρίσκει βαρετό το σχολείο». Ότι δε διανοείται να χάνει τον καιρό του «ακούγοντας και αφομοιώνοντας πράγματα που δεν θα τον χρησιμεύσουν στο να δημιουργήσει τη ζωή του όπως τη θέλει».

Ήταν μόνο 15 χρόνων και άριστος μαθητής στα Μαθηματικά και τη Χημεία.

«Ο πατέρας με προσέλαβε φουλ τάιμ. Ήμουν ένας από τους εργάτες της γραμμής. Έκοβα λάχανα, φρούτα, καρότα, ενώ δεν άργησα να γίνω υπεύθυνος της αποθήκης. Συνάμα, παρακολουθούσα τα πάντα. Ήθελα να ξέρω πώς δουλεύουν οι μηχανές, πώς επικοινωνεί ο πατέρας μου με τους πελάτες, πώς γίνονται οι παραγγελίες και οι διανομές. Εξάλλου, αυτή ήταν η εντολή του πατέρα μου από πολύ νωρίς: “Θα παρακολουθείς και θα ακούς χωρίς να μιλάς. Έτσι θα μάθεις”. Αυτό και έκανα».

Ο χώρος, βέβαια, δεν ήταν άγνωστος στον έφηβο, ο οποίος από μαθητής του Δημοτικού ακόμη, εργαζόταν στα εργοστάσια του πατέρα του στις διακοπές.

ΘΑΥΜΑΖΑ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥ

«Πάντα θαύμαζα τον πατέρα μου, έστω και αν σε ορισμένα πράγματα διαφωνούσα μαζί του. Θαύμαζα την ευφυΐα του, την τόλμη του, την αποφασιστικότητά του, κυρίως, όμως, την ευρηματικότητά του. Είχε τη διορατικότητα, αλλά και το πρακτικό πνεύμα, να βλέπει πού υπήρχαν κενά, στο χώρο των τροφίμων και να κινείται άμεσα και αποτελεσματικά, βάζοντας στην πράξη μια νέα ιδέα. Έτσι, δεν είναι τυχαίο που πρώτος εκείνος στην Αυστραλία προσέφερε φρέσκο χυμό πορτοκαλιού ή αργότερα γέμισε τα ράφια των σουπερμάρκετ με έτοιμες σαλάτες και, στη συνέχεια, φρέσκες σούπες. Χωρίς να το αντιλαμβάνεται, ίσως, με δίδαξε να τολμώ».

Και κατά περίεργο, πραγματικά, τρόπο είναι η τόλμη αυτή που ώθησε τον Άνταμ, στα 17 του να «κάνει άλλα πράγματα». Να βγει έξω για να γνωρίσει και άλλους χώρους.

«Εργάστηκα εντατικά δύο χρόνια σε εστιατόρια, μπαρ και νάιτ κλαμπ. Μετά, έδωσα στον εαυτό μου 8 μήνες άδεια και ταξίδεψα στην Ευρώπη».

Ο Άνταμ έχει έναν αφάνταστα ελκυστικό τρόπο να ταξιδεύει στο χρόνο και να σε «παίρνει» μαζί του. Αβίαστα γίνεσαι συνταξιδιώτης του και απολαμβάνεις πραγματικά την πορεία.

Ο πιο συναρπαστικός σταθμός, αναμφίβολα, το χωριό του πατέρα του, τα Βαλιμήτικα Αιγίου, που τον κράτησαν κοντά τους δύο ολόκληρους μήνες. Ήταν ένα ταξίδι που, χωρίς να το υποψιάζεται τότε, θα του άνοιγε το δρόμο σε μια νέα κατάκτηση και μια πορεία που, χρόνια αργότερα, θα οδηγούσε σε χρυσά μετάλλια και θριαμβευτική είσοδο στο Victorian Manufacturing Hall of Fame.

Eκεί, στην ταβέρνα, κάτω από τα πυκνόφυλλα πλατάνια, έρχονταν να τον καλωσορίσουν οι άνθρωποι του χωριού και να του εκφράσουν την αγάπη τους και το θαυμασμό τους για τον πατέρα του. Ήταν ακριβώς στη δική του ηλικία όταν έφυγε από το χωριό.

Εκεί, ο Άνταμ θα γευτεί για πρώτη φορά το ντόπιο γιαούρτι και θα αιχμαλωτιστεί από τη γεύση του: «Γλυκό, κρεμώδες, δεν είχε καμία σχέση με το γιαούρτι της Αυστραλίας που ήξερα. Με κέρδισε από την πρώτη στιγμή και η επιθυμία να προσπαθήσω να δημιουργήσω κάτι που θα το πλησίαζε όσο το δυνατόν περισσότερο, δεν μ’ άφησε ποτέ. Ήταν θέμα χρόνου και ευκαιριών, πιστεύω» τονίζει σήμερα.

ΑΝΑΜΕΤΡΩΝΤΑΣ ΤΙΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΤΟΥ

Μέχρι τα 24 χρόνια του, ο Άνταμ εξακολούθησε να συνεργάζεται με τον πατέρα του, σε διάφορα πόστα. Από τον εξοπλισμό εργοστασίων μέχρι το μάρκετινγκ δίνοντας τον καλύτερο εαυτό του και αναμετρώντας τις δυνάμεις του.

Η επιθυμία, εντούτοις, να «σπάσει εκ νέου τα δεσμά», τον κυριεύει και η καλλιτεχνική φύση του κερδίζει συνεχώς έδαφος. Ανοίγει στούντιο γραφικών τεχνών και ο ίδιος γίνεται αυτοδίδακτος γραφίστας.

Ο Άνταμ Τάισεν

 

Γνωρίζει την επιτυχία στο χώρο για δύο ολόκληρα χρόνια, δεν αργεί όμως να γεννηθεί μέσα του η επιθυμία να βάλει σε πράξη ό,τι έμαθε όλα αυτά τα χρόνια στα εργοστάσια του πατέρα του.

«Πάντα τον θαύμαζα και τον εκτιμούσα αφάνταστα. Η επιθυμία, όμως, να δημιουργήσω κάτι δικό μου από την αρχή -όπως έκανε άλλωστε και ο ίδιος-, ήταν μια πρόκληση που, με την πάροδο του χρόνου, γινόταν όλο και πιο επιτακτική. Το 2003 αποφάσισα να μπω σ’ έναν νέο χώρο, αυτόν των γαλακτοκομικών. Τον Ιούλιο του ιδίου έτους γεννήθηκε το Procal Dairies».

Όλα αυτά ακούγονται πολύ απλά, ίσως γιατί ο τόνος είναι χαμηλός και η διάθεση ιδιαίτερα χαλαρή.

Στη συνέχεια, όμως, γίνομαι δέκτης πληροφοριών μιας από τις πιο απίστευτες ίσως περιπτώσεις αυτοδημιούργητου επιχειρηματία.

«Αγόρασα ένα φορτηγό αυτοκίνητο, σχεδίασα το πακέτο, νοίκιασα ένα μικρό γραφείο και έκανα τα πάντα. Ξεκινώντας 2 το πρωί, φόρτωνα ο ίδιος το όχημα και έκανα τη διανομή. Κρατούσα τους λογαριασμούς στο γραφείο, τις παραγγελίες, τις πληρωμές, τα πάντα. Θυμάμαι έλεγα στη σύζυγό μου “αν θέλεις να με δεις, έλα μαζί μου”. Έτσι κάθε Παρασκευή και Σάββατο πρόσεχε η πεθερά μου τα παιδιά και η γυναίκα μου ήταν μαζί μου στο φόρτωμα 2 το πρωί, στη διανομή και στις άλλες δουλειές μέχρι τις επτά το βράδυ. Πέρασε καιρός ώστε να μπορέσω να αγοράσω δεύτερο τρακ και τρίτο, πάντα, όμως, επέβλεπα τα πάντα και δίδασκα τους οδηγούς ο ίδιος τη δουλειά, από το φόρτωμα μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Πιστεύω ότι η ποιότητα του προϊόντος παίζει μεγάλο ρόλο, πρωταρχικό όμως παίζει η εξυπηρέτηση του πελάτη».

Η επιχείρηση σε δύο χρόνια μεγαλούργησε και το 2008 αποκτά τον σημερινό εντυπωσιακό υπερσύγχρονο χώρο της. Το 2014 «γεννιέται» το ελληνικό γιαούρτι Procal που σαρώνει τα βραβεία από το Dairy Industry Association of Australia, κάνοντας μάλιστα φέτος την είσοδό του στο Victorian Manufacturing Hall of Fame.

ΖΩΝΤΑΝΟ ΚΑΙ ΑΠΡΟΒΛΕΠΤΟ

Ο Άνταμ τονίζει ότι το να φτιάξεις γιαούρτι ακριβώς όπως το θέλεις και να είναι το ίδιο πάντοτε, είναι πολύ πιο δύσκολο από ό,τι πιστεύει κανείς: «Το γάλα πρώτα-πρώτα δεν είναι ποτέ το ίδιο. Το γιαούρτι είναι κάτι ζωντανό και απρόβλεπτο. Γι’ αυτό και η ομάδα μου βρίσκεται συνέχεια επί ποδός για οποιαδήποτε αλλαγή χρειαστεί, ώστε η γεύση να είναι πάντοτε η ίδια.

Τα καλά νέα, εντούτοις, είναι ότι το ελληνικό γιαούρτι Procal του Άνταμ κερδίζει συνεχώς έδαφος και μπαίνει παντού. Στα ράφια των σουπερμάρκετ, σε σχολεία, νοσοκομεία και χιλιάδες σπίτια βέβαια. Επίσης, ταξιδεύει στο εξωτερικό και λατρεύεται από τους Ασιάτες. Έχει εφορμήσει στο Dubai και κάνει πραγματική θραύση.

Από το μεγάλο στοίχημα που έχει θέσει στον εαυτό του ο Άνταμ είναι το αγαπημένο γιαούρτι που εμπνεύστηκε από τα Βαλιμήτικα Αιγίου να μη γνωρίζει σύνορα.

«Το θέλω παντού» λέει επιγραμματικά – και αυτό τα λέει όλα.

Δηλώνει απερίφραστα περήφανος για τις ελληνικές του ρίζες, η σχέση του με τη γλώσσα πολύ καλή, άριστη δε και άκρως εντυπωσιακή με το ζεϊμπέκικο.

Από μας, συγχαρητήρια για τα χρυσά μετάλλια Άνταμ και σε ανώτερα… αν υπάρχουν βέβαια!