Δεν είχα σκοπό να ασχοληθώ με τις δηλώσεις του Κώστα Καζάκου για την μετανάστευση. Δεν θεώρησα ότι αποτελεί ζήτημα σχολιασμού, ο καθένας έχει δικαίωμα να έχει όποια γνώμη θέλει. Επίσης έκρινα ότι θα ξεχαστεί γρήγορα, χαμένη στον ωκεανό δηλώσεων, απόψεων και άχρηστων πληροφοριών που πέφτει καθημερινά στον νερόμυλο της δημόσιας σφαίρας. Έκανα λάθος. Γιατί, αν κι έχουν περάσει τόσες μέρες, συνεχίζω να βλέπω αντιδράσεις, τόσο σε επίπεδο ΜΜΕ, όσο κυρίως, στις καθημερινές συνομιλίες. Δεν είναι τυχαίο ότι, με όσους έχει τύχει να επικοινωνήσω από την Ελλάδα τον τελευταίο καιρό – φίλους, συγγενείς, παλιούς συνεργάτες – το θέμα θα έρθει κάποια στιγμή στην συζήτηση. “Άκουσες τι είπε ο Καζάκος;”

Άκουσα. Συνεχίζω να μην καταλαβαίνω γιατί το θέμα έχει πάρει τέτοιες διαστάσεις. Ή μάλλον καταλαβαίνω. Από την μια, είναι τέτοια η φύση των ΜΜΕ, τόσο των παραδοσιακών, όσο και των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης, που δημιουργούν θέματα από το παραμικρό: η κάθε δήλωση επαναλαμβάνεται ad nauseam, δημιουργώντας έναν κύκλο συζήτησης που τελικά δεν αφορά την αρχική δήλωση. Από την άλλη, και ειδικά στην περίπτωση της Ελλάδας, κάθε δήλωση γίνεται η αφορμή να ξεσπάσει άλλη μία εμφύλια σύρραξη, αποδεικνύοντας τον βαθύ διχασμό της δημόσιας σφαίρας και την τοξικότητα που έχει διαβρώσει την χώρα.

Έτσι, ο Καζάκος δεν είναι ένας άνθρωπος του θεάτρου που εκφράζει μία γνώμη, αλλά ένας “αμετανόητος κομμουνιστής” και δη υποκριτής, καθ’ ότι διαθέτει περιουσία που του επιτρέπει εκ του ασφαλούς και αφ’ υψηλού να χαρακτηρίζει “προδότες”, όσους μετανάστευσαν από την Ελλάδα τα τελευταία χρόνια.

Κατ’ αρχάς, ψυχραιμία. Το αν ο Κώστας Καζάκος έβγαλε χρήματα από την συμμετοχή του σε εμπορικές ταινίες του παλιού ελληνικού κινηματογράφου ή ακόμη πιο δημοφιλείς επιτυχίες της ιδιωτικής τηλεόρασης, όπως ήταν η “Βέρα στο Δεξί” της Έλενας Ακρίτα, είναι απολύτως θεμιτό. Δεν τα έκλεψε από κανέναν και δεν τα χρωστά σε κανέναν και δεν χρειάζεται να απολογηθεί σε κανέναν. Ούτε φυσικά χρήζει αμφισβήτησης η πλούσια θεατρική του καριέρα, η οποία τον έχει τώρα οδηγήσει στην θέση του επικεφαλής του Δημοτικού Περιφερειακού Θεάτρου Πάτρας. Ο Κώστας Καζάκος είναι ένας από τους ηθοποιούς που μοιάζουν πλασμένοι για να υποδυθούν τον Οιδίποδα Τύραννο, τον Θείο Βάνια ή τον Βασιλιά Ληρ. Αλλά ακόμη και αν δεν είχε κάνει τίποτε από όλα αυτά, ακόμη και χωρίς τα “Διαμάντια και Μπλουζ” και το “Ποιος φοβάται την Βιρτζίνια Γουλφ”, ο Κώστας Καζάκος θα είχε και πάλι μία θέση στο πολιτιστικό πάνθεον της Ελλάδας για το “Μεγάλο μας Τσίρκο”, το οποίο θα έπρεπε να διδάσκεται στα σχολεία, στο μάθημα των Ελληνικών, της Ιστορίας και της Αγωγής του Πολίτη.

Όπως είπε και η Έλενα Ακρίτα, “Ήρεμα λίγο με τις δολοφονίες χαρακτήρων. Μια άκυρη κι ανόητη δήλωση την αντικρούουμε με επιχειρήματα”.

Ήταν όμως τόσο ‘άκυρη’ και ‘ανόητη’ η δήλωση; Έβαλα το βίντεο να την ακούσω προσεκτικά: «Ό,τι θέλει ο νέος πρέπει να το παλέψει και να αγωνιστεί να τα κερδίσει στον τόπο του, αλλιώς είναι ξένος! Φύγανε και πάνε και δουλεύουν για τις ξένες χώρες και ο τόπος τι θα γίνει; Αυτό είναι στην ουσία… προδοσία», είπε.

Στην συνέχεια, μετά τον ορυμαγδό των αντιδράσεων και την λυσσαλέα επίθεση που δέχθηκε, ανασκεύασε – αλλά όχι και πολύ: «Δεν είπα προδότες τους νέους που φεύγουν. Είπα προδότες αυτούς που τους οδήγησαν σε αυτή την κατάσταση που επικρατεί στη χώρα, με αποτέλεσμα να φύγουν», δήλωσε.

«Πως λέγεται αυτό το φαινόμενο; Εξανδραποδισμός δεν λέγεται; Όταν οι στατιστικές της Ευρώπης λένε ότι 500.000 νέοι επιστήμονες έχουν φύγει για μεροκάματο στην Ευρώπη και έχουν κοστίσει στην Ελλάδα 12 δις ευρώ και οι χώρες υποδοχής έχουν επωφεληθεί με 65 δις ευρώ, αυτό δεν είναι εξανδραποδισμός για τον τόπο; Οι νέοι πρέπει να μένουν και να αγωνίζονται στον τόπο τους», τόνισε.

Δεν είναι η πρώτη φορά που κάνει κάποια τέτοια δήλωση ο Κώστας Καζάκος. Μια πρόχειρη αναζήτηση στο YouTube βρίσκει μία παλιότερη συνέντευξή του, από το 2013, στον δημοσιογράφο Μανώλη Κοττάκη, ο οποίος τον κουρδίζει: “Μου έκανε εντύπωση που πρόσφατα μιλήσατε για ‘λιποταξία των νέων’ που σηκώνονται και φεύγουν στο εξωτερικό”. Ο ηθοποιός αντιδρά με μία επίδειξη δραματικής υπερβολής, βγάζοντας ένα βογγητό και φέρνοντας το χέρι στο συνοφρυωμένο του πρόσωπο. “Πονάει πολύ αυτό”, απαντά και κάνει λόγο για παρακμή, για κατάπτωση για τον ανθό της Ελλάδας που έφευγε πάντα κάτω από κατοχές και άλλες περιστάσεις. Ο δημοσιογράφος επιμένει και ρωτάει γιατί είναι λιποτάκτες αυτοί που τους σπρώχνει η χώρα τους στην ανεργία και την αναζήτηση καλυτερης τύχης αλλού, για να λάβει την απάντηση: “Σε σπρώχνει η χώρα σου; Τι είναι η χώρα σου; Οι τραπεζίτες; Οι εργολάβοι; Οι μεγαλοβιομήχανοι; Αυτοί είναι η χώρα σου; Την χώρα σου πρέπει να την υπερασπίζεσαι”.

Από αυτούς να την υπερασπίζεσαι, εννοεί ο – σταθερά κομμουνιστής – θεατράνθρωπος. Γιατί αυτό που αγνοούν οι εκ δεξιών επικριτές του, είναι ότι πέρα από τον αγνό πατριωτισμό που επικαλείται, ο Καζάκος έχει στη σκέψη του και τον συνεχή κοινωνικό αγώνα, εναντίον των υπευθύνων για την συντριβή των κατώτερων τάξεων.

Αυτή είναι η μάχη και σ’ αυτό το πεδίο κρίνονται οι πολεμιστές και οι λιποτάκτες.

Προσωπικά, δεν έχω κανένα πρόβλημα να παραδεχθώ ότι λιποτάκτησα. Όταν ένιωσα τον κλοιό γύρω μου να στενεύει – και δεν εννοώ μόνο τον προσωπικό κλοιό των περιορισμένων οικονομικών πόρων, αλλά την προοπτική διαβίωσης σε ένα όλο και περισσότερο δυσοίωνο περιβάλλον, με έναν κοινωνικό ιστό που ξηλώνεται καθημερινά – ένιωσα ότι βρίσκομαι σε ένα δίλημμα: από την μία η μετανάστευση, σε μία χώρα που δεν είναι παράδεισος, δεν είναι εύκολη, αλλά όπου υπάρχει ένα πλαίσιο, υπάρχουν προοπτικές – και από την άλλη; Από την άλλη έβλεπα μόνο μία προοπτική: τα οδοφράγματα. Είμαι μεγάλος για οδοφράγματα. Επίσης δεν έχω καμία εμπειρία σε κοινωνικούς αγώνες. Και για να το ολοκληρώσω, ομολογώ ότι, όταν εκδηλώθηκε η κρίση, ανήκα σ’ εκείνους που θεώρησαν ότι επιτέλους το πάρτι τέλειωσε και θα μπορέσει η Ελλάδα να συμμαζευτεί. Λοιδορούσα τους “αγανακτισμένους” που φώναζαν στην πλατεία Συντάγματος. Με τωρινούς όρους, με έλεγες και “φιλελέ”. Ακόμη και όταν, όψιμα, κατάλαβα ότι η “Συνταγή εξόδου από την κρίση”, τα “μέτρα αποφυγής της χρεοκοπίας”, όχι μόνο δεν εξασφάλιζαν καμία σωτηρία της Ελλάδας, αντιθέτως ήταν ο σίγουρος δρόμος για την μεγαλύτερη καταβύθισή της – κάτι που φάνηκε τόσο κατά την διακυβέρνηση Σαμαρά, όσο και τώρα – δεν ήμουν έτοιμος για οδοφράγματα. Είχα και παιδιά να σκεφτώ. Προτίμησα την μετανάστευση.

Με κάνει αυτό προδότη της χώρας μου; Δεν ξέρω. Και δεν με απασχολεί. Γιατί δεν αναγνωρίζω πια την χώρα μου. Η Ελλάδα ήταν πάντα ένα περίεργο κράτος, από την εποχή της ίδρυσής του. Στους πολίτες της, έδινε πάντα δύο επιλογές: είτε να είναι συνένοχοι, είτε εχθροί. Τα χρόνια της κρίσης, η εχθρότητα προς τους πολίτες εκφράζεται με κάθε τρόπο: με τις περικοπές μισθών και συντάξεων, με μία παράλογη φορολόγηση, με την ασφυξία στην αγορά, με την ταυτόχρονη, συστηματική και άδικη κατασυκοφάντηση των δημοσίων υπαλλήλων, με την εξαθλίωση της δημόσιας υγείας. Ο Βασίλης Ραφαηλίδης έλεγε ότι προδοσία είναι να μην πληρώνεις φόρους. Οι περισσότεροι Έλληνες πληρώνουν – γιατί δεν μπορούν να κάνουν και αλλιώς. Η πλειοψηφία είναι υπάλληλοι, δημόσιοι ή ιδιωτικοί, που δεν μπορούν να κρύψουν εισοδήματα. Λίγοι είναι αυτοί που τα κρύβουν και αφήνουν τους πολλούς να πληρώοσυν τον λογαριασμό και να σηκώνουν το βάρος της κρίσης, να δέχονται τα χτυπήματα, το ένα πίσω από το άλλο, που έχουν συνθλίψει την μεσαία τάξη και έχουν κανονικοποιήσει την περαιτέρω περιθωριοποίηση των κατώτερων στρωμάτων. Όπως μού είπε και μία φίλη, τα πάντα θυμίζουν την περίπτωση της γυναίκας που την κακοποιεί ο άντρας της κι εκείνη μένει κοντά του, ελπίζοντας ότι θα αλλάξει. Όχι. Όταν σε κακοποιεί κάποιος, φεύγεις. Όσο για το τι είναι η Ελλάδα, συμφωνώ με τον Καζάκο. Η Ελλάδα δεν είναι ούτε οι τραπεζίτες, ούτε οι εργολάβοι, ούτε το μεγάλο κεφάλαιο, ούτε όσοι εκμεταλλεύονται τους μισθούς πείνας και την κατάρρευση των εργασιακών δικαιωμάτων. Το θέμα είναι να το καταλάβει αυτό και η ίδια η χώρα.