ΤΙ κάθεσαι σε τούτη τη χώρα και σαπίζεις και στο χωριό σου δεν ξαναγυρίζεις…

Η πιο πάνω ερώτηση –προς τον εαυτό μου– έρχεται και επανέρχεται στο μυαλό μου…

ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ κάθε χρόνο τέτοια εποχή, που συνάδελφοι, φίλοι και γνωστοί, είτε έφυγαν σαν τα αποδημητικά πτηνά είτε ετοιμάζονται να φύγουν για την Ελλάδα…

ΕΤΣΙ, όπου και αν πάω, όπου και αν σταθώ, τούτο το χειμωνιάτικο καιρό, όλο και κάποιος θα βρεθεί για να μου πει, ότι όπου να ‘ναι φεύγει…

ΚΑΙ εγώ, αντί να απαντήσω, κάθομαι και σκέπτομαι, ότι πέρυσι τέτοιο καιρό είχα κλείσει δύο μήνες στην πατρίδα και είχα «ρεζέρβα» και άλλους τέσσερις…

ΚΑΙ όσο με βλέπουν απόμακρο και σκεπτικό, επαναλαμβάνουν την ίδια βασανιστική ερώτηση: «Πότε φεύγεις;»…

Η ίδια συζήτηση ήλθε πάλι στο προσκήνιο το περασμένο Σάββατο και ο καθένας με τη σειρά του ανακοίνωνε τα καλοκαιρινά του σχέδια…

ΕΝΑΣ από αυτούς, μάλιστα, που αναχωρεί σε λίγες μέρες, έστειλε από το κινητό του και μια φωτογραφία που πίναμε καφέ, σε έναν άλλο φίλο της συνηθισμένης παρέας, που έφυγε πριν καμιά δεκαριά μέρες…

Ο άλλος, απάντησε ότι «μας περιμένει» και η κουβέντα μεταξύ των αναχωρητών συνεχίστηκε…

ΚΑΙ όσο αυτοί μιλούσαν, τόσο εγώ που θα μείνω πίσω, τουλάχιστον για ένα ακόμα τρίμηνο, «τα έπαιρνα στο κρανίο»…

ΔΕΝ είναι και λίγο πράγμα να συνειδητοποιείς ότι χάνεις ένα ακόμα καλοκαίρι, που τίποτα δεν μπορεί να το αναπληρώσει, μιας και κανείς δεν μπορεί να γυρίσει πίσω τον χαμένο χρόνο…

ΕΤΣΙ, ο μόνος τρόπος που απομένει να ξανακερδηθεί ο χαμένος χρόνος –και αυτό το καλοκαίρι– είναι αυτός που επινόησε ο μεγάλος αναζητητής του: οι αναμνήσεις…

ΚΑΙ ο αναζητητής που έκανε την ανάκληση των αναμνήσεων τέχνη, δεν είναι άλλος από τον Μαρσέλ Προυστ, που έγραψε το «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο», που κατά τη γνώμη μου συγκαταλέγεται στην πρώτη τριάδα των κορυφαίων βιβλίων της παγκόσμιας λογοτεχνίας…

ΤΟ βιβλίο, αρχίζει όταν ο μεγάλος Γάλλος συγγραφέας –που γεννήθηκε το 1871 και πέθανε το 1922– βούτηξε ένα μπισκότο που έτρωγε μέσα στο φλιτζάνι με τσάι…

Η γεύση του μπισκότου και η μυρωδιά του τσαγιού, πυροδότησαν τον μηχανισμό των αναμνήσεών του, που άρχισαν από τα παιδικά του χρόνια και συνεχίστηκαν τις δεκαετίες που ακολούθησαν…

ΟΙ αναμνήσεις αυτές, στάθηκαν αφορμή, όχι μόνο να ξανακερδίσει το χαμένο χρόνο ο συγγραφέας, αλλά να μας αφήσει κληρονομιά και ένα λογοτεχνικό αριστούργημα 2.500 σελίδων…

Η «συνταγή» του Προυστ συνοψίζεται στο ότι η ανάκληση των αναμνήσεων σου δίνει την ευκαιρία να «ξαναδείς» τους ανθρώπους και τον τότε κόσμο και από μια άλλη οπτική γωνιά…

ΓΙΑΤΙ, όπως έλεγε και ο ίδιος, το ταξίδι της ανακάλυψης δεν σημαίνει να ψάχνεις για καινούργια μέρη, αλλά να έχεις καινούργια μάτια…

ΚΑΙ επειδή τα χρόνια περνούν και έρχεται γρήγορα η στιγμή που δεν υπάρχει πια τίποτε να περιμένουμε, οι μόνοι αληθινοί παράδεισοι είναι οι παράδεισοι που έχουν χαθεί…

ΕΝΑΣ τέτοιος παράδεισος, που πλέον δεν υπάρχει, είναι αυτός των παιδικών μας χρόνων…

ΤΟ μόνο ανθεκτικό καταφύγιο που τον προφυλάσσει από τους ανηλεείς «βομβαρδισμούς» της καθημερινότητας, είναι το blue print του ψυχισμού μας…

ΤΟΝ αρχικό «κατασκευαστικό» κώδικα της ύπαρξής μας εννοώ, πάνω στον οποίο έχει θεμελιωθεί η συναισθηματική και ψυχολογική μας εξέλιξη που οριοθετεί και ερμηνεύει ο καθένας εξ ημών τον δικό του κόσμο…

ΑΥΤΟΣ είναι και λόγος που οι παιδικές αναμνήσεις, είναι το τελευταίο οχυρό που καταλαμβάνει ο πιο επικίνδυνος και ισοπεδωτικός εχθρός της μνήμης: το Αλτσχάιμερ…

ΟΠΩΣ είναι επίσης και ο σημαντικότερος λόγος, που οι περισσότεροι από εμάς ακολουθώντας την εσωτερική βιολογική μας πυξίδα επισκεπτόμαστε όσο συχνότερα μπορούμε την Ελλάδα…

ΤΟΝ τόπο, δηλαδή, που γεννηθήκαμε και είδαμε για πρώτη φορά τον ήλιο. Τον τόπο που πρωτοπερπατήσαμε, μιλήσαμε και γνωρίσαμε τον κόσμο που άρχιζε και τελείωνε έως εκεί που βλέπαμε…

ΤΗΡΟΥΜΕΝΩΝ των αναλογιών, κάνουμε και εμείς ό,τι κάνουν οι φάλαινες, οι χελώνες, τα χέλια και τόσα άλλα είδη που, ακολουθώντας τη βιολογική τους πυξίδα, διανύουν χιλιάδες χιλιόμετρα για να γεννήσουν στον τόπο που γεννήθηκαν…

ΕΧΕΙ τους λόγους της η φύση που τα προίκισε με την αλάθητη αυτή πυξίδα, όπως έχουμε και εμείς του λόγους μας (έστω και ανεξήγητους) που θέλουμε να γυρίζουμε στην πατρίδα μας και το χωριό μας…

ΟΛΑ τα πιο πάνω τα έγραψα, αναζητώντας και εγώ μια παρηγοριά, στο καλοκαίρι που έχασα…

ΑΝ προς στιγμή με ανακουφίζει κάτι, είναι ότι προγραμματίζω να πάω στην πατρίδα σε ένα τρίμηνο –και θεού θέλοντος– να με βρει εκεί και το επόμενο καλοκαίρι…

ΓΙΑ την ώρα, θα παραμείνω στην κρύα και πληκτική Μελβούρνη μόνος, διαβάζοντας κανένα βιβλίο και βλέποντας παλιές ασπρόμαυρες ελληνικές ταινίες…

ΑΔΥΝΑΜΙΑ έχω στις ταινίες της δεκαετίας του 1950 και όταν «κλέβω» λίγο χρόνο από το θεό, ρίχνω καμιά ματιά και στις ταινίες της δεκαετίας του ’60…

ΚΑΙ κυνηγώ τις ταινίες της δεκαετίας του ’50, γιατί μου θυμίζουν πώς ήταν η χώρα και οι άνθρωποι, όταν άρχισα να μεγαλώνω και να καλοκαταλαβαίνω τον κόσμο γύρω μου…

ΟΙ ταινίες αυτές με στέλνουν 50 και 60 χρόνια πίσω, σε έναν κόσμο που δεν υπάρχει πια, αφού οι περισσότεροι που πρωταγωνιστούν σε αυτές και σαν παιδιά έχουν ήδη πεθάνει εδώ και κάτι χρόνια…

ΠΡΙΝ λίγες μέρες, έβλεπα μια ταινία που λίγο πριν τελειώσει, έδειχνε τους πρωταγωνιστές να διασκεδάζουν σε ένα κέντρο όπου τραγουδούσε ο Στέλιος Καζαντζίδης, στα πρώτα βήματά του, όταν ακόμα ήταν νέος…

ΜΕ το που τελείωσε η ταινία, θυμήθηκα και την εξής ιστορία από την εποχή εκείνη…

ΗΤΑΝ Ιούνιος του 1960 αν δεν κάνω λάθος, όταν μαζί με τρις άλλους συμμαθητές μου από το ορφανοτροφείο, κάναμε κοπάνα ένα βράδυ για να παρακολουθήσουμε τις εκδηλώσεις που γίνονταν επ’ ευκαιρία της Ναυτικής Εβδομάδας…

ΣΤΟ ορφανοτροφείο επιστρέψαμε λίγο πριν τα μεσάνυχτα, αλλά για κακή μας τύχη βρήκαμε κλειδωμένη την πόρτα από την οποία την είχαμε κοπανήσει και δεν μπορούσαμε να μπούμε μέσα…

ΨΑΧΝΟΝΤΑΣ να βρούμε τι θα κάνουμε άυπνοι μέχρι να ξημερώσει, κάποιος έριξε την ιδέα να πάμε σε ένα μαγαζί στις Τζιτζιφιές να ακούσουμε τον Στέλιο Καζαντζίδη που τραγουδούσε εκεί…

ΕΠΕΙΔΗ είμαστε 12 χρόνων και τα λεφτά που είχαμε δεν έφταναν ούτε κερί να ανάψουμε, εννοείται ότι θα καθόμασταν έξω από το μαγαζί να τον ακούσουμε…

ΕΤΣΙ και κάναμε. Φτάσαμε στις Τζιτζιφιές μετά από περπάτημα μιας ώρας (και βάλε…) και την αράξαμε έξω από το μαγαζί να ακούσουμε τον Στελάρα που μόλις και ακουγόταν…

ΟΤΑΝ πήραμε τον δρόμο της επιστροφής μόλις είχε αρχίσει να χαράζει και μέχρι να φτάσουμε στο ορφανοτροφείο είχε ξημερώσει για τα καλά…

ΠΑΡ’ ΟΛΑ αυτά, η πόρτα, όχι μόνο παρέμενε κλειστή, αλλά μόλις άνοιξε μας παρέμενε από μέσα ένας παιδονόμος, ο οποίος μας οδήγησε κατευθείαν στο γραφείο του διευθυντή και μας είπε να τον περιμένουμε…

ΤΟ τι έγινε όταν ήλθε ο διευθυντής, είναι μια άλλη ιστορία που τελείωσε στο πειθαρχείο και άλλες τιμωρίες που για μένα είχαν ως αποτέλεσμα να με αφήσουν να φύγω για το χωριό μου μια βδομάδα αργότερα…