Όσοι γινούν πρωθυπουργοί

όλοι τους θα πεθάνουν

τους κυνηγάει ο λαός

απ’ τα καλά που κάνουν…

(Μάρκος Βαμβακάρης, 1936)

Στην πρόσφατη κηδεία του τέως πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, για πολλοστή φορά γίναμε μάρτυρες ενός κακόγουστου πλέον φαινομένου-σίριαλ το οποίο – στους χαλεπούς καιρούς που ζει η Ελλάδα – τείνει να λάβει νοσηρές διαστάσεις. Πρόκειται για το φαινόμενο «Μνήμη Δικαίου μετ’ εγκωμίων». Μια τελετουργία, τη διεκπεραίωση της οποίας αναλαμβάνουν εργολαβικά, με επαγγελματική ευσυνειδησία διάφοροι ρήτορες. Απώτερος σκοπός: δια των επικηδείων να τιμηθεί – υποτίθεται – η μνήμη του μεταστάντος. Λέω «σίριαλ» διότι κάθε τόσο γινόμαστε, εκόντες άκοντες, θεατές του ίδιου απαράλλακτου και ανιαρού έργου – αν και με διαφορετικούς πρωταγωνιστές κάθε φορά. Την παράσταση αναλαμβάνουν να εξωραΐσουν με επαγγελματική δυνότητα (κι ευτυχώς αφιλοκερδώς) κάποιοι επιλεγμένοι ομιλητές. (Περίπου κάτι αντίστοιχο με τις μοιρολογίστρες παλαιοτέρων εποχών οι οποίες – εν αντιθέσει με τους ομιλητές και πάντα με το αζημίωτο – αναλάμβαναν να δώσουν τα ρέστα τους στην περφόρμανς θρηνωδίας, προκειμένου να παρουσιάσουν ένα άψογο show σπαραξικάρδιου αποχαιρετισμού του εκδημήσαντος, εντυπωσιάζοντας και συγκινώντας τους τεθλιμμένους). Το ίδιο συνέβη στις κηδείες προγενέστερων πολιτικών ηγετών. Το ίδιο κι απαράλλακτο θέατρο του παραλόγου θα παρακολουθήσουμε στις κηδείες των μεταγενέστερων. Κάποιους ανιαρούς ρήτορες να διαγκωνίζονται πλειοδοτώντας με λαϊκίστικες κορώνες και υπερθεματίζοντας σε «λιβανίσματα» (κυριολεκτικά και μεταφορικά) για το πόσο σπουδαία προσωπικότητα υπήρξε ο εκλιπών. Αδιαφορώντας με προκλητική ασέβεια στα ιερά λόγια (που μάλλον τα θεωρών ψιλά γράμματα…) που προηγήθησαν: «Πού έστιν η του κόσμου προσπάθεια; Πού έστιν η των προσκαίρων φαντασία; Πού έστιν ο χρυσός και ο άργυρος; Πού έστιν των ικετών η πλημμύρα και ο θόρυβος; Πάντα κόνις, πάντα τέφρα, πάντα σκιά. […] Άρα τις έστι, βασιλεύς ή στρατιώτης, ή πλούσιος ή πένης, ή δίκαιος ή αμαρτωλός;».

Σκοπός αυτού του άρθρου δεν είναι η οποιαδήποτε αποτίμηση του βίου και της πολιτείας του προαναφερθέντος τέως πρωθυπουργού. Επ’ αυτών θα αποφανθεί ο ιστορικός του μέλλοντος και ο πανδαμάτωρ χρόνος, δηλαδή η ίδια η Ιστορία. Διόλου οι βιαστικοί επικηδειολόγοι με τη «φτήνια και μακρηγορία των χωρίς αντίκρισμα [λόγων τους]», για να δανειστώ μια καίρια διατύπωση του Οδυσσέα Ελύτη, αναφορικά με τους λόγους των πολιτικών αρχηγών (βλ. «Τα δημόσια και τα ιδιωτικά», εκδ. Ίκαρος, 1990, σ. 33). Ωστόσο, αφορμώμενος από την πρόσφατη κηδεία του τελευταίου, και ανακαλώντας στη μνήμη τους ίδιους επικήδειους προγενέστερων πρωθυπουργών μας, αναπόφευκτα περιέπεσα στον πειρασμό να εκφράσω τον εξής προβληματισμό μου: Αν όλοι αυτοί οι εκδημήσαντες «πατέρες του έθνους», από την ανεξαρτησία της Ελλάδας έως σήμερα, υπήρξαν όντως τόσο μεγάλες και μοναδικές πολιτικές φυσιογνωμίες όσο γενναιόδωρα περιγράφονται στους καλά ενορχηστρωμένους επικηδείους τους («statesmen, μεγάλοι εθνικοί ηγέτες, οραματιστές πρωτοπόροι, ενάρετοι, αγωνιστές, πατριώτες, άξιοι, κτλ») τότε προκύπτει ένα εύλογο και αναπάντητο ερώτημα: Πώς και γιατί η δύσμοιρη χώρα μας κατάφερε να χρεοκοπήσει για πολλοστή φορά και να ξεπέσει από κάθε άποψη: οικονομικά, πολιτικά, κοινωνικά, πολιτισμικά, ηθικά, κτλ); Τις πταίει που έπιασε κυριολεκτικά πάτο; Γιατί για να φτάσει εδώ που έφτασε (στο απόλυτο τέλμα, στην οδό Αβύσσου, ώρα μηδέν) σίγουρα κάποιοι ευθύνονται. Προφανώς και δεν φταίει ο γιαλός που ήταν… στραβός, αλλά οι ίδιοι οι «καπετάνιοι» που στραβά αρμένιζαν το σκάφος, ρίχνοντάς το πάνω στά βράχια!

Την αληθινή απάντηση για την «ταμπακέρα» (δηλαδή την πραγματική αξία των κυβερνητών της Ελλάδας) αποφεύγουν, με περισσή υποκρισία, να τη δώσουν οι διάφοροι γραφικοί επικηδειολόγοι, για προφανείς λόγους. Ευτυχώς όμως που την έδωσε πριν 121 χρόνια μια απ’ τις μεγαλύτερες και πιο σεβάσμιες μορφές των ελληνικών γραμμάτων. Ο μέγιστος διηγηματογράφος μας Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1851-1911) σε κείμενό του που δημοσίευσε το 1896. (Μου το έστειλε με email στις 2.7.2015 ο φίλος ποιητής και συγγραφέας Γιώργος Βέης από την Τζακάρτα όπου υπηρετούσε ως πρέσβης, παραμονές της αναχώρησής του για το Παρίσι, προκειμένου να αναλάβει νέα καθήκοντα ως πρέσβης της Ελλάδας στην UNESCO. Με την εξής σημείωση: «Αξίζει πραγματικά, από τον μεγάλο Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Σα να ζει μαζί μας σήμερα…»). Το μνημειώδες και διαχρονικά επίκαιρο αυτό κείμενο φέρει τον τίτλο «Τις ημύνθη περί πάτρης;» και το παραθέτω προς επίρρωσιν των παραπάνω ισχυρισμών μου:

«Και τι πταίει η γλαυξ, η θρηνούσα επί ερειπίων; Πταίουν οι πλάσαντες τα ερείπια. Και τα ερείπια τα έπλασαν οι ανίκανοι κυβερνήται της Ελλάδος.

Αυτοί οι πολιτικοί, αυτοί οι βουλεπταί, εκατάστρεψαν το έθνος, ανάθεμά τους. Κάψιμο θέλουν όλοι τους! Τότε σ’ εξεθέωναν οι προεστοί κ’ οι ‘γυφτοχαρατζήδες’, τώρα σε ‘αθεώνουν’ οι βουλευταί κ’ οι δήμαρχοι. Αυτοί που είχαν το λύειν και το δεσμείν εις τα δύο κόμματα, τους έταζαν ‘φούρνους με καρβέλια’, δώσαντες αυτοίς ουχί πλείονας των είκοσι δραχμών μετρητά, απέναντι, καθώς τους είπαν, και παρακινήσαντες αυτούς να εξοδεύσουν κι απ’ τη σακκούλα τους όσα θέλουν άφοβα, διότι θα πληρωθούν μέχρι λεπτού, σύμφωνα με τον λογαριασμόν, ον ήθελαν παρουσιάσουν.

Το τέρας το καλούμενον επιφανής τρέφει τη φυγοπονίαν, την θεσιθηρίαν, τον τραμπουκισμόν, τον κουτσαβακισμόν, την εις τους νόμους απείθειαν. Πλάττει αυλήν εξ αχρήστων ανθρώπων, στοιχείων φθοροποιών τα οποία τον περιστοιχίζουσι, παρασίτων τα οποία αποζώσιν εξ αυτού. Μεταξύ δύο αντιπάλων μετερχομένων την αυτήν διαφθορά, θα επιτύχει εκείνος όστις ευπρεπέστερον φορεί το προσωπείον κ’ επιδεξιώτερον τον κόθορνον.

Άμυνα περί πάτρης θα ήτο η ευσυνείδητος λειτουργία των θεσμών, η εθνική αγωγή, η χρηστή διοίκησις, η καταπολέμησις του ξένου υλισμού και πιθηκισμού, του διαφθείροντος το φρόνημα και εκφυλίσαντος σήμερον το έθνος, και η πρόληψις της χρεοκοπίας» (εφ. «Ακρόπολις», 1896).

Κείμενα σαν κι αυτό οφείλουν να έχουν υπόψη τους οι επιπόλαιοι ρήτορες των δεκάρικων (επικηδείων) και βιαστικοί τιμητές των μεταστάντων πριν αναλάβουν με αυταρέσκεια το άχαρο έργο της ματαιόδοξης κενολογίας τους. Αυτοί όμως περί άλλα τυρβάζουν, καθώς ζουν στη «μυθική χώρα της άστοχης προσδοκίας» επιμένοντας στις «Κουβέντες χωρίς περιεχόμενο, / [στις] αναλύσεις σπάνιας ανακρίβειας, / μεστού παραλογισμού» – για να χρησιμοποιήσω τους καίριους στίχους από την πρόσφατη συλλογή «Siste Viator» («Σταμάτα ταξιδιώτη») του νέου, φέρελπι ποιητή Βασίλη Στεφανή. Διότι εάν διέθεταν ψήγματα αυτογνωσίας δεν θα εξέθεταν εαυτούς και αλλήλους – δηλαδή, τους κεκοιμημένους τους οποίους υποτίθεται ότι πασχίζουν να τιμήσουν και δικαιώσουν, ενώ ουσιαστικά τους ευτελίζουν με την ανέξοδη και αβασάνιστη λογοδιάρροιά τους. Πολύ περισσότερο εάν γνώριζαν τη σοφή ρήση του κλασικού Αμερικανού συγγραφέα Μαρκ Τουέιν: «Είναι καλύτερα να αξίζεις τις τιμές και να μην τις έχεις, παρά να τις έχεις και να μην τις αξίζεις». Διότι στην πιο ιερή στιγμή «ακόμη και η σιωπή πολλές φορές είναι πιο πολύτιμη σε σχέση με μια «ψευδοδραστηριότητα» (των ανούσιων επικηδείων) όπως επισημαίνει ο Σλοβάκος διανοητής Σλάβοϊ Ζίζεκ. Πολύ περισσότερο δεν θα διανοούνταν να κάνουν λόγο περί «πατριωτισμού» των τεθνεόντων, αν είχαν μελετήσει κατ’ ελάχιστον τον επιφανή λόγιο Σάμιουελ Τζόνσον, ο οποίος ισχυρίζεται ότι «ο πατριωτισμός είναι το τελευταίο καταφύγιο των απατεώνων»!

Δυστυχώς όμως οι εκάστοτε επικηδειολόγοι τυγχάνει να είναι ή να υπήρξαν, κατά κανόνα, οι ίδιοι (εξ επαγγέλματος) πολιτικοί. Συνεπώς θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να αποφύγουν την πεπατημένη. Πρώτον, διότι έχουν την ψευδαίσθηση πως «επικήδειος είναι λόγια πάνω από τον τάφο που δείχνουν πως οι αρετές που αποκτώνται πεθαίνοντας έχουν αναδρομική ισχύ», όπως ισχυρίζεται ο Αμερικανός συγγραφέας Ambrose Bierce. Δεύτερον και σημαντικότερο, διότι «η πολιτική γλώσσα είναι σχεδιασμένη για να κάνει τα ψέματα να ακούγονται αληθινά και να δίνει μια επίφαση σταθερότητας σε ό,τι δεν είναι παρά αέρας κοπανιστός», καθώς επισημαίνει ο θρυλικός συγγραφέας Τζορτζ Όργουελ. Δηλαδή οι άνθρωποι αυτοί είναι τόσο πολύ εθισμένοι και εξαχρειωμένοι με το ψέμα που, ακόμη και στην πιο ιερή στιγμή της εξόδιου ακολουθίας, ενώπιον Θεού και ανθρώπων, διακατέχονται από την (ψευδ)αίσθηση ότι λένε μόνο μεγάλες, απλές και καθαρές αλήθειες για τον νεκρό! Χωρίς να συνειδητοποιούν (μέσα στον οίστρο της αμετροεπούς, κούφιας ρητορικής τους) ότι «η απλή και καθαρή αλήθεια σπάνια είναι καθαρή και ποτέ απλή», για να θυμηθούμε τον θρυλικό Όσκαρ Ουάιλντ.

Εν κατακλείδι: Τούτων δοθέντων, δεν είναι διόλου περίεργο που όποτε συμβαίνει να παρακολουθήσω την κηδεία κάποιου μεγαλόσχημου (κυρίως πολιτικού ηγέτη) αυθόρμητα ανακαλώ έντονα στη μνήμη τους τόσο εύστοχους και πάντα επίκαιρους στίχους του σεμνού ανθρώπου και σημαντικότατου μεταπολεμικού μας ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη, καθώς συνοψίζουν με τον ιδανικότερο τρόπο τους παραπάνω προβληματισμούς μου. Είναι από το έξοχο ποίημά του «Επιτύμβιον». Προσέξτε το:

«Πέθανες – κι έγινες και συ: ο καλός. / Ο λαμπρός άνθρωπος, ο οικογενειάρχης, ο πα- / τριώτης. / Τριάντα έξι στέφανα σε συνοδέψανε, τρεις λόγοι / αντιπροέδρων, / Εφτά ψηφίσματα για τις υπέροχες υπηρεσίες που / προσέφερες. // Α, ρε Λαυρέντη, εγώ που μόνο το ‘ξερα τι κάθαρ- / μα ήσουν, / Τι κάλπικος παράς, μια ολόκληρη ζωή μέσα στο / ψέμα / Κοιμού εν ειρήνη δε θα ‘ρθω την ησυχία σου να / ταράξω. / (Εγώ, μια ολόκληρη ζωή μες στη σιωπή θα την / εξαγοράσω / Πολύ ακριβά κι όχι με τίμημα το θλιβερό σου το / σαρκίο.) / Κοιμού εν ειρήνη. Ως ήσουν πάντα στη ζωή: ο / καλός, / Ο λαμπρός άνθρωπος, ο οικογενειάρχης, ο πα- / τριώτης. // Δε θα ‘σαι ο πρώτος ούτε δα κι ο τελευταίος». (Μανόλη Αναγνωστάκη, «Τα Ποιήματα 1941-1971», εκδ. Πλειάς, Αθήνα 1975, σ. 156).

*Ο Γιάννης Βασιλακάκος είναι πανεπιστημιακός (διδάκτωρ Νεοελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Μελβούρνης) και συγγραφέας. Το τελευταίο του βιβλίο τιτλοφορείται: «Τα Αμαρτύρητα: Σχέδιο Βιογραφίας του Βασίλη Βασιλικού» (εκδ. Οδός Πανός, Αθήνα 2016).