«Μπορούμε να αρχίσουμε την μικρή μας επανάσταση από τον πυρήνα της ομογένειας»

O Γιάννης Βούρος βρίσκεται στην Μελβούρνη και μοιράζεται τις σκέψεις του για το θέατρο, την τέχνη, την πολιτική και την απόγνωση της Ελλάδας

Όταν αποχαιρέτησα τον Γιάννη Βούρο, μετά την επίσκεψή του στα γραφεία της εφημερίδας, ένας από τους συναδέλφους γύρισε και με ρώτησε: “ποιος είναι αυτός;”

Ξαφνιάστηκα. Δεν ήξερα τι να απαντήσω. Γιατί για μας που μεγαλώσαμε στην Ελλάδα και βρεθήκαμε στην Αυστραλία τα τελευταία χρόνια, ο Γιάννης Βούρος είναι ένα μάλλον οικείο πρόσωπο, μία από τις σταθερές -και συνεπέστερες- μορφές της θεατρικής Αθήνας. Έχοντας διανύσει πολλά χιλιόμετρα στο θεατρικό σανίδι ως ηθοποιός, αλλά και σκηνοθέτης και παραγωγός, αν μη τι άλλο, δεν έχει φοβηθεί ποτέ τις προκλήσεις: κάπως έτσι κατέβηκε στις εκλογές με το ΠΑΣΟΚ και βρέθηκε στο ελληνικό κοινοβούλιο την πιο κρίσιμη εποχή της Ελλάδας – την περίοδο 2009-2012, όταν ξέσπασε η κρίση, έτσι ανέλαβε το τιμόνι του δεύτερου μεγαλύτερου θεατρικού οργανισμού της χώρας, ως Διευθυντής του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδας, έτσι βρέθηκε και στην Αυστραλία, κάνοντας συναντήσεις με πολιτιστικούς φορείς και επιφανείς προσωπικότητες της παροικίας. Κάπως έτσι, βρέθηκε και στα γραφεία του ‘Νέου Κόσμου’, για μια συζήτηση με αφετηρία μία πολύ απλή, αυτονόητη ερώτηση: “Τι σας φέρνει στην Αυστραλία;”

Στο άκουσμά της, γελάει: “Θα έλεγα ότι είναι δύο παράγοντες” λέει. “Το ένα είναι ο χαρακτήρας μου. Έχω ένα ανικανοποίητο στοιχείο, δεν εφησυχάζω, δεν μου αρκεί μία επίτευξη στόχων. Είμαι ανήσυχη ψυχή. Αν πετύχω κάποιον στόχο, μικρό ή μεγάλο, πάω παρακάτω. Αυτό, σε συνδυασμό με τον άλλο παράγοντα, την πραγματικότητα μιας χώρας που καταρρέει, με έκαναν να στρέψω την ματιά μου σε ό,τι καινούριο, ό,τι διαφορετικό, όποια καινούρια πόρτα μπορώ να ανοίξω και να αναπνεύσω κοινωνικά και καλλιτεχνικά”.

Η περιγραφή του για την Ελλάδα σήμερα είναι αποκαρδιωτική: “Ακόμα και οι πιο αισιόδοξοι, όπως ήμουν κι εγώ μέχρι πριν από λίγο καιρό, έχουν αρχίσει να παραδίδουν τα όπλα, να σηκώνουν τα χέρια. Ο κόσμος στην Αθήνα περπατά με σκυμμένο το κεφάλι και μονολογεί. Βλέπεις την απόγνωση και το αδιέξοδο στα μάτια τους. Είναι μία χώρα σε κρίση οικονομική – και επομένως και κοινωνική και πολιτική, η οποία βρίσκεται σε συμπληγάδες, συνθλίβεται καθημερινά και δεν ξέρω πότε και πώς θα μπορέσει να βγει από την κατιούσα. Και στο παρελθόν έχουμε περάσει δύσκολες καταστάσεις, αλλά ήταν αλλιώς. Ήξερες ότι μετά την ανηφόρα υπάρχει ξέφωτο, τώρα φοβάσαι ότι θα φτάσεις στην κορυφή και θα έχει χαράδρα. Η κρίση αποκάλυψε δύο εικόνες: από την μια την εικόνα μιας κοινωνίας που είναι φιλάνθρωπη, γενναιόδωρη, με αλτρουισμό και από την άλλη μια κοινωνία, δύσοσμη, δύσμορφη, εχθρική, ανθρωποφαγική”.

Ο καλλιτέχνης τι κάνει ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο κοινωνίες; “Συνθλίβεται”, έρχεται η μονολεκτική απάντηση. “Ήμασταν κάποιοι άνθρωποι που είχαμε τους θιάσους μας και με βάση αυτά που βλέπαμε στην κοινωνία σταθμίζαμε τους παράγοντες και με το ένστικτο και την εμπειρία μας ψυχανεμιζόμαστε πού βρίσκεται ο κόσμος και τι έργα να ανεβάσουμε. Τώρα έχουμε χάσει τον μπούσουλα”. Παρ’ όλα αυτά, ο ίδιος συνεχίζει να έχει στο μυαλό του μια σαφή εικόνα για τον ρόλο του θεάτρου. “Το θέατρο είναι παιδεία, είναι συνειδησιακή αφύπνιση”, λέει. “Το 90% των έργων που έχω ανεβάσει ο ίδιος είναι ουμανιστικού περιεχομένου, αφορούν το κοινωνικό σύνολο, μιλάνε για το πώς μπορούμε να απλώσουμε ο ένας το χέρι στον άλλο. Αυτό το θέατρο με αφορά, που προκαλεί συζητήσεις”.

ΕΛΛΑΔΟΓΡΑΦΙΑ

Ένα τέτοιο έργο έχει τώρα στις αποσκευές του, και το υπογράφει και ως συγγραφέας. Η ‘Ελλαδογραφία’ είναι ένας μονόλογος που αφορά την πορεία του ελληνισμού, από την γέννησή του μέχρι σήμερα. “Ξεκίνησε από αυτόν τον εσωτερικό, αιμορραγικό πόνο που αισθανόμαστε κάποιοι άνθρωποι τώρα τελευταία για την πατρίδα και αυτά που συμβαίνουν γύρω μας”, εξηγεί. “Ξεκίνησα να γράφω κάποιες σκέψεις που άρχισαν να παίρνουν κάποια ποιητική φόρμα. Σιγά σιγά, τα βράδια, την ώρα που ησυχάζουν τα πάντα μέσα στο σπίτι και πέφτουν οι ρυθμοί της οικογένειας, καθόμουν στο γραφείο μου και άρχισα να το μορφοποιώ”. Μέσα από τον μονόλογο – στον οποίο παρεμβάλλονται στίχοι από τον ‘Υμνο προς την Ελευθερία’ του Διονύσιου Σολωμού, εξελίσσεται η διαδρομή της Ελλάδας, σε ένα είδος εθνικής ψυχοθεραπείας. “Η αφετηρία ήταν οι σκέψεις για όλα όσα μηρυκάζουμε για την Ελλάδα, ως χώρα από την οποία ξεκίνησε ο Πολιτισμός και η Δημοκρατία, πριν από 2500 χρόνια. Αλλά ποια είναι η σημερινή ταυτότητα της Ελλάδας; Όλες οι χώρες έχουν κάποια ταυτότητα – άλλη είναι υπερδύναμη, άλλη έχει βιομηχανία, μόδα, τέχνες. Η Ελλάδα ποια ταυτότητα έχει σήμερα; Αυτό σκεφτόμουν και άρχισα να γράφω, προσπαθώντας να επαναφέρω στην μνήμη μας την διαδρομή που μας έφερε εδώ, να μην έχουμε ταυτότητα και να αναγκαζόμαστε να αναζητούμε φάρους – την Αγιά Σοφιά, τις Θερμοπύλες, το Μεσολόγγι, την Σμύρνη – για να νομιμοποιήσουμε το σημερινό τίποτα”.

Η ‘Ελλαδογραφία’ θα ξεκινήσει την διαδρομή της στην Αθήνα την επόμενη θεατρική σεζόν, ενώ ήδη έχει συζητηθεί το ενδεχόμενο να ταξιδέψει στο φεστιβάλ του Σίδνεϊ. Ο ίδιος ο Γιάννης Βούρος δεν κρύβει την επιθυμία του να δει το έργο να ταξιδεύει και σε άλλες πόλεις της Αυστραλίας, αλλά και της ευρύτερης διασποράς, όπου υπάρχει ελληνισμός.

“Αυτή η σχέση με την ομογένεια ήταν ένας από τους πρώτους στόχους που είχα και ως διευθυντής του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδας”, λέει ο ίδιος, “μετά την οικονομική εξυγίανση. Μαζί με το εξαιρετικό Δ.Σ. που συνεργαστήκαμε, πήραμε την απόφαση να βγούμε προς την ομογένεια και θέλαμε να το κάνουμε με μία ροκ όπερα που ανεβάσαμε το ‘Alexander the Great’, η οποία είχε πάρει διθυραμβικές κριτικές στην Αθήνα και στην Θεσσαλονίκη. Πιστεύαμε ότι θα μπορούσαμε να ξεκινήσουμε μία μεγάλη περιοδεία με αυτόν τον πολιορκητικό κριό και είμαι σίγουρος ότι θα απέφερε και χρήματα στο ΚΘΒΕ, αλλά δεν προλάβαμε να υλοποιήσουμε το σχέδιο, γιατί η θητεία μου έληξε κάπως βίαια, λόγω αλλαγής πολιτικής”, λέει όχι χωρίς πικρία. “Ο επόμενος διευθυντής γκρέμισε όλες τις γέφυρες που είχαμε χτίσει προς την ομογένεια”.

Ο ίδιος τώρα, προσπαθεί να τις ξαναχτίσει, σε προσωπικό επίπεδο. Εκτός από την ‘Ελλαδογραφία’, στις αποσκευές του έχει κι άλλες προτάσεις για παραγωγές, αλλά και την πολύτιμη εμπειρία ενός ανθρώπου του θεάτρου που έχει δοκιμαστεί τόσο στο ελεύθερο θέατρο, όσο και στο κρατικό, διευθύνοντας έναν οργανισμό με πέντε σκηνές και 380 ανθρώπους.

“Μπορούμε να αρχίσουμε την μικρή μας επανάσταση από τον πυρήνα της ομογένειας”, λέει χαρακτηριστικά, εξηγώντας την απόφασή του να διερευνήσει το άγνωστο γι’ αυτόν πεδίο των πολιτιστικών πραγμάτων εκτός Ελλάδας, κάνοντας ανοιχτή έκκληση, μέσω του ‘Νέου Κόσμου’, σε όποιους φορείς έχουν την ίδια άποψη και είναι ανοιχτοί σε συνεργασίες, πάντα με γνώμονα τον σεβασμό στην νοημοσύνη του θεατή. Ο ίδιος πιστεύει ότι το ελληνικό θέατρο είναι σαφέστατα εξαγώγιμο προϊόν: “Έχουμε εξαιρετικούς ηθοποιούς, με ψυχή, αύρα και εσωτερικές συναισθηματικές διαδρομές που σπανίζουν. Αυτό είναι το μεγάλο μας εργαλείο και το χρησιμοποιούμε σε πολύ δύσκολες συνθήκες, με ελάχιστα μέσα, σε κρύες αίθουσες με τριμμένες μοκέτες και ξεφτισμένους τοίχους, σε θέατρα που καταρρέουν. Γι’ αυτό θέλω να γνωρίσω τους διευθυντές των θεάτρων της Μελβούρνης, γιατί πιστεύω ότι θα πρέπει οι Έλληνες δημιουργοί να βγουν στο εξωτερικό, στην ίδια αναλογία που έρχονται μεγάλοι σκηνοθέτες και δουλεύουν στην Ελλάδα”.

ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΟ ΤΣΑΛΑΚΩΜΑ

Ο ίδιος βέβαια, εκτός από ηθοποιός, σκηνοθέτης, παραγωγός και συγγραφέας, έχει και μία άλλη ιδιότητα: του πρώην βουλευτή. Τού το αναφέρω και γελάει, μιλώντας για την “γλυκόπικρη γεύση” που του άφησε η εμπειρία: “Το 2009 μπήκαμε στην Βουλή 75 νέοι βουλευτές, από όλα τα κόμματα, ανάμεσα στους 300. Έκανα φίλους από όλα τα κόμματα, γιατί, ανεξάρτητα από ιδεολογίες, είδα ανθρώπους που είχαν μπει για να υπηρετήσουν, καθαροί άνθρωποι με καθαρά μάτια. Και από την άλλη, υπήρχαν και εκείνοι, επίσης από όλα τα κόμματα, που έβλεπες στα μάτια τους το ίδιον όφελος. Δεν μπορείς να τους βάζεις όλους στο ίδιο τσουβάλι και να φωνάζεις να πάνε στο Γουδί και οι 300. Φάγαμε όλη την οργή του κόσμου για τοςυ κακούς χειρισμούς των προηγούμενων ετών”, θυμάται, περιγράφοντας τις συνθήκες που οδήγησαν την χώρα να αναζητήσει την συνδρομή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.

“Ήταν αχαρτογράφητα νερά. Εμφανιζόταν ο Υπουργός την Δευτέρα στη Βουλή και έλεγε ότι μέχρι την Παρασκευή δεν θα είχαμε να πληρώσουμε μισθούς και συντάξεις. Έρχονταν οι αναφορές από τις Βρυξέλλες και χανόταν το σύμπαν, ήταν τελείως διαφορετικό από ό,τι ξέραμε μέχρι τότε. Έζησα την ακύρωση, την απαξίωση, το ιδεολογικό και συνειδησιακό τσαλάκωμα. Βέβαια, έχοντας τον πρότερο έντιμο βίο, δεν υπέστην ούτε καν φραστικές επιθέσεις, βγαίνοντας σε μία ταβέρνα, για καφέ ή στο θέατρό μου. Μου λέγανε μόνο: τι δουλειά έχεις εσύ εκεί μέσα; Το θεωρώ λάθος και αυτό. Όταν μου το λέει αυτό ο απλός πολίτης που με ξέρει, τι δουλειά έχεις εσύ εκεί; Και το ίδιο συμβαίνει και σε άλλους. Κάπως έτσι, αυτός που έχει διάθεση να προσφέρει απομακρύνεται. Σε ποιον δίνεις τον χώρο αν απομακρυνθείς; Σ’ αυτόν που θέλει να μπει μέσα για να ‘την κάνει’. Έτσι φτάσαμε να παραδώσουμε μεγάλο μέρος της βουλής σε ό,τι κινείται μεταξύ περιθωρίου και παρανομίας”.