Η υποχρεωτική ψήφος αποτελεί έναν από τους ακρογωνιαίους λίθους της Δημοκρατίας στην Αυστραλία (κι ένα από τα χαρακτηριστικά που την διαφοροποιούν από άλλες χώρες του ανεπτυγμένου κόσμου), όμως ίσως είναι και ο βασικός παράγοντας που υπονομεύει την ίδια την δημοκρατία. Αυτό τουλάχιστον πιστεύει ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Σίδνεϊ, Simon Jackman, επικεφαλής του Κέντρου Αμερικανικών Σπουδών. 

«Έχω περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου, υπερασπιζόμενος την υποχρεωτική ψήφο αλλά αρχίζω να αναθεωρώ», δήλωσε ο καθηγητής, εξηγώντας ότι το ζήτημα της υποχρεωτικής ψήφου πρέπει να είναι μέρος σε κάθε συζήτηση γίνεται με θέμα τον λαϊκισμό στην Αυστραλία. 

«Η υποχρεωτική ψήφος στέλνει στις κάλπες έναν όχλο έξαλλων ψηφοφόρων οι οποίοι θα ήταν καλύτερο να μείνουν στο σπίτι τους» δήλωσε ο καθηγητής, εξηγώντας ότι ο θεσμός ευθύνεται για μία σταθερή ροή αγανακτισμένων ψηφοφόρων οι οποίοι δεν μπορούν να βγουν από το σύστημα. Πρόκειται για ψηφοφόρους που νιώθουν αποξενωμένοι και πιστεύουν ότι τα μεγάλα κόμματα δεν τους απευθύνονται. «Όποιος ανήκει σ’ αυτήν την κατηγορία, έχει δύο επιλογές: είτε να καταφύγουν σε κάποιο από τα μικρότερα κόμματα, είτε, όπου μπορούν, να μην ψηφίσουν» λέει ο καθηγητής. 

Η στατιστική ανάλυση των εκλογών του 2016 έδειξε ότι το 28% των ψηφοφόρων είναι υπέρ της προαιρετικής ψήφους και το 19% δήλωσε ότι, αν η ψήφος δεν ήταν υποχρεωτική, δεν θα προσέρχονταν καν στις κάλπες. Από αυτούς, το 46% ψήφισε μικρότερα κόμματα για την Γερουσία, όπου η κυβέρνηση Turnbull αντιμετωπίζει και τα περισσότερα προβλήματα να περάσει νομοθεσία. 

Το ζήτημα είχε έλθει ξανά επί τάπητος το 1996, όταν η Διαρκής Διακομματική Επιτροπή Εκλογικών Υποθέσεων εισhγήθηκε την ανάκληση της υποχρεωτικής ψήφου, τονίζοντας ότι στις χώρες όπου η ψήφος δεν είναι υποχρεωτική, είναι χρέος των κομμάτων να πείσουν τους ψηφοφόρους να προσέλθουν στις κάλπες. 

Εισηγητής της πρότασης ήταν ο Nick Minchin, πρώην υπουργός Οικονομικών της κυβέρνησης Howard, ενώ πολέμιος από το ίδιο κόμμα ήταν ο Christopher Pyne, ο οποίος είπε ότι κάτι τέτοιο θα σήμαινε ότι το 25% του προϋπολογισμού των κομμάτων θα πήγαινε σε καμπάνιες ευαισθητοποίησης και συσπείρωσης ψηφοφόρων, προειδοποιώντας παράλληλα για τον κίνδυνο εξαγοράς ψήφων. Τελικά, η πρόταση απορρίφθηκε από την τότε κυβέρνηση του Εργατικού Κόμματος και τους Δημοκράτες. Μια δεύτερη έκθεση ακολούθησε το 2005, η οποία έστειλε εκ νέου το ζήτημα στις καλένδες. 

Ο καθηγητής Jackman θεωρεί ότι το πλήρωμα του χρόνου έχει φτάσει, δεδομένου του αδιεξόδου που επικρατεί στην Γερουσία. Ο ίδιος πιστεύει ότι μια τέτοια κίνηση θα ευνοούσε τα κόμματα με υψηλή συσπείρωση και παράδοση στις κινητοποιήσεις πολιτών, όπως είναι οι Πράσινοι, αποδυναμώνοντας τα ευκαιριακά κόμματα και κινήσεις όπως το One Nation, το Family First και όλοι «οι Ξενοφώντες του κόσμου».