Δυο ταυτότητες συμβιώνουν αρμονικά

Η καρδιά όμως «χτυπά ελληνικά»

Είναι η ξεκάθαρη εικόνα που μου δίνουν σήμερα εκπρόσωποι της δεύτερης και τρίτης γενιάς Ελληνοαυστραλών που, ορισμένων τις απόψεις, μοιράζομαι σήμερα μαζί σας.

Πρόκειται για μια διαδικασία που κάθε φορά, με κάνει να καρδιοχτυπώ. Να θέλω ν’ ακούσω και την ίδια ώρα να φοβάμαι τις αποκαλύψεις εκείνων που -το θέλουμε ή όχι-, κρατούν στα χέρια τους το νήμα της συνέχειας του ελληνικού στοιχείου στη διασπορά ή, ακριβέστερα, τη διατήρηση της ελληνικής ταυτότητας στην Αυστραλία.

Άραγε γνωρίζουν την ευθύνη τους; Είναι το βασικό ερώτημα που κάνω στον εαυτό μου, ελπίζοντας σε μια ελπιδοφόρα απάντηση.

ΜΙΑ ΑΓΝΩΣΤΗ ΠΑΤΡΙΔΑ

Η Φωτεινή Κυπραίου αγαπούσε με πάθος μια Ελλάδα που δεν είχε δει ποτέ. Ήταν μια αγάπη που της είχαν εμπνεύσει οι γονείς της εντελώς αβίαστα. Μέχρι που πήγε σχολείο μιλούσε μόνο ελληνικά. Μόλις έμαθε να βάζει τις λέξεις τη μια δίπλα στην άλλη, έγραφε γράμματα στις γιαγιάδες και στους παππούδες της στην Ελλάδα. Αυτά δηλώνει η νομικός Φωτεινή Κυπραίου, Ελληνίδα δεύτερης γενιάς, ως εισαγωγή, στη συζήτηση που θ’ ακολουθήσει – και είναι πολύπτυχη.

Η Μελίνα Μάλλου

Η Φωτεινή Κυπραίου

«Απόφοιτη Νομικής, γνώρισα για πρώτη φορά την Ελλάδα, μια πατρίδα που λάτρευα χωρίς να την έχω δει ποτέ. Το ’99 στο πλαίσιο του Προγράμματος Φιλοξενίας της Γραμματείας Απόδημου Ελληνισμού, μαζί με άλλα 49 παιδιά από την Αυστραλία γύρισα όλη τη Στερεά Ελλάδα, θαύμασα τα αρχαία μνημεία τα οποία μέχρι τότε γνώριζα μόνο από τις σελίδες των βιβλίων και ένιωσα πραγματικό δέος. Περπατούσα, ανέπνεα και ζούσα όλα αυτά που μέχρι τότε υπήρχαν μόνο στη φαντασία μου.

Στιγμές, έντονες, προσωπικές, όταν επισκέφθηκα το πατρικό σπίτι της μητέρας μου στο Περιστέρι, όταν είδα τη γειτονιά που μεγάλωσε, εκεί που γνώρισε τον πατέρα μου και παντρεύτηκε, τότε ένιωσα ότι το άλλο μισό της καρδιάς μου ήταν εκεί. Ήταν μια πάρα πολύ έντονη εμπειρία που σημάδεψε για πάντα τη ζωή μου».

Οι απόψεις της για τη γλώσσα, τον ελληνικό πολιτισμό και τη διατήρηση της ελληνικής συνείδησης στις νεότερες γενιές, είναι ξεκάθαρες και ακλόνητες: “Έχουμε ευθύνη και υπέρτατο χρέος να διατηρήσουμε τη γλώσσα και τον πολιτισμό μας και να τα μεταδώσουμε στις νεότερες γενιές. Η ελληνική γλώσσα πιστεύω ότι είναι ένα σημαντικό κομμάτι της ελληνικής συνείδησης που συντείνει στο να της δίνει πνοή και να την κρατά στη ζωή» τονίζει.

Κάνοντας τη θεωρία πράξη, η Φωτεινή με πληροφορεί, ότι και τα δύο παιδιά της, ο Δημήτρης και η Νεφέλη, δίδυμα οκτώ χρόνων, παρακολουθούν μαθήματα στο σχολείο της Ελληνικής Κοινότητας όπου φοιτούν παιδιά των νεοφερμένων Ελλήνων μεταναστών που το επίπεδο της γλώσσας τους είναι ανεβασμένο.

«Από μας, σήμερα, εξαρτάται ποια θα είναι η μορφή και το ύφος της ελληνικής παροικίας αύριο» καταλήγει.

ΕΙΜΑΙ ΕΛΛΗΝΙΔΑ

«Είμαι Ελληνίδα, χρωστάω όμως πολλά στην Αυστραλία» είναι η δήλωση της Μελίνας Μάλλου που πρόσφατα ήλθε από το Μπρίσμπαν στη Μελβούρνη για να κάνει τη διδακτορική της διατριβή στο Πανεπιστήμιο Μελβούρνης, με θέμα το μέλλον των Ελληνοαυστραλών στην Αυστραλί, σε σχέση με τη διατήρηση της ελληνικής συνείδησης. Είναι τρίτης γενιάς Ελληνίδα και μιλά άπταιστα ελληνικά. Η σχέση της με τη γλώσσα είναι ιδιαίτερη και δυνατή.

Συγγραφέας δύο δίγλωσσων παιδικών βιβλίων, δηλώνει απερίφραστα ότι νιώθει ‘Ελληνίδα, με την ίδια ανάσα, εντούτοις, τονίζει ότι δεν θα μπορούσε να είναι το ένα ή το άλλο. «Λατρεύω την Ελλάδα, δεν θα μπορούσα όμως να μείνω μόνιμα εκεί».

Με τα Κύθηρα -από όπου κατάγεται- νιώθει ένα ιδιαίτερο δέσιμο, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι ‘μονοπωλεί’ τα αισθήματά της. «Αν δεν ξέρεις από πού είναι οι ρίζες σου, πώς μπορείς να πεις ότι ξέρεις ποιος είσαι; Από την άλλη πλευρά, η Ελλάδα είναι μία. Οφείλεις να γνωρίζεις τη γλώσσα, την ιστορία, τον πολιτισμό, τη μυθολογία για να νιώθεις ολοκληρωμένος και άνετα με τις δύο πατρίδες μέσα σου. Η μια αγάπη συμπληρώνει την άλλη. Δεν υπάρχει σύγκρουση πιστεύω. Μόνο εμπλουτισμός και πληρότητα.

Προσωπικά, και οι δύο κόσμοι, ζουν συμφιλιωμένοι μέσα μου και δεν θα μπορούσα να είμαι ευτυχής αν αποκοπώ από τον έναν ή τον άλλον. Τα ταξίδια στην Ελλάδα με συγκινούν, με ανανεώνουν, με αναζωογονούν. Δεν θα μπορούσα όμως να ζήσω μόνιμα εκεί. Ο τόπος όπου μπορώ να εκφραστώ και να δημιουργήσω επαγγελματικά, είναι η Αυστραλία.

Η Μελίνα πιστεύει ότι, με την πάροδο του χρόνου και όσο οι γενιές των Ελληνοαυστραλών ανανεώνονται οι ιδιαίτερες ρίζες καταγωγής δεν θα παίζουν πλέον μεγάλο ρόλο: “Θα συμβεί ό,τι και στην Αμερική όπου οι νέοι 9ης και 10ης γενιάς δηλώνουν απλά ελληνικής καταγωγής».

ΤΩΡΑ ΞΕΡΩ ΑΠΟ ΠΟΥ ΕΙΜΑΙ

Ήταν τα λόγια του γιου του Ηλία Πικέλη του Λουκά, όταν για πρώτη φορά βρέθηκε στο χωριό του πατέρα του, το Σκαλοχώρι Λέσβου.

Ο Ηλίας μας μεταφέρει την εικόνα:

«Είχαμε ανέβει όλο τον ανηφορικό δρόμο για να πάμε στον Προφήτη Ηλία του χωριού μου. Όταν φθάσαμε εκεί, ο γιος μου μ’ αγκάλιασε και μου λέει ‘πατέρα τώρα ξέρω από πού είμαι. Από πού κρατάνε οι ρίζες μου’.

Ο Πωλ Τζαμάλης

‘Εκλαψα. Ποτέ άλλοτε δεν είχα αισθανθεί να μας δένει τόσο δυνατά -πατέρα και γιο- ο τόπος που γεννήθηκαν οι γονείς μου, οι παππούδες των παιδιών μου.

Νοιώθω προνομιούχος που έχω διπλή ταυτότητα. Γεννήθηκα εδώ, μεγάλωσα εδώ, αισθάνομαι όμως Έλληνας. Είμαστε τυχεροί που ζούμε με δυο κουλτούρες και η μια συμπληρώνει την άλλη.

Στο σπίτι μιλάμε Ελληνικά και κρατάμε όλα τα έθιμα που κληρονομήσαμε από τους γονείς μου. Έχουμε ταξιδέψει σ’ όλον τον κόσμο, η Ελλάδα, όμως, έχει ξέχωρη θέση μέσα μας. Αυτός είναι και ο λόγος που σύντομα θα έχουμε ένα άλλο σπίτι εκεί.

Διαπραγματεύομαι να αγοράσω ένα παραδοσιακό σπίτι στη Σκύρο για να ζω το ελληνικό καλοκαίρι με τη γυναίκα μου εκεί. Είναι ένας μαγικός τόπος που δεν τον έχει παραμορφώσει η επιδρομή του τουρισμού. Καθαρός και γαλάζιος ουρανός, πεντακάθαρες ακρογιαλιές, πράσινο και σπίτια που κράτησαν τον παλιό, αρχοντικό και ιδιαίτερο χαρακτήρα τους».

Τον ακούω και κάνω τη διαπίστωση ότι έχω συναντήσει τον πρώτο Έλληνα δεύτερης γενιάς που σχεδιάζει να κάνει πράξη ό,τι πολλοί τυχεροί συμπάροικοι της πρώτης γενιάς που τους… ζηλεύουμε όλοι οι υπόλοιποι.

Να ζει δυο καλοκαίρια. Ένα στην απρόβλεπτη –καιρικά– Μελβούρνη και ένα στην Ελλάδα. (Βέβαια, οι πρόσφατες καταιγίδες, στην καρδιά του καλοκαιριού, φέτος, στη γενέτειρα, εκπλήσσουν και χαλούν κάπως την εικόνα, δεν αλλάζουν όμως τα σχέδια των αποφασιστικών…).

ΤΟ ΜΥΑΛΟ ΚΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ

«Στο μυαλό μου είμαι μισός και μισός. Στην καρδιά, όμως, νιώθω εκατό τοις εκατό Έλληνας» δηλώνει ο 29χρονος Πωλ Τζαμάλας, τρίτης γενιάς Ελληνοαυστραλός, με ρίζες στο Άργος και στο Διακοφτό Πελοποννήσου.

«Στις φλέβες μου τρέχει αίμα ελληνικό και αυτό δεν αλλάζει με τίποτε. Το ότι έχω γεννηθεί στην Αυστραλία, όπως άλλωστε και οι γονείς μου, είναι μια πραγματικότητα που δεν αλλάζει και στην οποία καλείσαι να προσαρμοστείς. Να πάρεις ό,τι καλύτερο μπορείς και από τους δύο κόσμους και να προσπαθήσεις να συμβιώσουν μέσα σου αρμονικά. Γίνεται, φτάνει να το προσπαθήσεις. Οι ελληνικές αξίες -οικογένεια, φιλότιμο, αξιοπρέπεια, φιλοξενία-, μας χαρακτηρίζουν και μας κάνουν περήφανους. Η γλώσσα είναι ένα εργαλείο επικοινωνίας που δεν πρέπει να το υποβαθμίζουμε. Ας το δούμε πρακτικά. Οι γονείς μου συνήθιζαν να λένε ότι αν γίνεις γιατρός, δικηγόρος ή κτηματομεσίτης τα ελληνικά θα είναι ένα συν. Το ζω σήμερα στην πράξη.

Όταν έρχομαι σ’ επαφή με Έλληνες πελάτες –είμαι στον κτηματομεσιτικό χώρο– η επικοινωνία είναι άμεση. Αυτό δεν γίνεται να το αγνοήσεις. Είναι ξεκάθαρο. Ας μη μας διαφεύγει, εξάλλου, ότι στην Ευρώπη μαθαίνουν πέντε και έξι γλώσσες. Εμείς γιατί –στην καλύτερη περίπτωση– έχουμε κολλήσει στα κινέζικα μόνο; Λέγοντας αυτό, βέβαια, αναφέρομαι στην ευρύτερη αυστραλιανή κοινωνία».

Ο ίδιος πιστεύει ότι τα ταξίδια στην Ελλάδα, είναι ένα από τα πιο δυνατά κίνητρα εκμάθησης της ελληνικής γλώσσας, αλλά και της διατήρησης της ελληνικής συνείδησης στις επερχόμενες γενιές:«Είμαι αισιόδοξος. Μπορεί αρκετοί από τη δεύτερη γενιά να έχουν απομακρυνθεί από τον κορμό της παροικίας και υπάρχουν πάρα πολλοί λόγοι γι’ αυτό, που αξίζει να εντοπιστούν και να αναλυθούν –όπως είναι, για παράδειγμα, ο ρατσισμός που αντιμετώπισαν στο σχολείο ως παιδιά– υπάρχει όμως και η τάση σήμερα της επιστροφής στις ρίζες. Να θεωρείς τον εαυτό σου προνομιούχο γιατί είσαι εμπλουτισμένος και με μια άλλη κουλτούρα» καταλήγει ο Πώλ Τζαμάλης με έναν τόνο αισιοδοξίας και σιγουριάς.