ΚΑΘΕ χρόνο τέτοια εποχή, δηλαδή καταχείμωνο εδώ και κατακαλόκαιρο στην πατρίδα, αντιμετωπίζω το ίδιο πρόβλημα.
ΔΕΝ βρίσκω ντόπιες ειδήσεις να σχολιάσω και να τις… ερμηνεύσω με τον δικό μου ιδιαίτερο τρόπο…
ΚΑΙ όταν λέω «ντόπιες» ειδήσεις, δεν εννοώ ότι δεν συμβαίνει τίποτα στην Αυστραλία, εννοώ παροικιακές ειδήσεις, με τις οποίες συνήθως καταπιάνομαι, για να βρίσκομαι εγώ σε δουλειά και εσείς κάτι να διαβάζετε…
ΑΝ αφαιρέσεις τα εθνικά μας θέματα, που, ναι μεν, είναι πάντα επίκαιρα, αλλά πολλαπλώς εξαντλημένα από εμένα, οι υπόλοιπες παροικιακές δραστηριότητες στέρεψαν.
ΚΑΙ αυτό γίνεται, επειδή κάθε χρόνο τέτοια εποχή, δεκάδες χιλιάδες συμπάροικοι, μεταξύ των οποίων και οι αξιωματούχοι της παροικίας μας, βρίσκονται για διακοπές στην Ελλάδα.
ΟΡΙΣΜΕΝΟΙ εξ αυτών, όπως, για παράδειγμα, ο πρόεδρος της Ελληνικής Κοινότητας Μελβούρνης, Βασίλης Παπαστεργιάδης, και ο γενικός της γραμματέας Κώστας Μάρκος, «κλέβουν» λίγο χρόνο από τις διακοπές τους και συναντιούνται με τους υψηλόβαθμους θεσμικούς εκπροσώπους της Ελλάδας.
ΕΠΕΙΔΗ, όμως, τις συναντήσεις τους αυτές τις έχουμε καλύψει (και με το παραπάνω) ειδησεογραφικά τον τελευταίο μήνα, δεν έχω να προσθέσω τίποτα άλλο, εκτός του ότι, ενδεχομένως στο Φεστιβάλ του Φεβρουαρίου, να πιείτε καμιά μπύρα και να χορέψετε τσάμικο στο Lonsdale Street μαζί με τον Αλέξη Τσίπρα…
ΩΣ εκ τούτου, θέλω-δεν θέλω, ξαναβρίσκω μπροστά μου το ίδιο αναπάντητο ερώτημα: τι να σχολάσω σήμερα;
ΤΙΣ δύο τελευταίες εβδομάδες, με τη συνδρομή των «Σκυλιών της Δημοκρατίας» και τις γίδες που το έπαιζαν μοντέλες -αν και σας δυσαρέστησα- ξεμπέρδεψα. Σήμερα όμως;
ΣΗΜΕΡΑ, λοιπόν, αποφάσισα να σχολιάσω ορισμένες ειδησούλες και σχόλια που «ψάρεψα» στο internet και τα Μέσα Ενημέρωσης της πατρίδας μας.
ΚΑΙ αρχίζω αναδημοσιεύοντας μια παράγραφο από το προχθεσινό άρθρο του Στέφανου Κασιμάτη στην «Καθημερινή», που μας αφορά, μιας και πρωταγωνιστής του σχολίου ήταν Ελληνοαυστραλός:
«ΑΝΑΡΩΤΙΕΜΑΙ πόσο Ελληνοαυστραλός θα νιώθει τώρα εκείνος ο δυστυχής τουρίστας που τον έδειραν οι κουκουλοφόροι την περασμένη Κυριακή, επειδή ψώνιζε από εμπορικό κατάστημα.
«ΕΡΧΟΜΑΣΤΕ και αφήνουμε λεφτά στη χώρα σας και τρώμε ξύλο από πάνω;», ρωτούσε το κοινό η γυναίκα του, που ήταν μπροστά στο επεισόδιο, μαζί με τα δύο παιδιά τους.
ΗΤΑΝ η πρώτη Κυριακή που, με επίσημη υπουργική απόφαση, τα μαγαζιά μπορούσαν να λειτουργήσουν ελεύθερα. Πού να εξηγήσεις στη γυναίκα πως ο φόβος της Εκκλησίας και ο φόβος της αριστερής βίας κρατούσαν για χρόνια τα μαγαζιά κλειστά τις Κυριακές.
ΚΑΙ ότι, με την εκστρατεία εκφοβισμού που είχε προηγηθεί από ακραίους συνδικαλιστές της Αριστεράς, και πάλι ήταν θαύμα που τα καταστήματα είχαν ανοίξει.
ΑΛΛΑ και γιατί να έχει η γυναίκα την υποχρέωση να κατανοήσει σε όλο το βάθος της την «ιδιαιτερότητα» που μας δέρνει αλύπητα; Αυτή ήλθε στη χώρα για διακοπές, για να περάσει καλά. Απλώς, δεν πρόκειται να ξανακάνει το ίδιο λάθος».
ΜΕ την ευκαιρία του πιο πάνω σχολίου, να προσθέσω, ότι ο άγριος ξυλοδαρμός του Ελληνοαυστραλού θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί αν το αυστραλιανό κράτος, έκανε σωστά τη δουλειά του.
ΑΝΤΙ να βγάζει ταξιδιωτικές οδηγίες το υπουργείο Εξωτερικών, καλά θα κάνει να αρχίσει μια σειρά σεμιναρίων σε όσους Αυστραλούς θέλουν να επισκεφθούν την Ελλάδα.
ΝΑ λένε στους ενδιαφερόμενους, ότι στην Ελλάδα δεν είναι «ιερά» μόνο τα κάστανα του Παΐσιου, αλλά και οι Κυριακές, τις οποίες και σέβονται πολύ περισσότερο οι «άθεοι» κομμουνιστές…
ΣΥΝΕΠΩΣ, είναι φοβερή «ιεροσυλία» για την θρησκευόμενη Αριστερά, που μεταξύ των εθνοπατριωτικών της καθηκόντων, την πρώτη θέση κατέχει η προστασία της Ελληνικής Ορθοδοξίας και των κεκτημένων της.
ΘΑ πρέπει οι επισκέπτες να γνωρίζουν, ότι σε μια χώρα που οι πιστοί Χριστιανοί ξαγρυπνούν για να μην τολμήσει κανείς να βγάλει τα «ιερά» κάστανα της Εκκλησίας από τη φωτιά, δεν μπορείς εσύ, κύριε Ελληνοαυστραλέ, να πηγαίνεις με την οικογένειά σου τις Κυριακές στα μαγαζιά για να ψωνίσεις.
ΣΤΟ κάτω-κάτω της γραφής, σε διακοπές είσαι ρε φίλε… Αν, λοιπόν, έχεις κυριακάτικα διάθεση για βόλτα, πήγαινε σε μια εκκλησία να κάνεις και τον σταυρό σου και να ανάψεις ένα κεράκι και να πας μια άλλη μέρα της εβδομάδας για ψώνια.
ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ, είναι υποχρεωμένοι να γνωρίζουν, ότι αν δουν σκυλιά να κυκλοφορούν μόνα τους στο Σύνταγμα, μπρος στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη να μην κάνουν ό,τι θα έκαναν αν τα έβλεπαν στο Φεντερέσιον Σκουέρ.
ΔΗΛΑΔΗ, να μην ανησυχούν και τηλεφωνούν στην αστυνομία. Στην Ελλάδα επιτρέπεται ακόμα η ελεύθερη κυκλοφορία στους δρόμους όλων των αδέσποτων σκυλιών και όχι μόνο αυτών που περιφρουρούν τη Δημοκρατία…
ΚΑΙ ελεύθερα δεν είναι μόνο τα σκυλιά στη γενέτειρα της Δημοκρατίας, αλλά και οι καπνιστές που μπορούν να καπνίσουν σε οποιονδήποτε χώρο ό,τι ώρα γουστάρουν.
ΟΛΑ αυτά σημαίνουν ότι, αν θέλουν να ψωνίζουν και τις Κυριακές, να μην πανικοβάλλονται όταν βλέπουν στην πόλη ένα αδέσποτο σκυλί και να μη διαμαρτύρονται που οι διπλανοί τους καπνίζουν, καλά θα κάνουν να καθίσουν στην Αυστραλία και να πάνε διακοπές στο Χόμπαρτ ή στην Αδελαΐδα…
ΤΟ σχόλιο που θα αναδημοσιεύσω στη συνέχεια το «ψάρεψα» στην εφημερίδα «Lifo» και αναφέρεται στον πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας, Προκόπη Παυλόπουλο, ο οποίος συμπεριλαμβάνεται πια μεταξύ των τουριστικών αξιοθέατων της χώρας.
ΟΠΟΙΟΣ από τους επώνυμους θέλει να βγάλει μια αναμνηστική φωτογραφία στην Ελλάδα, αντί να πηγαίνει στην Ακρόπολη, επισκέπτεται το προεδρικό μέγαρο και φωτογραφίζεται με τον Προκόπη, ο οποίος και δεν διστάζει να ποζάρει.
ΚΟΣΜΟΣ και κοσμάκης επισκέπτεται κάθε τόσο τον πρόεδρο για μια φωτογραφία. Να όμως πώς έχει το σχετικό σχόλιο που επέλεξα για εσάς:
Η επίσκεψη του νιόπαντρου ζεύγους Ρουβά στο Προεδρικό Μέγαρο και η αναμνηστική φωτογραφία που έβγαλαν με τον πρόεδρο της Δημοκρατίας στη μέση να καμαρώνει σαν… γύφτικκο σκεπάρνι, μπορεί να παραξένεψε κάποιους «θολοκουλτουριάρηδες», όπως χαρακτήριζαν κάποτε οι εφημερίδες του λαϊκού ΠΑΣΟΚ όσους υποψιάζονταν ότι τολμούσαν να σκέφτονται λίγο παραπέρα από τον μέσο όρο.
ΣΤΟΙΧΗΜΑΤΙΖΩ, ωστόσο, ότι πλήθος συμπατριώτες μας «λιώσανε», πράγμα που άλλωστε ήταν και η προφανής επιδίωξη του ανώτατου άρχοντα. Με ποια άλλα πρόσωπα κοινής αποδοχής θα μπορούσε άραγε να εμφανιστεί δημόσια ο Παυλόπουλος ξεκλέβοντας και λίγη από τη λάμψη τους;
ΠΟΙΟΣ πολιτικός, διανοούμενος, επιστήμονας, καλλιτέχνης, αθλητής ακόμα –άνθρωποι δηλαδή με ιδιότητες πιο ταιριαστές, κατά τεκμήριο, για μια τέτοια «τιμή»– δύναται να εκφράσει κάτι σαν συλλογικό πνεύμα σε μια χώρα που παραμένει βαθιά διχασμένη και αλληλοϋποβλεπόμενη;
ΥΠΗΡΧΑΝ πράγματι παλιότερα προσωπικότητες τέτοιου ειδικού βάρους (Χατζιδάκις, Θεοδωράκης, Σεφέρης, Ελύτης, Τσαρούχης, Μελίνα, για να θυμηθώ μερικά παραδείγματα) που πετύχαιναν, λίγο-πολύ, την καθολική αυτή αναγνώριση, άσχετα με το τι πρέσβευαν οι ίδιοι.
ΣΗΜΕΡΑ, αφενός, δεν παράγουμε πια περσόνες αντίστοιχου βεληνεκούς, αφετέρου, εκείνες που θα μπορούσαν, υποτίθεται, να παίξουν έναν τέτοιο ρόλο έχουν εκ των προτέρων, είτε αυτόβουλα, είτε αυθαίρετα τοποθετηθεί από τρίτους σε αυστηρά περιχαρακωμένα «κουτάκια».
ΔΗΛΑΔΗ, ή είναι «μαζί μας», ή «με τους άλλους», άσχετα που δεν είναι πάντα τόσο ξεκάθαρο ποιοι είμαστε τελικά εμείς και ποιοι οι άλλοι, είτε –πράγμα συχνά χειρότερο– «ύποπτα» μετριοπαθείς ή δυσταξινόμητοι.
ΑΠΟΥΣΙΑΖΟΥΝ ακόμα κι από τον αθλητισμό πια όχι μόνο τέτοιες προσωπικότητες αλλά και τα στοιχειωδώς συναινετικά εκείνα πολιτισμικά και αξιακά κριτήρια που θα τις αναδείκνυαν ως τέτοιες.
ΠΟΙΟΙ μένουν, άρα; Τίποτα ποπ είδωλα σαν τον «εθνικό» μας Σάκη, διάσημοι τηλεοπτικοί σταρ σαν τον νικητή του «Survivor», που ήδη κάτοικοι και αρχές υποδέχτηκαν σαν Μεσσία στη γενέτειρά του τη Σκιάθο.
ΚΑΙ γιατί όχι και θαυματουργά κειμήλια σαν το «ιερό» κάστανο του Παΐσιου, μια και η Ελληνορθοδοξία παραμένει από τους ελάχιστους θεσμούς που εξακολουθούν να απολαμβάνουν –συχνά εκβιαστικά– μια γενικότερη αποδοχή μέχρι και σε χώρους θεωρητικά απέναντί τους, όπως το «ορθόδοξο» ΚΚΕ ή η κυβερνώσα εκείνη «Αριστερά του Κυρίου».
ΥΠΟΨΗ ότι δεν έχω τίποτα προσωπικά ούτε με τον Σάκη, ούτε με τον Ντάνο, (του Survivor) ούτε καν με το… κάστανο, που τη δουλειά τους κάνουν και την κάνουν καλά. Το πρόβλημα είναι ότι βρίσκουν και τα κάνουν.
ΤΟ ότι όλο αυτό είναι, πέρα από τα υπόλοιπα, ένας ακόμα θρίαμβος του ιδεολογικού και αισθητικού κιτς που ανέκαθεν ταλάνιζε αυτή τη χώρα, λίγο ενδιαφέρει.
ΕΝΑ κιτς επίμονο, αποκαρδιωτικό, ανίκητο λες, που δεν βρίσκεται στο περιθώριο του δημόσιου γίγνεσθαι, όπως κατά κανόνα συμβαίνει σε άλλες ανεπτυγμένες χώρες, καταλαμβάνει αντίθετα κεντρική θέση σε αυτό.
ΑΥΤΑ για σήμερα και τα λέμε από βδομάδα. Γεια χαρά…