Υπάρχει μία παλιά αρχή στην δημοσιογραφία: αν κάτι συμβαίνει άπαξ, καταγράφεται ως “φαινόμενο”, αν συμβαίνει δις, είναι “τάση”, ενώ από την τρίτη φορά και μετά γίνεται νόμος της φύσης. Σ’ αυτό το σημείο λοιπόν, νομιμοποιούμαστε να θεωρήσουμε Νόμο της Φύσεως την άγνοια των Αυστραλών Εθνοπατέρων τόσο για τις διατάξεις του Συντάγματος, όσο και για την προσωπική τους ιθαγένεια. Μετά την Larissa Waters και τον Scott Ludlam, οι οποίοι παραιτήθηκαν από τις έδρες τους στην Γερουσία, όταν ανακάλυψαν ότι έχουν διπλή υπηκοότητα (την Καναδική και την Νεοζηλανδική) αντιστοίχως, το “κακό” τρίτωσε, με την περίπτωση του Υπουργού Πόρων και Βόρειας Αυστραλίας, Matt Canavan, ο οποίος παραιτήθηκε από το αξίωμά του, όχι όμως και από το κοινοβούλιο, όταν ανακάλυψε ότι έχει και την ιταλική ιθαγένεια, κατόπιν αιτήσεως της μητέρας του, όταν ο ίδιος ήταν 25 ετών.
Και μόνο αυτή η δήλωση – “η μαμά μου με δήλωσε” – αρκεί για να καταδείξει το γελοίον του πράγματος και δεν εννοούμε μόνο την ντροπιαστική δήλωση ενός ενηλίκου που ρίχνει ευθύνες στην μητέρα του για κάτι που συνέβη όταν εκείνος ήταν ήδη ενήλικας. Το γελοίον του πράγματος αφορά αυτό που συμβαίνει τώρα στο Αυστραλιανό κοινοβούλιο, όπου έχει ανοίξει ο ασκός του Αιόλου και ο ένας μετά τον άλλο οι Βουλευτές και Γερουσιαστές καλούνται να αποδείξουν ότι δεν είναι ελέφαντες, ότι είναι μόνο Αυστραλοί και δεν έχουν αλλού δοσμένο τον πατριωτισμό τους. Είναι ασφαλώς απορίας άξιον το πώς γίνεται εκλεγμένοι βουλευτές αγνοούν βασικά μαθήματα Αγωγής του Πολίτη, δηλαδή την διάταξη του Συντάγματος που απαγορεύει στους κατόχους διπλής υπηκοότητας το δικαίωμα του εκλέγεσθαι.
Για την ακρίβεια, το άρθρο 44 ορίζει ξεκάθαρα: “Οποιοδήποτε άτομο διαθέτει, υπό οποιαδήποτε αναγνώριση, υπηκοότητα, υποταγή ή προσκόλληση σε κάποια ξένη δύναμη, ή είναι υπήκοος ή πολίτης ή δικαιούχος των προνομίων και δικαιωμάτων ενός υπήκοου ή πολίτη άλλης χώρας, δεν δύναται να εκλεγεί ή να κατέχει έδρα γερουσιαστή ή μέλους της Βουλής των Αντιπροσώπων”. Αυτό που είναι επίσης απορίας άξιον είναι το πώς γίνεται ενήλικες άνθρωποι που θέλουν μάλιστα να εκπροσωπήσουν τους συμπολίτες τους να αγνοούν αν έχουν οποιαδήποτε “προσκόλληση σε κάποια ξένη δύναμη”. Κι εδώ βρίσκεται το πραγματικό πρόβλημα. Γιατί αυτή η άγνοια είναι δυνατή, λόγω του πολύπλοκου χαρακτήρα που έχει η σχετική νομοθεσία, καθώς επηρεάζεται από αλλαγές που γίνονται μέσα στα χρόνια, και δη σε δύο χώρες. Κι αυτό με την σειρά του καταδεικνύει τον προβληματικό χαρακτήρα του Άρθρου 44. Γιατί, αν εκ πρώτης όψεως φαίνεται δίκαιο και λογικό να δηλώνει κανείς πίστη σε μία χώρα, όταν θέλει να εκπροσωπεί τους πολίτες της, η πραγματικότητα είναι ότι ζούμε πλέον σε ένα περιβάλλον όπου τα πράγματα είναι πιο σύνθετα.
ΠΟΛΙΤΕΣ Β’ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ
Δεν είναι τυχαίο το ότι η διαδικασία πολιτογράφησης στην Αυστραλία – όσο ακόμη παραμένει ως έχει και δεν την έχει αλλάξει η κυβέρνηση – δεν απαιτεί από τους νέους Αυστραλούς υπηκόους να “απαρνούνται” τις σχέσεις τους με άλλες χώρες, όπως συνέβαινε παλιότερα, αλλά απλώς να δηλώνουν “πίστη” στην Αυστραλία. Το άρθρο 44, ούτε λίγο ούτε πολύ αντιμετωπίζει τους Αυστραλούς με διπλή ιθαγένεια ως πολίτες β’ κατηγορίας, υπονοώντας ότι η σύνδεσή τους με άλλες χώρες μπορεί να υπονομεύει την πίστη τους στα συμφέροντα της χώρας τους.
Πρόκειται για μια διάταξη – απολίθωμα της “Λευκής Αυστραλίας” (η οποία δημιουργήθηκε βεβαίως ως αποικία τρίτης χώρας, από την οποία προέρχεται ο αρχηγός του κράτους ακόμη και τώρα, αλλά ας μην το θίξουμε τώρα αυτό), για μία διάταξη που αγνοεί τον ίδιο τον πολυπολιτισμικό χαρακτήρα της χώρας, την πραγματικότητά της δηλαδή εδώ και τέσσερις δεκαετίες. Πρόκειται επίσης για μία υπονόμευση της ίδιας της δημοκρατίας. Αν το πολίτευμα της Αυστραλίας είναι ο κοινοβουλευτισμός, δηλαδή η αντιπροσωπευτική δημοκρατία, τι είδους βουλευτές είναι αυτοί, όταν καλούνται να εκπροσωπήσουν πολίτες που διαθέτουν σε μεγάλο ποσοστό διπλή ιθαγένεια, την ίδια που οι ίδιοι καλούνται να αποκηρύξουν; Αν πίσω από όλο αυτό κρύβεται ο κίνδυνος κατασκόπων, το πράγμα ξανά διολισθαίνει προς την γελοιότητα: ως γνωστόν, αν κάποιος είναι κατάσκοπος, δεν έχει ανάγκη την ιθαγένεια για να κάνει τη δουλειά. Υπάρχει ένα όριο μετά το οποίο η γελοιότητα γίνεται επικίνδυνη.
Τώρα που το ‘φαινόμενο’ των γερουσιαστών με διπλή ιθαγένεια έγινε ‘νόμος της φύσης’, υπάρχει ο κίνδυνος να σημειωθούν κι άλλες παραιτήσεις, να αλλάξει το πολιτικό προσωπικό της χώρας, όχι κατ’ απαίτηση των ψηφοφόρων, αλλά αντιθέτως, σε πείσμα των επιλογών τους, λόγω μιας απαρχαιωμένης διάταξης. Προτού αρχίσει το κυνήγι μαγισσών και βγουν έξω τα ‘πατριωτόμετρα’, θα πρέπει οι ίδιοι οι πολίτες να ενεργοποιηθούν. Μέσω των βουλευτών, ασφαλώς, οι οποίοι θα ζητήσουν να αλλάξει η διάταξη. Και μέσω των επί μέρους εθνοτικών κοινοτήτων, των φορέων του πολυπολιτισμού. Οι ηγεσίες πρέπει να κινητοποιηθούν τώρα. Γιατί η Αυστραλία δεν έχει χώρο για πολίτες β’ κατηγορίας.