Το πρωτοποριακό βιβλίο του συγγραφέα και πανεπιστημιακού Δρα Γιάννη Βασιλακάκου για τον διάσημο πλέον Ελληνοαυστραλό λογοτέχνη Χρήστο Τσιόλκα (που πρωτοκυκλοφόρησε πριν τέσσερα χρόνια με τον τίτλο Christos Tsiolkas: The Untold Story – His Life & Work, από τον αυστραλιανό εκδοτικό οίκο Connor Court Publishing 2013, μεταφράστηκε στα ελληνικά και κυκλοφόρησε στην Ελλάδα από τον αθηναϊκό εκδοτικό οίκο Οδός Πανός, υπό τον τίτλο Χρήστος Τσιόλκας: Η Άγνωστη Ιστορία – Η Ζωή και το Έργο του, Αθήνα 2015) αποτέλεσε αφετηρία για περαιτέρω έρευνες και μελέτες. Συγκεκριμένα, προέκυψαν έκτοτε δύο ακόμη σημαντικές έρευνες/μελέτες για τον πολυσυζητημένο Ελληνοαυστραλόι συγγραφέα: Η πρώτη αφορά το βιβλίο του Αυστραλού ακαδημαϊκού και μυθιστοριογράφου Andrew McCann (διδάσκει στον τμήμα Αγγλικών του Πανεπιστημίου Μελβούρνης) με τίτλο Christos Tsiolkas and the Fiction of Critique (Ο Χρήστος Τσιόλκας και η Μυθοπλασία της Κριτικής) που κυκλοφόρησε στο Λονδίνο από τις εκδόσεις Anthem το 2015.
Η δεύτερη σχετίζεται με μια μελέτη του ομογενή πανεπιστημιακού Νίκου Παπαστεργιάδη (καθηγητή στη Σχολή Πολιτισμού και Επικοινωνίας στο Πανεπιστήμιο Μελβούρνης) υπό τον τίτλο “Facing the Fall: Humanism after Nihilism in Christos Tsiolkas’s Writing” (“Αντιμετωπίζοντας την Πτώση: Ο Ουμανισμός μετά τον Μηδενισμό στο Συγγραφικό Έργο του Χρήστου Τσιόλκα». Η τελευταία δημοσιεύθηκε στο αμερικανικό επιστημονικό περιοδικό Journal of Asia-Pacific Pop Culture, τ. 1, αρ. 2 (2016) που εκδίδει ο εκδοτικός οίκος του Πολιτειακού Πανεπιστημίου της Πενσυλβάνιας Penn State University Press.
Απότοκο της παραπάνω μελέτης αποτελεί η αρχική διάλεξη του καθηγητή Παπαστεργιάδη για τη βιογραφία-μελέτη του Δρα Βασιλακάκου στη Μελβούρνη (25.5.2016) όπου συνεξετάζεται και η κριτική μονογραφία του Andrew McCann. Συνοψίζοντας το εν λόγω άρθρο του, ο καθηγητής Παπαστεργιάδης υποστηρίζει: «Τα μυθιστορήματα του Χρήστου Τσιόλκα προσφέρουν μια δυνατή απεικόνιση της κουφότητας των ριζοσπαστικών πολιτικών ιδεολογιών και της αποσυνάθροισης των πολιτισμικών σχέσεων. Η πάλη τού να ζει κανείς σ’ έναν κόσμο όπου και ο μαρξισμός και ο πολυπολιτισμός ορώνται ως αποτυχίες, έχει εκφραστεί μέσω μιας αφηγηματικής μορφής που αρχικά είχε ως αποτέλεσμα τον μηδενισμό και πιο πρόσφατα οδήγησε σε μια επίκληση μιας μορφής ενσαρκωμένης αλληλεγγύης με το άλλο. Σ’ αυτό το άρθρο αντιπαραθέτω την αμφίθυμη χρήση στον μηδενισμό, στα έργα του Τσιόλκα, με τις θεωρητικές κριτικές των Sloterdijk και Zizek».
Αναφερόμενος στις δύο προαναφερθείσες κριτικές μελέτες των Βασιλακάκου και McCann, ο συγγγραφέας του άρθρου επισημαίνει: «Έως σήμερα δύο κριτικές μονογραφίες έχουν δημοσιευθεί για το corpus του Τσιόλκα. Στις αντίστοιχες εισαγωγές τους, τόσο ο Βασιλακάκος όσο και ο McCann εξομολογούνται πως είχαν μια αρχική αμφιθυμία ως προς το συγγραφικό έργο του Τσιόλκα. Ο McCann ένιωσε μια αποστροφή από την εμφανή εξάρτηση στερεοτύπων και τη χρήση ενός ωμού στυλ που προσέγγιζε την αγένεια. Από την άλλη μεριά, ο Βασιλακάκος βρήκε τη θεματολογία του πρώτου μυθιστορήματος [του Τσιόλκα] χυδαία, και παραδέχτηκε πως το ενδιαφέρον του αναζωπυρώθηκε μόνο όταν διάβασε το τρίτο μυθιστόρημά του. Ωστόσο, και οι δύο κριτικοί παραδέχονται πως οι πρώτες τους εντυπώσεις δεν ήταν απόλυτα σωστές. Ταλαντευόμενοι από το επιφανειακό βίωμα της θεματολογίας και της χρήσης της γλώσσας, δεν κατάφεραν να δουν μια βαθύτερη πάλη. Η υποκείμενη λογική και οι κρυμμένες συγκρούσεις γίνονται ίσως εμφανείς μόνο από το σωρευτικό αποτέλεσμα της ολότητας του συγγραφικού έργου».
Για τα κίνητρα συγγραφής των μυθιστορημάτων του Τσιόλκα, ο Παπαστεργιάδης παρατηρεί: «Ο Τσιόλκας έχει αναγνωρίσει πως το πρώτο του μυθιστόρημα γράφτηκε από “θυμό” (βλ. Vasilakakos, ό.π., σ. 83) και πως σκοπός του τέταρτου μπεστ-σέλερ μυθιστορήματός του Το Χαστούκι ήταν να αφυπνίσει τη μεσαία τάξη της Αυστραλίας από την εγχώρια μακαριότητα» (βλ. άρθρο: “Hospitality, Multiculturalism and Cosmopolitanism: A conversation between Christos Tsiolkas and Nikos Papastergiadis”, Journal of Intercultural Studies, σσ. 34, 4, 387-93, 2013).
Εμβαθύνοντας στην αμφίθυμη στάση που υιοθετεί ο Τσιόλκας στα πολιτικά του δοκίμια, αλλά και στα μυθοπλαστικά έργα του, ο Παπαστεργιάδης επεξηγεί: «Ενώ η αναζήτηση για την ταυτότητα εν μέσω διαφορετικών πολιτισμικών απόψεων, και η ελπίδα για κοινωνική δικαιοσύνη αποτελούν τα δίδυμα κεντρικά ζητήματα που φαίνεται να παραμένουν άθικτα στα πολιτικά δοκίμια του Τσιόλκα, στην πορεία της καριέρας του ως συγγραφέας μυθοπλασίας, επικρατεί ένας βαθύτερος σκεπτικισμός. Οι πρωταγωνιστές όλο και περισσότερο απορρίπτουν τόσο την υπόσχεση του ριζοσπαστισμού – την πεποίθηση ότι μπορεί κανείς να αποκοπεί ξεκάθαρα και απόλυτα από το παρόν – όσο και την προσφορά της πραγματιστικής προοδευτικότητας – τη μετακίνηση προς μια ρεφορμιστική ατζέντα η οποία περιορίζει το εύρος της αμφισβήτησης, με την ελπίδα πως η ακολουθία από μικρές νίκες θα μας μεταφέρει σε μια θέση από την οποία μπορούμε τότε να αρχίσουμε τη διαδικασία της πραγματικής αλλαγής. Ωστόσο, αυτή η διάκριση μεταξύ του πρότυπου πολιτικού σχολιασμού και της συναισθηματικής μυθοπλαστικής γραφής αποσταθεροποιείται στις συνεντεύξεις του με τον Γιάννη Βασιλακάκο. Σ’ αυτές τις εις βάθος και ειλικρινείς συζητήσεις, ο Τσιόλκας περιγράφει τον εαυτό του ως «αποστάτη» και προς τον Χριστιανισμό και προς τον Μαρξισμό (βλ. Vasilakakos, ό.π., σ. 79).
Η απώλεια πίστης στις βεβαιότητες και της θρησκείας και της πολιτικής, συμπίπτει με την πνευματική ωρίμανση του Τσιόλκα. Αυτή η απώλεια δεν έχει γίνει αβασάνιστα, καθώς υπήρξε πηγή διαρκούς και μεγάλης οδύνης. Ο Τσιόλκας περιγράφει τον εαυτό του ως “αγνωστικιστή” που είναι “παγιδευμένος σε μια σχέση με τον Θεό” όπου ούτε η επιθυμία να πιστέψει, ούτε η αντίληψη περί ψυχής έχουν χαθεί» (ό.π., σ. 77). Παρόλη την απόρριψη αυτού που γίνεται αντιληπτό ως κούφια ιδεολογικά προγράμματα και αστήρικτο θρησκευτικό δόγμα, ο Τσιόλκας δηλώνει πως παραμένει ο φόβος πως το να ζεις χωρίς καμία έννοια πίστης, είναι σαν “να ανοίγεις μια πόρτα στην απανθρωπία” (ό.π., σ. 78) και να βιώνεις μια περιδινούμενη αίσθηση αποσύνδεσης. Υποστηρίζει πως οι πρωταγωνιστές στα μυθιστορήματά του διαμορφώνονται από την πείρα της ελεύθερης πτώσης:
“Διότι όταν χάνεις την πίστη – είτε πρόκειται για πνευματική είτε για πολιτική πίστη, ή ακόμη και πίστη σε κάποιον που αγαπάς – κυριολεκτικά πέφτεις στο γκρεμό. Είσαι στον αέρα, διότι δεν ξέρεις πού και πώς θα προσγειωθείς, αφού προηγουμένως υπήρχε ένα δίχτυ ασφαλείας – είτε επρόκειτο περί ιδεολογίας είτε περί Θεού είτε περί βεβαιότητας – και αυτά τα τρία μυθιστορήματα γράφτηκαν ενώ επιτελείτο η πτώση. Και είναι μέσα από την πράξη της πτώσης που προκύπτουν τα πράγματα. Αυτό που φοβόμουν περισσότερο να κάνω ήταν να είμαι κίβδηλος, να δώσω μια απάντηση όπου δεν πίστευα πλέον στον εαυτό μου […]”» (ό.π., σσ. 98-99).
Οι παραπάνω νέες έρευνες/μελέτες έρχονται να δικαιώσουν τον καθηγητή Παπαστεργιάδη ο οποίος, στην αρχική ομιλία του (τον Μάιο του 2016) για το βιβλίο του Βασιλακάκου, μεταξύ άλλων είχε επισημάνει:
«Είναι μεγάλη η τιμή που μιλώ σήμερα για το βιβλίο του Γιάννη Βασιλακάκου για τη ζωή και το έργο του Χρήστου Τσιόλκα. Το βιβλίο του Γιάννη είναι όντως ένα καταπληκτικό και αξιοθαύμαστο επίτευγμα. Το διάβασα με τεράστιο ενδιαφέρον και θαυμασμό και είμαι πραγματικά περήφανος που μου δίνεται η ευκαιρία να μιλήσω γι’ αυτό το πολύ σημαντικό έργο. Αναφερόμενος στην ποιότητα του βιβλίου, ξεκινώ από το Α’ Μέρος (που αποτελείται από μια σειρά συνεντεύξεων με τον Χρήστο) το οποίο θεωρώ πολύ σημαντικό διότι τεκμηριώνει την όλη εξέλιξη του Τσιόλκα ως άτομο (από παιδί έως ενήλικας). Κι επίσης διότι, στη συνέχεια, επιχειρεί μια διερεύνηση ορισμένων σημαντικών ζητημάτων που τον απασχόλησαν στη ζωή, όπως για παράδειγμα: την πολιτική, τη θρησκεία, την ταυτότητα, τον πολιτισμό, το ρατσισμό κτλ. Ο Γιάννης διαθέτει αυτή την εκπληκτική ικανότητα να θέτει κάποιες ουσιωδέστατες ερωτήσεις, με τέτοιο άμεσο κι ευφυή τρόπο, έτσι που ο Χρήστος να αναγκάζεται να σκάψει βαθιά στην προσωπική του ιστορία και στις σκέψεις του προκειμένου να απαντήσει όσο πιο αυθεντικά και ειλικρινά γίνεται. […] Οι ερωτήσεις αυτές αγγίζουν τόσο ευαίσθητες χορδές, σε σημείο που να μην υπάρχουν εύκολες και ετοιμοπαράδοτες απαντήσεις. Εξ ου και ο Χρήστος αναγκάζεται να αναγνωρίσει τα γνωσιολογικά του όρια καθώς και αυτά της ίδιας της γλώσσας. Εξυπακούεται ότι οι συνεντεύξεις αυτές δεν αποτελούν ρεπορτάζ ιδεών, αλλά δίνουν μια αίσθηση όχι μόνο για το ποια ήταν η πορεία του Χρήστου, αλλά επίσης και για το έργο που αναγνωρίζει ο Χρήστος ότι απομένει να γίνει. Κι αυτό είναι ένα απίστευτο επίτευγμα εκ μέρους του Γιάννη Βασιλακάκου – χωρίς να αναφερθώ ακόμη στα άλλα πλεονεκτήματα του βιβλίου αυτού – για το οποίο αξίζει να τον χαιρετίσω και να τον συγχαρώ…»