ΕΚ πρώτης όψεως ο Νίκος Ξενοφών με το Γιάννη Βαρουφάκη δεν έχουν τίποτα κοινό μεταξύ τους.
ΟΥΤΕ καν τις ίδιες ρίζες καταγωγής που προδίδουν τα ελληνικά ονόματά τους…
Ο πρώτος είναι ένας… γνήσιος Αυστραλός –και μόνον Αυστραλός!– γερουσιαστής και ο δεύτερος μια διεθνή ακαδημαϊκή περσόνα –που ακόμα δεν έχει αποποιηθεί την αυστραλιανή υπηκοότητα– παρά το γεγονός ότι διετέλεσε και υπουργός Οικονομικών της Ελλάδας.
ΕΠΕΙΔΗ, όμως, εγώ, είμαι περίεργος και ιδιόμορφος τύπος και μην έχοντας τίποτα καλύτερο να κάνω, ψάχνω -για χάρη σας- σε βάθος τα θέματα που επιλέγω να σχολιάσω.
ΑΥΤΟ έκανα και στην περίπτωση του Ξενοφώντα και του Βαρουφάκη, γιατί έτσι και αρκεστεί ένας γραφιάς σαν εμένα στο πώς τους παρουσιάζουν τα Μέσα Ενημέρωσης και στο τι δηλώνουν οι ίδιοι ή στο πώς λανσάρουν τον εαυτό τους, θα χάσει την μπάλα.
Ο λόγος που ασχολούμαι σήμερα μαζί τους, είναι γιατί με ανάγκασαν τα Μέσα Ενημέρωσης, τόσο της Αυστραλίας όσο και της πατρίδας μας, που ό,τι και να γράφουν, τους χρησιμοποιούν όπως χρησιμοποιούμε στη μαγειρική τον μαϊντανό.
ΠΟΛΙΤΙΚΗ είδηση, χωρίς έστω, μια οποιαδήποτε δήλωση του Ξενοφώντα, δεν «περπατάει». Είναι σαν να μην έλαβε χώρα το γεγονός, το οποίο γέννησε την είδηση.
ΚΑΤΙ παρόμοιο, αλλά τραγικά πιο… δημιουργικό και κωμικά πιο επαναλαμβανόμενο, συμβαίνει και στην παρτίδα μας με τον Γιάνη.
ΚΑΝΕΝΑΣ πολιτικός αναλυτής ή δημοσιογράφος, δεν μπορεί να ταχθεί υπέρ της κυβέρνησης ή της αντιπολίτευσης ή να ασκήσει οποιαδήποτε κριτική προς καμιά κατεύθυνση, χωρίς να επικαλεσθεί κάποια δήλωση ή άρθρο του Γιάνη.
ΤΟ ότι έχουν καταφέρει και οι δύο αυτοί άνδρες να έχουν τέτοια απήχηση και πρόσβαση στα Μέσα Ενημέρωσης, δεν είναι το μόνο κοινό που έχουν μεταξύ τους.
ΑΥΤΟ που τους συνδέει, πολύ περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, είναι ο ναρκισσισμός τους. Αρέσκονται να γίνεται πάντα λόγος για το όνομά τους και έχουν το ταλέντο να αξιοποιούν οποιαδήποτε ευκαιρία τους παρουσιάζεται.
ΚΑΙ οι δύο έχουν χτίσει τις καριέρες τους, χρησιμοποιώντας τα διψασμένα για κάθε «είδηση» Μέσα Ενημέρωσης και τις συχνές αναφορές των social media, που δεν παύουν να υμνούν ό,τι πιο επιρρεπές, εφήμερο και ευτελές κυκλοφορεί στη πιάτσα.
ΤΟΝ ίδιο καιρό, ο Ξενοφών και ο Βουραφάκης, ξεκίνησαν τις πολιτικές τους καριέρες αξιοποιώντας τη θεωρία των παιγνίων, σύμφωνα με την οποία, όλες οι εκδοχές είναι πιθανές: τα πάντα μπορούν να γίνουν…
ΜΗΝ ξεχνάμε ότι ο Νικ Ξενοφών, εκλέχτηκε για πρώτη φορά στην ομοσπονδιακή Γερουσία το 2007, ως σταυροφόρος του «αγώνα» κατά των τυχερών παιχνιδιών και κυρίως κατά της απαγόρευση των πόκις.
ΠΑΡΑ τους «αγώνες» του, όμως, οι μονόχειρες ληστές παρέμειναν στα κλέφτικα λημέρια τους και συνέχισαν να ληστεύουν τους ψηφοφόρους του και όλους εμάς που πιστεύαμε ότι ο Ξενοφών θα μας απαλλάξει από δαύτους.
ΤΕΛΙΚΑ, αμανάτι σε εμάς τους φορολογούμενους ψηφοφόρους, δεν έμειναν μόνο οι ληστές, αλλά και ο Νικ, τον οποίο συνεχίζουμε να πληρώνουμε από τις τσέπες μας επί 11 χρόνια για να πολιτεύεται.
ΚΑΙ αφού ο ερασιτέχνης πολιτικός από τη Νότια Αυστραλία, χρησιμοποίησε τα… παίγνια για να γίνει γερουσιαστής, δεν θα τα χρησιμοποιούσε ο Γιάνης –που δίδασκε και τη θεωρία των παιγνίων σε πανεπιστήμια– να γίνει υπουργός;
ΕΤΣΙ, όταν είπε και αυτός, με τη σειρά του, στους πεινασμένους για εξουσία ΣΥΡΙΖΑίους, ότι θα απαλλάξει τον ελληνικό λαό από τους μνημονικούς… ληστές της Ευρωζώνης, ο Τσίπρας τον έκανε με το καλημέρα υπουργό Οικονομίας.
ΕΝΑ παιχνίδι είναι και η πολιτική όπου ο καθένας μπορεί να δοκιμάσει τη τύχη του. Τι δηλαδή περισσότερο είχαν οι Σαμαροβενιζελαίοι;
ΔΕΧΟΜΑΙ, όμως, ότι παρά τις ομοιότητες τους αυτές, αδικώ κατάφωρα τον Βαρουφάκη, συγκρίνοντάς τον με τον Ξενοφών.
Ο Γιάνης είναι μια πληθωρική και διεθνή προσωπικότητα με πολλά θετικά και αρνητικά, ενώ ο Νικ, είναι ένας αποκομμένος Αυστραλός που ο κόσμος του αρχίζει στην Αδελαΐδα και τελειώνει στην πληκτική Καμπέρα…
ΜΠΟΡΕΙ να έχουν πολλά κοινά, αλλά σίγουρα δεν είναι συγύρισμα μεγέθη. Ο Βαρουφάκης είναι ένας κοσμοπολίτης, μορφωμένος, καλοντυμένος και γουστόζος «καλλιτέχνης» της πολιτικής και της ζωής.
ΑΝΤΙΘΕΤΑ, ο Ξενοφών, είναι ένας πρωτόβγαλτος σε πόλη Αυστραλός αγρότης, που επειδή ο κόσμος του αρχίζει και τελειώνει μέχρι και εκεί που φτάνουν τα μάτια ντρέπεται ακόμα και για την καταγωγή των προγόνων του.
ΑΝ αυτό σημαίνει κάτι, είναι ότι ο Νικ, εκτός όλων των άλλων αδυναμιών που έχει, είναι και εντελώς ανιστόρητος. Γιατί εάν γνώριζε λίγη ιστορία, δεν θα έπρεπε να τον βασανίζει και να τον κυνηγά το κόμπλεξ της καταγωγής του.
ΑΝ δεν είχε κόμπλεξ για την ελληνική και κυπριακή καταγωγή των γονέων του –μιας και ο ίδιος έχει γεννηθεί στην Αυστραλία– θα μπορούσε να δηλώσει ότι δεν έχει καμιά από τις δύο υπηκοότητες και να τελειώσει εκεί η όλη ιστορία.
ΔΕΝ αρκέστηκε, όμως, μόνο σε αυτό, αλλά πρόσθεσε ότι προέβη σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες ώστε να αποποιηθεί την ελληνική και την κυπριακή υπηκοότητα γιατί απλά «δεν τις θέλει».
Η προκλητική αυτή δήλωσή του, ανάγκασε την Κυπριακή Αρμοστεία να τον «καθησυχάσει» ότι ούτε η Κύπρος τον θέλει για υπήκοό της!
ΓΙΑΤΙ το έκανε δεν ξέρω. Το μόνο που μπορώ να υποθέσω είναι, ότι ενδεχομένως να μη γνώριζε ότι υπάρχουν χώρες με αυτά τα όνοματα…
ΥΠΑΡΧΕΙ βέβαια και η εκδοχή, ότι επειδή είναι λαϊκιστής και έχει μάθει καλά την τέχνη να κολακεύει τα αυτιά των ψηφοφόρων, ταυτίζεται πάντα με το λαϊκό αίσθημα, γι’ αυτό και δεν παύει να κάνει δηλώσεις για οποιοδήποτε θέμα συγκεντρώνει τους περισσότερους ψήφους προτιμήσεις στις σφυγμομετρήσεις.
ΕΠΕΙΔΗ πια όλα αυτά τα ξέρει καλύτερα και από τις τσέπες του, γνωρίζει ότι, παρά το γεγονός ότι, το ένα τρίτο των Αυστραλών έχει γεννηθεί σε άλλη χώρα, η ξενοφοβία συνεχίζει να υποβόσκει διατηρώντας στο ακέραιο τις δυνάμεις της, αποφάσισε να ψαρέψει ψήφους και στα θολά νερά της.
ΓΙ’ ΑΥΤΟ και δήλωσε επ’ ευκαιρία ότι: «είμαι πολύ περήφανος που είμαι Αυστραλός και γεννήθηκα σε τούτο τον τόπο και κίνησα πολύ νωρίς όλες τις νόμιμες διαδικασίες», για να αποποιηθεί δηλαδή την άλλη του υπηκοότητα που είχε λόγω καταγωγής, προσθέτοντας στη συνέχεια ότι: «δεν έχει υπάρξει και ουδέποτε θέλησε να γίνει Κύπριος πολίτης».
Ο Βαρουφάκης, βέβαια, από τη άλλη πλευρά, επειδή γνωρίζει ιστορία, ξέρει ότι από τη χώρα της καταγωγής του, ξεκίνησε η ιδέα της Δημοκρατίας και εκεί άναψε το πρώτο λυχνάρι, που ακόμα φωτίζει τον δυτικό πολιτισμό.
ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ, χάρηκα που δεν γούσταρε ο Νικ την ελληνική και κυπριακή καταγωγή του, γιατί και εμένα δεν μου αρέσει να έχω έναν συμπατριώτη σαν αυτόν σε τούτη τη χώρα…