Η ελληνική επικαιρότητα είναι γεμάτη κωμικές ειδήσεις, αλλά για κάποιο λόγο, εκείνη που μου φάνηκε ως πιο κωμική έχει τίτλο «Η επιτροπή Αλιβιζάτου για την ανάδειξη του ηγέτη της Κεντροαριστεράς». Ο τίτλος είναι σαφής. Ο διακεκριμένος Συνταγματολόγος (ο οποίος πρόσφατα βρέθηκε και στην Μελβούρνη) ανακοίνωσε τα μέλη της «Επιτροπής Διαδικασιών και Δεοντολογίας» που θα αναλάβουν την διεξαγωγή της ψηφοφορίας του προσεχούς φθινοπώρου (σ.σ. του ελληνικού φθινοπώρου, εννοείται) για την ανάδειξη του ηγέτη του νέου ενιαίου κόμματος της Κεντροαριστερά. Άντε πάλι τα ίδια. Για μια ακόμη φορά, έχουμε ζυμώσεις στον «χώρο της Κεντροαριστεράς», παρόμοιες με τις ζυμώσεις των «58», τις ζυμώσεις της «Ελιάς» και άλλων αντίστοιχων ζυμώσεων που επαναλαμβάνουν το ίδιο μοτίβο.

Όπως λέει και ο γνωστός τετριμμένος αφορισμός – που αποδίδεται λανθασμένα στον Αϊνστάιν – παράνοια είναι να επαναλαμβάνεις το ίδιο πράγμα, πιστεύοντας ότι θα φέρεις άλλο αποτέλεσμα. Εν προκειμένω, η παράνοια – ή έστω η ανοησία – είναι να μαζεύονται ξανά και ξανά οι οι ‘προσωπικότητες του κεντροαριστερού χώρου’, καθηγητές και παροπλισμένοι πολιτικοί, για να σκεφτούν και να αποφασίσουν ποιος θα ηγηθεί της παράταξης. Λες και το πρόβλημα είναι ότι δεν υπάρχει ηγέτης, όχι ότι δεν υπάρχει παράταξη.

Πάμε πάλι από την αρχή. Από τότε που η Γαλλική Επανάσταση μας κληροδότησε το πρώτο μοντέλο αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, μοιράζοντας τους βουλευτές της πρώτης Γαλλικής Εθνοσυνέλευσης σε αριστερά και δεξιά έδρανα, υπάρχουν δύο βασικές πολιτικές τάσεις: η Αριστερά και η Δεξιά. Παρά τις ανοησίες περί τέλους των ιδεολογιών, αυτός ο διαχωρισμός δεν έχει πεθάνει και είναι σχετικά εύκολο να τον ορίσει κανείς, χωρίς να χρειάζεται να διαβάσει Όσβαλντ Σπένγκλερ. Όλα έχουν να κάνουν με την στάση που έχει κανείς απέναντι στην κοινωνική ανισότητα. Η Αριστερά θεωρεί την κοινωνική ανισότητα ως ένδειξη κοινωνικής αδικίας, η οποία πρέπει να διορθωθεί. Η Δεξιά θεωρεί την κοινωνική ανισότητα ως περίπου φυσική κατάσταση. Όλα τα άλλα – οι επί μέρους θεωρίες, το μικρό ή μεγάλο κράτος, η αναδιανομή του πλούτου μέσω της φορολογίας, το ‘αόρατο χέρι της αγοράς’, είναι παράγωγα αυτής της βασικής διαφοράς. Όπως επίσης και το γεγονός ότι η μεν Αριστερά αναφέρεται κυρίως στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, αυτά δηλαδή που είναι θύματα της κοινωνικής ανισότητας, η δε Δεξιά εξυπηρετεί κυρίως τα συμφέροντα εκείνων που ευνοούνται από την ανισότητα. Επειδή όμως, ως γνωστόν, στην δημοκρατία επικρατεί η πλειοψηφία και επειδή η πλειοψηφία δεν ανήκει στις ανώτερες τάξεις, η Δεξιά έχει βρει διάφορους τρόπους προσεταιρισμού των χαμηλότερων στρωμάτων – από την φαντασίωση του ‘trickle down economics’, μέχρι την πατριδοκαπηλεία, η οποία ήταν πάντοτε ιδιαίτερα δημοφιλής στην Ελλάδα των εθνικοφρόνων. Για να μην μιλήσουμε για το δόγμα ‘Νόμος και Τάξη’ που εφαρμόζουν παραδοσιακά οι δεξιές κυβερνήσεις, πουλώντας ασφάλεια στους τρομοκρατημένους μικροαστούς, από μια σειρά κινδύνων – πραγματικών και φανταστικών: τους κλέφτες, τους τρομοκράτες, τους αναρχικούς, τους μετανάστες κ.ο.κ.

Όσο για το Κέντρο, αυτό δεν αποτελεί ιδεολογία, δεν αποτελεί πολιτική θεωρία, αλλά πρόταση διακυβέρνησης, μια συμβιβαστική λύση, ανάμεσα στις δύο κοινωνικές ομάδες, για χάρη της μεσαίας τάξης. Τόσο η Κεντροαριστερή πολιτική όσο και η κεντροδεξιά, αφορούν το ‘μίγμα’ των ‘αριστερών’ και ‘δεξιών’ πολιτικών που εφαρμόζονται κάθε φορά, σε ό,τι έχει να κάνει με την φορολογία, το κοινωνικό κράτος, τις δομές, την αγορά, ώστε να διασφαλιστεί κοινωνική συνοχή και η κοινωνική ειρήνη. Ουσιαστικά, ως Κεντρώα πολιτική, εννοούμε τον πραγματισμό. Αλλά η προϋπόθεσή του Κέντρου είναι πάντα η μεσαία τάξη. Δεν νοείται Κεντροαριστερά ή Κεντροδεξιά χωρίς μικρομεσαία βάση. Αυτή η κοινωνική τάξη είναι που έχει διαλυθεί στην Ελλάδα, με τον ερχομό της Κρίσης (ή μάλλον, για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, της Χρεοκοπίας) και με την πολιτική λιτότητας που εφαρμόζεται ως μονόδρομος. Όσο αυτή είναι διαλυμένη, δεν πρόκειται να υπάρξει ούτε Κεντροαριστέρα ούτε Κεντροδεξιά. Και η μεν Δεξιά, αυτό το πρόβλημα το έχει λύσει, με τον συνδυασμό των δύο αγαπημένων της Δογμάτων: του νεοφιλελευθερισμού και του Νόμος και Τάξη. Γι’ αυτό και η ρητορική της Νέας Δημοκρατίας δεν αφορά καθόλου την ουσία των πολιτικών επιλογών του Σύριζα, αλλά αναμασήματα ανοησιών για το ‘άβατο των Εξαρχείων’.

Η Κεντροαριστερά, αντιστοίχως, αν θέλει να υπάρξει, θα πρέπει να καταλάβει ότι χρειάζεται να ξαναστηθεί η εκλογική της βάση και όχι μία επιτροπή σοφών που θα γεννήσει έναν ‘Αρχηγό του Σωλήνα’.

Αλλά το βασικό πρόβλημα όλων αυτών των ζυμώσεων και των πρωτοβουλιών για την ανασύσταση της Κεντροαριστεράς είναι άλλο. Ότι, ενώ οι ομάδες και οι προσωπικότητες του χώρου συζητούν και ζυμώνουν, η Κεντροαριστερά που θέλουν να αναστήσουν, δεν είναι καθόλου πεθαμένη. Η Κεντροαριστερά στην Ελλάδα ζει και βασιλεύει – για την ακρίβεια κυβερνά την χώρα. Γιατί τι άλλο είναι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ από μία γνήσια, αυθεντική και ελληνικότατη εκδοχή της Κεντροαριστεράς;

Η κυρίαρχη αντι-συριζική ρητορική διαφωνεί, ασφαλώς. Οι επικριτές της κυβέρνησης θεωρούν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα τσούρμο ‘αναρχοάπλυτων’ οπαδών του Τσάβες και του Μαδούρο που θέλει να κάνει την Ελλάδα Σοβιετία. Για το μόνο που έχουν δίκιο είναι για το ‘τσούρμο’. Όλα τα άλλα είναι ανοησίες. Τίποτε στην πολιτική που εφαρμόζει η κυβέρνηση Σύριζα δεν προδίδει καμία προσκόλληση στον Μαδουρισμό (αν υπάρχει τέτοιο πράγμα) ή πολύ περισσότερο, τον Σταλινισμό και τις σοβιετίες. Για την ακρίβεια, δεν έχει καμία σχέση με την Αριστερά. Μια πραγματική αριστερή κυβέρνηση θα είχε ως προτεραιότητα τις κρατικοποιήσεις – ειδικότερα δε σε περίοδο Χρεοκοπίας, μία αριστερή κυβέρνηση ‘αναρχοάπλυτων’ το πρώτο που θα έκανε είναι να κρατικοποιήσει τις τράπεζες. Ο μοναδικός οργανισμός που κρατικοποιήθηκε επί κυβέρνησης Τσίπρα είναι το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, το κατεξοχήν σύμβολο του πολιτισμού των Κεντροαριστερών κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ (κι αυτό επειδή αλλιώς θα κατέρρεε, υπό το βάρος των χρεών και της κακοδιοίκησης). Για την ακρίβεια, η ρητορική που χρησιμοποιούν οι ‘φιλελέδες’ εναντίον των Συριζαίων δεν απέχει και πολύ από την αντίστοιχη φρίκη που ένιωθε η παλιά, αστική δεξιά, απέναντι στην επέλαση του Ανδρέα Παπανδρέου και του συρφετού των ακούρευτων και αξύριστων υπουργών του – από τους οποίους κάποιοι ήταν μαρξιστές και κάποιοι απλώς άξεστοι. Με τον ίδιο τρόπο κρατούσαν την μύτη τους και οι μεν και οι δε.

Και ναι, η αλήθεια είναι ότι στο μεταξύ η Κεντροαριστερά εξευγενίστηκε πολύ. Αλλά συνέχισε να κάνει το ίδιο πράγμα. Να εφαρμόζει συντηρητικές πολιτικές με προοδευτικό περιτύλιγμα. Το έκαναν όλες οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ στην Ελλάδα, το έκανε ο Τόνι Μπλερ στη Μεγάλη Βρετανία, ξεδοντιάζοντας το Εθνικό Σύστημα Υγείας, το έκανε ο Γκέρχαρντ Σρέντερ στην Γερμανία, στήνοντας το σκηνικό που θα έκανε την Ευρώπη ευάλωτη στην Παγκόσμια Οικονομική Κρίση, το έκανε ο Μπιλ Κλίντον στις ΗΠΑ, δημιουργώντας τις συνθήκες που επέτρεψαν την Παγκόσμια Οικονομική Κρίση.

Κεντροαριστερά καραμπινάτη, με τα τσαρούχια, είναι και η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Που εφαρμόζει πρόθυμα όλες τις ‘μεταρρυθμίσεις’, όλα τα μέτρα λιτότητας, όλες τις επιταγές των δανειστών, διαλύοντας μέρα με την μέρα το κοινωνικό κράτος, αυτό το οποίο ισχυρίζεται ότι έχει ως κορώνα στο κεφάλι της. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, ειδικά μετά το φιάσκο του δημοψηφίσματος, είναι απόλυτα προσκολλημένη στο ‘Ευρωπαϊκό Όραμα’ – δηλαδή την διανομή των ΕΣΠΑ – με θέρμη ανάλογη με αυτήν που είχε η κυβέρνηση Σημίτη, όταν ‘μαγείρευε’ τα οικονομικά στοιχεία της χώρας, προκειμένου να βάλει την Ελλάδα στην Ευρωζώνη. Όσο για τα ορφανά του ‘εκσυγχρονισμού’, αντί να αναζητούν ως ξεπεσμένη αριστοκρατία, τον ηγέτη που θα αναστήσει τον χώρο, έχουν τρεις επιλογές: η μία είναι να προσχωρήσουν στο στρατόπεδο της Αντιπολίτευσης, καταπίνοντας την οικογενειοκρατία και την λαϊκή δεξιά. Η άλλη να αναγνωρίσουν τον Αλέξη Τσίπρα ως φυσικό ηγέτη της ελληνικής, ελληνικότατης, με τα τσαρούχια, κεντροαριστεράς και να ξαναμπουν στο παιχνίδι των ΕΣΠΑ. Και η τρίτη είναι να διατυπώσουν έστω μία ιδέα κοινωνικής και οικονομικής πολιτικής, εναλλακτικής στον μονόδρομο των ‘μεταρρυθμίσεων’ που θα μπορέσει να δώσει ζωή στην ημιθανή μεσαία τάξη. Αλλά ο ‘Χώρος της Κεντροαριστεράς’ δεν φαίνεται να έχει ούτε ιδέα, ούτε άποψη, ούτε καν πρόθεση να συστήσει μία σχετική επιτροπή Σοφών, Καθηγητών και Αλιβιζάτων.