ΣΤΙΣ παροιμίες του παππού μου καταφεύγω όταν «κολλάει» το μυαλό μου.

ΑΝΑΡΩΤΙΕΜΑΙ, δηλαδή, τι θα έλεγε ή τι θα έκανε ο γερο-Πανάγος, αν βρισκόταν στη θέση μου.

ΩΣ συνήθως, πάντα είχε μια απάντηση για κάθε ερώτηση ή πρόβλημα που προέκυπτε, επικαλούμενος παροιμίες, οι οποίες είτε πήγαζαν από το καταστάλαγμα δικών του βιωμάτων, είτε είχε και αυτός «κληρονομήσει» από τον δικό του παππού.

ΑΝ κρίνω ότι ο ίδιος πέθανε το καλοκαίρι του 1969 σε ηλικία 90 ετών (χοντρικά εντάξει;) και είχε πολεμήσει και στους Βαλκανικούς Πολέμους, ο δικός του ο παππούς, θα πρέπει να ήταν συμμαθητής του μικρότερου γιου του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη.

ΜΕ άλλα λόγια, οι original ρίζες των παροιμιών που χρησιμοποιούσε, πήγαιναν πίσω 200 χρόνια και βάλε. Μιλάμε, δηλαδή, για το απόσταγμα των εμπειριών πολλών γενιών.

ΜΙΑ από τις κλασικές του ατάκες -που την αξία της εκτίμησα πολύ μικρός, γιατί μου ήταν βολική και απαντούσε σε πολλά ερωτηματικά μου-, ήταν το: «ό,τι σου λένε άκουγε και ό,τι ξέρεις κάνε».

ΚΑΙ μου άρεσε αυτή η παροιμία, για δύο λόγους: πρώτον, γιατί ήμουν ξεροκέφαλος και έκανα πάντα το «δικό μου» και, δεύτερον: γιατί απενοχοποιούσε αυτό που έκανα – κόντρα στις συμβουλές ή οδηγίες που μου έδιναν.

ΘΥΜΑΜΑΙ, ότι όταν εγώ ήμουν δέκα ετών και εκείνος σχεδόν 80 και παραπονιόμουν όταν τον ακολουθούσα στις σκάλες ότι ανέβαινε πολύ αργά έλεγε: σου έχω ξαναπεί ότι «εκεί που είσαι ήμουνα και εδώ που είμαι θα ΄ρθεις».

ΕΚΤΟΤΕ πέρασαν 60 χρόνια και σε μια δεκαετία θα έχω φτάσει από το «εκεί» που ήμουν εγώ τότε, στο «εδώ» που είμαι τώρα. Χοντρικά, δηλαδή, εκεί που ήταν ο παππούς όταν μου είπε την παροιμία.

ΟΛΑ τα πιο πάνω μου ήλθαν στο μυαλό, όταν αποφάσισα να γράψω δύο κουβέντες για ανθρώπους σαν εμάς, που βρισκόμαστε στην «εφηβεία» της τρίτης ηλικίας για να μάθουν και οι νεότερες γενιές ότι δεν θα αργήσουν να περάσουν και αυτοί από το «εκείνο που είναι», στο «εδώ που είμαστε εμείς».

ΕΓΩ, τότε που το άκουγα, πίστευα ότι δεν πρόκειται να φτάσει η μέρα που θα γεράσω. Ο χρόνος όμως με διέψευσε.

ΟΧΙ μόνο έφτασε, αλλά, ενδέχεται να με ξεπεράσει χωρίς καν να το καταλάβω…

ΟΤΑΝ ο γερο-Πανάγος άκουγε ότι κάποιος χωριανός πέθανε νέος, έλεγε: «Ε, και λοιπόν τι έγινε; Κάλιο Σάββατο βράδυ, παρά Κυριακή χαράματα…».

ΠΡΙΝ, λοιπόν, γράψω δυο λέξεις, επ’ ευκαιρία μιας πρόσφατης είδησης, για το τι τραβούν οι γέροντες στα γηροκομεία, τα γηριατρεία και τους περιβόητους… οίκους ευγηρίας, καλό θα είναι να έχετε υπόψη σας ότι τα γηρατειά είναι μια συνεχής και αναπόφευκτη ταπείνωση, όπως μου είχε πει και ο Αρχιεπίσκοπος Στυλιανός, στην τελευταία μας συνάντηση πριν τρία χρόνια.

ΜΕΤΑΞΥ των ερωτημάτων που έβαλα στον εαυτό μου, ήταν τι θα έλεγε ο παππούς μου, έστω και ως παροιμία, για τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει η σημερινή κοινωνία τους ηλικιωμένους.

ΚΑΙ παρά το γεγονός ότι ανακάλεσα όλες τις παροιμίες που μου έλεγε και θυμάμαι, δεν βρήκα καμιά που να ταιριάζει στην περίπτωση.

ΚΑΙ δεν βρήκα, γιατί ο σημερινός κόσμος δεν έχει πια καμιά σχέση με εκείνον του παππού μου πριν 60 σχεδόν χρόνια.

ΣΤΟ χωριό που έζησε και πέθανε ο παππούς, η λέξη γηροκομείο ήταν άγνωστη. Οι ηλικιωμένοι μεγάλωναν και πέθαιναν στα σπίτια που γεννήθηκαν.

ΤΑ παιδιά τους, οι νύφες και τα εγγόνια τους, θεωρούσαν ιερή τους υποχρέωση να τους γηροκομήσουν και αυτό έκαναν χωρίς δεύτερη κουβέντα.

ΤΑ χρόνια που ακολούθησαν η παράδοση αυτή, άρχισε σιγά-σιγά να εγκαταλείπεται, για πολλούς και διάφορους λόγους.

ΛΙΓΟ οι ανάγκες που άρχισαν να αυξάνονται, η φτώχεια που άρχισε να δαιμονοποιείται και να γίνεται συνώνυμη του προπατορικού αμαρτήματος και από κοντά η μετανάστευση και η αστικοποίηση για εξεύρεση εργασίας και μια καλύτερη ζωή, άρχισαν να εγκαταλείπονται τα χωριά και οι ηλικιωμένοι.

ΟΣΟΙ κατάφερναν να βρουν μια θεσούλα στο δημόσιο ή έβρισκαν μια δουλίτσα στην Αθήνα και τις μεγάλες πόλεις, έμεναν εκεί και εμείς που είμαστε οι τελευταίες τρύπες της φλογέρας ξενιτευόμαστε…

ΟΛΟΙ σχεδόν εμείς οι μετανάστες της πρώτης γενιάς, προερχόμαστε από χωριά και είχαμε μεγαλώσει και γαλουχηθεί με την κουλτούρα που θέλει τα παιδιά να γηροκομούν τους γονείς τους.

ΓΙ’ αυτό και δυσκολευόμαστε να αποδεχθούμε ότι το γηροκομείο είναι για τους περισσότερους από εμάς η μόνη λύση που μας απομένει και άλλος δρόμος δεν υπάρχει.

ΩΣ εκ τούτου, εγώ μπορεί να βρεθώ σε δυσκολότερη και –ενδεχομένως- σε χειρότερη θέση από τον παππού, όταν φτάσω στην ηλικία του.

ΑΥΤΟ στην προκείμενη περίπτωση σημαίνει ότι δεν ισχύει πέρα για πέρα η σοφή παροιμία, του «εκεί που είσαι ήμουνα και εδώ που είμαι θα ‘ρθες», γιατί αλλού ήταν ο παππούς μου στα γεράματά του και αλλού θα βρεθώ εγώ.

ΕΠΕΙΔΗ μάλιστα εγώ, όπως ενδεχομένως και αρκετοί από εσάς, βρίσκομαι στην «εφηβεία» της τρίτης ηλικίας και ίσως χρειαστεί (αν ζω) να πάω σε γηροκομείο μετά από καμιά δεκαπενταριά χρόνια, δεν αποκλείεται να βρεθώ -χωρίς να θέλω- σε κάποιο οίκο ευγηρίας στην Ταϊλάνδη…

ΑΠΟ τη στιγμή που τα γηροκομεία και η φροντίδα των ηλικιωμένων, εισήχθηκαν στα χρηματιστήρια, όπως όλα τα επικερδή προϊόντα, ακολουθούν τους αμείλικτους νόμους των «αγορών», οι οποίες και έχουν αρχίσει να συμπεριφέρονται στους ηλικιωμένους όπως συμπεριφέρονται σε όλα τα προϊόντα που εμπορεύονται.

ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΟΣ τους στόχος θα είναι το κέρδος, το οποίο και θα βασίζεται στον απαραβίαστο κανόνα της αγοράς και της ζήτησης, άσχετα αν πρόκειται για ψυγεία και αιρκοντίσιον ή γέροντες και γερόντισσες.

ΗΔΗ, πολλά γηροκομεία στις χώρες της Δύσης (που υπάρχουν πολλά λεφτά) έχουν περάσει στα χέρια μεγάλων εταιριών, ορισμένες από τις οποίες μάλιστα έχουν στήσει και «μονάδες» στις χώρες της Ασίας, όπως στις Φιλιππίνες και την Ταϊλάνδη, όπου και μεταφέρουν γέροντες από τις εύπορες και… πολιτισμένες χώρες.

ΚΑΙ στις χώρες αυτές, καταφεύγουν για τους ίδιους λόγους, που εδώ και 20 χρόνια άρχισαν να μεταφέρουν τις δραστηριότητες και την παραγωγή τους, όλες οι μεγάλες εταιρίες της Δύσης, στην Αναταολή.

ΤΟ γιατί το κάνουν μιλάει από μόνο του: γιατί υπάρχουν πάμφθηνα εργατικά χέρια και υποτυπώδεις έλεγχοι για το τι κάνουν, πώς το κάνουν και πόσο τους κοστίζει.

ΟΙ απαράδεκτες συνθήκες που έχουν ήδη εντοπιστεί σε πολλά γηροκομεία και οίκους ευγηρίας της Αυστραλίας -και ήδη γίνεται πολύς λόγος για τον τρόπο που λειτουργούν- θα μοιάζουν μετά από καμιά δεκαριά χρόνια με ξεχασμένους Παραδείσους, αν όλα τα γηροκομεία περάσουν στα χέρα των μεγάλων εταιριών.

ΟΛΑ μέχρι στιγμής δείχνουν, ότι προς τα εκεί πάμε, που σημαίνει ότι όλοι εμείς που θα θέλουμε φροντίδα μετά από καμιά δεκαπενταριά χρόνια, όχι μόνο δεν ξέρουμε, αλλά ούτε έχει περάσει ακόμα από το μυαλό μας πού θα καταλήξουμε και ποιοι θα μας… φροντίζουν.

ΟΠΩΣ δεν είχε περάσει από το μυαλό κανενός πριν 50 ή 60 χρόνια η ιδέα, ότι θα έφτανε η μέρα να γεράσει και κάποιος θα έπρεπε να τον γηροκομήσει.

ΤΥΧΕΡΟΙ, λοιπόν, όσοι πρόλαβαν να γεράσουν νωρίς και να περάσουν τα τελευταία χρόνια της ζωής τους στα υπάρχοντα γηροκομεία.

ΩΣ εκ τούτου, συνομήλικοι, προετοιμαστείτε γιατί μας περιμένουν πολύ χειρότερες μέρες φροντίδας…