ΤΙ πάλι σήμερα να πω και τι να μολογήσω που να μην έχει ξαναειπωθεί και ενδιαφέρον να ‘χει.
ΚΑΙ επειδή, το έψαξα από εδώ, το έψαξα από εκεί και τίποτα δεν βρήκα, στην ποίηση κατέφυγα και έκανα ό,τι κάνω πάντα, για να ξελαμπικάρει το μυαλό μου.
ΑΡΧΙΣΑ να ξαναδιαβάζω ποιήματα που μου αρέσουν και είχα ξαναδιαβάσει το περασμένο Σαββατοκύριακο, περνώντας πολλές ευχάριστες ώρες.
ΣΚΕΦΤΗΚΑ, λοιπόν, ότι επειδή εγώ πέρασα καλά διαβάζοντας τα, γιατί να μην περάσετε και εσείς καλά, κάνοντας το ίδιο.
ΑΝ, μάλιστα, έχετε πολλά χρόνια να διαβάσετε τα ποιήματα που σχεδιάζω να δημοσιεύσω, ενδεχομένως να τα χαρείτε περισσότερο και από εμένα που τα διαβάζω συχνότερα.
ΑΝΤΙ, ως εκ τούτου, να αναφερθώ στις συνηθισμένες κοινοτοπίες, έριξα μα ματιά σε μια παλιά ποιητική ανθολογία που έχω για να διαλέξω ποια θα δημοσιεύσω.
ΤΟ εντυπωσιακό δεν είναι ότι επέλεξα τέσσερα -από τα 30 υποψήφια- αλλά, ότι και τέσσερα που διάλεξα, προέρχονται από τη δημοτική μας ποίηση.
ΜΕ δύο λόγια προσπέρασα Καβάφη, Σεφέρη, Παλαμά, Ελύτη, Γκάτσο. Καρυωτάκη, Σολομό, Ρίτσο, Κάλβο, Καββαδία, Μαλακάση και «κόλλησα» σε τέσσερα ποιήματα ανωνύμων ποιητών της χιλιοτραγουδισμένης λαϊκής μας ποίησης.
ΑΝ είχα επιλογή για ένα ακόμα, θα δημοσίευα το «Νέοι της Σιδώνος (400μ.χ)» του Κ. Καβάφη.
ΠΑΡΕΝΘΕΣΗ: να προσθέσω εδώ ότι το κορυφαίο ποίημα –μακράν όλων των άλλων- είναι η Ιλιάδα του Ομήρου. Πού να βρεις χώρο (και αναγνώστες…) να δημοσιεύσεις σε μια εφημερίδα ένα ποίημα 16.000 στίχων. Κλείνει η παρένθεση.
ΜΕΤΑΞΥ των ποιημάτων που επέλεξα είναι η «Λιογέννητη», «Του Νεκρού Αδελφού», «Ο Τσαμαδός και ο γιος του» και «Το γεφύρι της Άρτας»
ΣΤΗ συνεχεία διαπίστωσα ότι το ποίημα της «Λιογιέννητης» ήταν σχεδόν 2000 λέξεις και δεν υπήρχε χώρος, μιας και ο χώρος της στήλης –και με τα λίγα λόγια που έγραψα ως πρόλογο- επαρκεί μόνο για δύο ποιήματα.
ΕΤΣΙ θα δημοσιεύσω σήμερα το ποίημα του «Νεκρού Αδελφού» και το ποίημα του «Τσαμαδού» και θα αφήσω για μια φορά το «Γεφύρι της Άρτας» που είναι και το πιο γνωστό στους περισσότερους και την «Λιογέννητη» που, κατά τη γνώμη μου, είναι και το κορυφαίο.
ΤΟ ποίημα αυτό, που γράφτηκε πριν 1200 χρόνια, ανήκει στην βυζαντινή ακριτική ποίηση του μεσαίωνα και αναφέρεται στον άσβηστο έρωτα μιας μάνας για τον γιο της.
ΕΝΑΣ οιδιπόδειος έρωτας, που είχε ως αποτέλεσμα να φαρμακώσει η μάνα τη νύφη της –για να μονοπωλήσει τον έρωτα του γιου της- και να αυτοκτονήσει τελικά αυτός (μπρος στην μάνα) όταν αντίκρισε νεκρή την ερωμένη του.
ΤΟ ακριβώς το αντίθετο, έκανε η μάνα του παλληκαριού που μονομάχησε με τον Τσαμαδό –χωρίς να γνωρίζει ότι είναι πατέρες του-. Στην περίπτωση αυτή, η μάνα φαρμάκωσε το γιό της, για να μονοπωλήσει την αγάπη του πατέρα του.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ -αν θέλετε βέβαια- τα ποιήματα προσεκτικά και μάλιστα δυο και τρεις φόρες, γιατί σύμφωνα με τους ειδικούς, στο καλό διάβασμα και στην καλή απαγγελία βρίσκονται «όλα τα λεφτά» ενός ποιήματος
ΜΙΑ πρόχειρη και γρήγορη ανάγνωση, έχει ως αποτέλεσμα να μην κατανοεί ο αναγνώστης το βάθος των εννοιών της κάθε λέξης που χρησιμοποιεί ο ποιητής. Καλή ανάγνωση:
ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ
Μάνα με τους εννιά σου γιους και με τη μια σου κόρη,
την κόρη τη μονάκριβη την πολυαγαπημένη,
την είχες δώδεκα χρονώ κι ήλιος δε σου την είδε!
Στα σκοτεινά την έλουζε, στ’ άφεγγα τη χτενίζει,
στ’ άστρι και τον αυγερινό έπλεκε τα μαλλιά της.
Προξενητάδες ήρθανε από τη Βαβυλώνα,
να πάρουνε την Αρετή πολύ μακριά στα ξένα.
Οι οχτώ αδερφοί δε θέλουνε κι ο Κωσταντίνος θέλει.
«Μάνα μου, κι ας τη δώσομε την Αρετή στα ξένα,
στα ξένα κει που περπατώ, στα ξένα που πηγαίνω,
αν πάμ’ εμείς στην ξενιτιά, ξένοι να μην περνούμε.
– Φρόνιμος είσαι, Κωσταντή, μ’ άσκημα απιλογήθης.
Κι α μόρτει, γιε μου, θάνατος, κι α μόρτει, γιε μου, αρρώστια,
κι αν τύχει πίκρα γή χαρά, ποιος πάει να μου τη φέρει;
– Βάλλω τον ουρανό κριτή και τους αγιούς μαρτύρους,
αν τύχει κι έρτει θάνατος, αν τύχει κι έρτει αρρώστια,
αν τύχει πίκρα γή χαρά, εγώ να σου τη φέρω».
Και σαν την επαντρέψανε την Αρετή στα ξένα,
κι εμπήκε χρόνος δίσεχτος και μήνες οργισμένοι
κι έπεσε το θανατικό, κι οι εννιά αδερφοί πεθάναν,
βρέθηκε η μάνα μοναχή σαν καλαμιά στον κάμπο.
Σ’ όλα τα μνήματα έκλαιγε, σ’ όλα μοιρολογιόταν,
στου Κωσταντίνου το μνημειό ανέσπα τα μαλλιά της.
«Ανάθεμά σε, Κωσταντή, και μυριανάθεμά σε,
οπού μου την εξόριζες την Αρετή στα ξένα!
το τάξιμο που μου ‘ταξες, πότε θα μου το κάμεις;
Τον ουρανό ‘βαλες κριτή και τους αγιούς μαρτύρους,
αν τύχει πίκρα γή χαρά, να πας να μου τη φέρεις».
Από το μυριανάθεμα και τη βαριά κατάρα,
η γης αναταράχτηκε κι ο Κωσταντής εβγήκε.
Κάνει το σύγνεφο άλογο και τ’ άστρο χαλινάρι,
και το φεγγάρι συντροφιά και πάει να της τη φέρει.
Παίρνει τα όρη πίσω του και τα βουνά μπροστά του.
Βρίσκει την κι εχτενίζουνταν όξου στο φεγγαράκι.
Από μακριά τη χαιρετά κι από κοντά της λέγει:
«Άιντε, αδερφή, να φύγομε, στη μάνα μας να πάμε.
– Αλίμονο, αδερφάκι μου, και τι είναι τούτη η ώρα;
Αν ίσως κι είναι για χαρά, να στολιστώ και να ‘ρθω,
κι αν είναι πίκρα, πες μου το, να βάλω μαύρα να ‘ρθω.
– Έλα, Αρετή, στο σπίτι μας, κι ας είσαι όπως και αν είσαι».
– Κοντολυγίζει τ’ άλογο και πίσω την καθίζει.
Στη στράτα που διαβαίνανε πουλάκια κιλαηδούσαν,
δεν κιλαηδούσαν σαν πουλιά, μήτε σαν χελιδόνια,
μόν’ κιλαηδούσαν κι έλεγαν ανθρωπινή ομιλία:
«Ποιος είδε κόρην όμορφη να σέρνει ο πεθαμένος!
– Άκουσες, Κωσταντίνε μου, τι λένε τα πουλάκια;
– Πουλάκια είναι κι ας κιλαηδούν, πουλάκια είναι κι ας λένε».
Και παρεκεί που πάγαιναν κι άλλα πουλιά τούς λένε:
«Δεν είναι κρίμα κι άδικο, παράξενο μεγάλο,
να περπατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμένους!
– Άκουσες, Κωσταντίνε μου, τι λένε τα πουλάκια;
πως περπατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμένους.
– Απρίλης είναι και λαλούν και Μάης και φωλεύουν.
– Φοβούμαι σ’, αδερφάκι μου, και λιβανιές μυρίζεις.
– Εχτές βραδίς επήγαμε πέρα στον Αί-Γιάννη,
κι εθύμιασέ μας ο παπάς με περισσό λιβάνι».
Και παρεμπρός που πήγανε, κι άλλα πουλιά τούς λένε:
«Για ιδές θάμα κι αντίθαμα που γίνεται στον κόσμο,
τέτοια πανώρια λυγερή να σέρνει ο πεθαμένος!»
Τ’ άκουσε πάλι η Αρετή κι εράγισε η καρδιά της.
«Άκουσες, Κωσταντάκη μου, τι λένε τα πουλάκια;
– Άφησ’, Αρέτω, τα πουλιά κι ό,τι κι α θέλ’ ας λέγουν.
– Πες μου, πού είναι τα κάλλη σου, και πού είν’ η λεβεντιά σου,
και τα ξανθά σου τα μαλλιά και τ’ όμορφο μουστάκι;
– Έχω καιρό π’ αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου».
Αυτού σιμά, αυτού κοντά στην εκκλησιά πρoφτάνoυν.
Βαριά χτυπά τ’ αλόγου του κι απ’ εμπροστά της χάθη.
Κι ακούει την πλάκα και βροντά, το χώμα και βοΐζει.
Κινάει και πάει η Αρετή στο σπίτι μοναχή της.
Βλέπει τους κήπους της γυμνούς, τα δέντρα μαραμένα
βλέπει το μπάλσαμο ξερό, το καρυοφύλλι μαύρο,
βλέπει μπροστά στην πόρτα της χορτάρια φυτρωμένα.
Βρίσκει την πόρτα σφαλιστή και τα κλειδιά παρμένα,
και τα σπιτοπαράθυρα σφιχτά μανταλωμένα.
Κτυπά την πόρτα δυνατά, τα παραθύρια τρίζουν.
«Αν είσαι φίλος διάβαινε, κι αν είσαι εχτρός μου φύγε,
κι αν είσαι ο Πικροχάροντας, άλλα παιδιά δεν έχω,
κι η δόλια η Αρετούλα μου λείπει μακριά στα ξένα.
– Σήκω, μανούλα μου, άνοιξε, σήκω, γλυκιά μου μάνα.
– Ποιος είν’ αυτός που μου χτυπάει και με φωνάζει μάνα;
– Άνοιξε, μάνα μου, άνοιξε κι εγώ είμαι η Αρετή σου».
Κατέβηκε, αγκαλιάστηκαν κι απέθαναν κι οι δύο.
Ο ΤΣΑΜΑΔΟΣ ΚΑΙ Ο ΓΙΟΣ ΤΟΥ
Μες στ’ άη Γιωργιού τους πλάτανους γένονταν πανηγύρι,
το πανηγύρι ήταν πολύ κι ο τόπος ήταν λίγος,
δώδεκα δίπλες ο χορός, κι εξηνταδυό τραπέζια,
και χίλια ψένονται σφαχτά σ’ όλο το πανηγύρι
.
Κι οι γέροντες παρακαλούν, τάζουν στον άη Γιώργη,
ο Τσαμαδός να μην ερθεί – χαλάει το πανηγύρι.
Ακόμα ο λόγος έστεκε κι ο Τσαμαδός εφάνη,
που ροβολάει οχ το βουνό κατά το πανηγύρι
Πατεί και σειέται το βουνό, κράζει κι αχάν οι λόγγοι,
κι εκράταγε στον ώμο του δέντρο ξεριζωμένο,
κι απάνου στα κλωνάρια του θεριά είχε κρεμασμένα.
-Ώρα καλή σας, γέροντες.
-Καλό στο παληκάρι.
-Ποιός έχει αστήθι μάρμαρο και χέρια σιδερένια,
για να’ βγει να παλέψουμε στο μαρμαρένιο αλώνι;
Κανείς δεν αποκρίθηκεν απ’ τους πανηγυριώτες,
της χήρας γιός εφώναξε, της χήρας ο αντρειωμένος.
-Εγώ ‘χω αστήθι μάρμαρο και χέρια σιδερένια,
για να’ βγω να παλέψουμε στο μαρμαρένιο αλώνι.
Βγαίνουν κι οι δυό με τα σπαθιά και πάνε να παλέψουν.
Εκεί που επάτειε ο Τσαμαδός εβούλιαζε τ’ αλώνι.
κι εκεί που επάτειε το παιδί εβούλιαζε κι εβύθα.
Εκεί που βάρειε ο Τσαμαδός το γαίμα πάει ποτάμι,
κι εκεί που χτύπαε το παιδί, τα κόκκαλα τσακίζει.
-Κοντοκαρτέρει, βρε παιδί, κάτι να σε ρωτήσω,
ποιά σκύλα μάνα σ’ έκαμε, κι ο κύρης σου ποιός ήταν;
-Η μάνα μου όταν χήρεψε δε μ’ είχε γεννημένον,
κι όμοιασα του πατέρα μου και θα τον απεράσω.
Απο το χέρι τον αρπά στης μάνας του να πάνε.
Απo μακριά τούσε θωρεί κι ετοίμασε τραπέζι.
Κι εκεί που τρώγαν κι έπιναν η χήρα τους κερνούσε,
κρασί κερνάει τον Τσαμαδό, φαρμάκι το παιδί της.