«Πρέπει να γίνει αποδεκτό το σχέδιο συμφωνίας, το οποίο κατέθεσαν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στο Eurogroup της 25.06.2015 και αποτελείται από δύο μέρη, τα οποία συγκροτούν την ενιαία πρότασή τους; Το πρώτο έγγραφο τιτλοφορείται «Reforms for the completion of the Current Program and Beyond» («Μεταρρυθμίσεις για την ολοκλήρωση του τρέχοντος προγράμματος και πέραν αυτού») και το δεύτερο «Preliminary Debt sustainability analysis» («Προκαταρκτική ανάλυση βιωσιμότητας χρέους»). Όσοι από τους πολίτες της χώρας απορρίπτουν την πρόταση των τριών θεσμών ψηφίζουν: ΔΕΝ ΕΓΚΡΙΝΕΤΑΙ/ΟΧΙ. Όσοι από τους πολίτες της χώρας συμφωνούν με την πρόταση των τριών θεσμών ψηφίζουν: ΕΓΚΡΙΝΕΤΑΙ/ΝΑΙ.»

Το παραπάνω κείμενο προκαλεί τρόμο σε όποιον Έλληνα θυμάται τον Ιούλιο του 2015. Όχι μόνο γιατί είναι ένα γνήσιο δείγμα της διαλέκτου που λέγεται Ελληνική γλώσσα Δημόσιας Διοίκησης (και που δεν είναι ελληνικό προνόμιο, παντού στον κόσμο, το κράτος χρησιμοποιεί μία μπουρδουκλωμένη, ρομποτική, σχεδόν απάνθρωπη εκδοχή της γλώσσας), αλλά κυρίως γιατί παραπέμπει σε μία περίοδο τοξικής πόλωσης, αυτήν του περίφημου δημοψηφίσματος, όταν οι Έλληνες κλήθηκαν να τοποθετηθούν πάνω σ’ αυτό το ερώτημα.

Το κείμενο αυτό είναι επίσης ένα κραυγαλέο παράδειγμα προς αποφυγήν διατύπωσης ερωτημάτων δημοψηφίσματος. Από την μια ήταν τόσο σύνθετο που το καθιστούσε απροσπέλαστο, σχεδόν ακατανόητο για τον πολίτη και αφ’ ετέρου τόσο τυπολατρικά συγκεκριμένο που αυτοακυρωνόταν. Μέχρι να εγκρίνουν οι πολίτες την συγκεκριμένη πρόταση, αυτή είχε ήδη αποσυρθεί από το τραπέζι. Ήταν ένα ερώτημα, με άλλα λόγια, που αποτελούσε ομολογία παραδοχής ότι το πραγματικό ερώτημα του δημοψηφίσματος είναι άλλο. Γι’ αυτό και ο – τοξικός και πολωτικός, μην το ξεχνάμε – διάλογος που οδήγησε στις κάλπες δεν ασχολήθηκε καθόλου με το συγκεκριμένο ερώτημα, αλλά με όποιο άλλο ερώτημα θεωρούσε η κάθε πλευρά ότι κρύβεται από πίσω. Για την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ το ερώτημα ήταν αν ο λαός στηρίζει την πολιτική των διαπραγματεύσεων που ακολουθούσε. Για την αντιπολίτευση, το ερώτημα ήταν ‘Ναι ή Όχι στην Ευρωζώνη’, ή ‘Ναι ή Όχι στην Ευρωπαϊκή Ένωση’, αν όχι ‘Ναι ή Όχι στην Ευρώπη γενικώς’ (για τους εξαλλότερους). Για τα σκληρά δοκιμαζόμενα μεσαία και κατώτερα κοινωνικά στρώματα ήταν ‘Ναι ή Όχι στην λιτότητα’ ή ‘Ναι ή Όχι στα μνημόνια’ – και για μια μερίδα ήταν ‘Ναι ή Όχι στην μετατροπή της Ελλάδας σε προτεκτοράτο και την εκχώρηση της εθνικής κυριαρχίας’. Κάθε μερίδα πολιτεύτηκε ανάλογα, ψήφισε ανάλογα και ερμήνευσε ανάλογα τόσο το 62% του Όχι, όσο και την περίφημη – και πολυσυζητημένη πλέον – ‘κωλοτούμπα της κυβέρνησης Τσίπρα’.

Αν ξύνουμε τώρα πληγές, είναι για να τονίσουμε την σημασία ενός σωστά και με σαφήνεια διατυπωμένου ερωτήματος σε κάθε δημοψηφισματική διαδικασία, καθώς επ’ αυτού καλούνται – τυπικά, αλλά και ουσιαστικά – να τοποθετηθούν οι πολίτες. Κάθε δημοψήφισμα αποτελεί πρόσφορο έδαφος για να αναπτυχθούν ερμηνείες και θεωρίες και κυρίως για να παρουσιαστούν διάφορες επί μέρους ατζέντες. Το ίδιο συμβαίνει και με το δημοψήφισμα που έχει ανακοινώσει η κυβέρνηση με θέμα την αλλαγή του ορισμού του ζευγαριού, στην νομοθεσία περί γάμου. Την ακριβή διατύπωση του ερωτήματος θα την μάθουμε στις αρχές του Σεπτεμβρίου, όταν αρχίσει η αποστολή των σχετικών ψηφοδελτίων μέσω ταχυδρομείου. Είναι σχεδόν βέβαιο, ωστόσο, ότι το ερώτημα θα είναι το ίδιο που θα διατυπωνόταν και στο υποχρεωτικό δημοψήφισμα που είχε εξαγγελθεί, η διεξαγωγή του οποίου καταψηφίστηκε από τη Βουλή: “Πρέπει να αλλάξει ο νόμος ώστε να επιτρέπεται στα ομόφυλα ζευγάρια να παντρεύονται;”

Πρόκειται για ένα σαφές και ξεκάθαρο ερώτημα – και είναι χαρακτηριστικό ότι η οδηγία που έδωσε η διοίκηση του ABC προς τους δημοσιογράφους είναι να αναφέρονται σ’ αυτό ακριβώς το θέμα, τον “γάμο ομοφύλων ζευγαριών” συγκεκριμένα και όχι στην “ισότητα απέναντι στον γάμο” γενικώς, όταν ασχολούνται με το ζήτημα. Παρ’ όλα αυτά, ακόμη και σ’ αυτήν την περίπτωση, η – ήδη τοξική και πολωτική – συζήτηση που έχει ξεκινήσει, διεξάγεται στην βάση ότι τα πραγματικά ερωτήματα είναι άλλα. Είναι χαρακτηριστική η δήλωση του πρώην πρωθυπουργού, Tony Abbott, του ανθρώπου που από το παρασκήνιο κινεί τα νήματα της κυβέρνησης, ο οποίος έσπευσε να παρέμβει, ως ηγετική μορφή του στρατοπέδου του ‘Όχι’, λέγοντας: “Αν δεν σας αρέσει ο γάμος ομοφύλων, ψηφίστε όχι. Αν ανησυχείτε για την θρησκευτική ελευθερία και την ελευθερία του λόγου, ψηφίστε όχι και αν δεν σας αρέσει η πολιτική ορθότητα, ψηφίστε όχι, γιατί αν ψηφίστε όχι θα βοηθήσετε να ανακοπεί η πορεία της πολιτικής ορθότητας”. Προσέξτε τι κάνει εδώ ο πρώην πρωθυπουργός: ξεκινά την δήλωσή του αναφερόμενος στο πραγματικό ερώτημα, αν συμφωνεί κανείς με την αναγνώριση του δικαιώματος του γάμου στα ομόφυλα ζευγάρια. Και στην συνέχεια, δίπλα σε αυτό, διατυπώνει μια σειρά άλλων ερωτημάτων, τα οποία υποτίθεται ότι κρύβονται από πίσω, ουσιαστικά αλλάζοντας το θέμα της συζήτησης και θολώνοντας τα νερά.

Γιατί το θέμα δεν αφορά καθόλου την θρησκευτική ελευθερία – αυτή δεν απειλείται καθόλου. Η Αυστραλία παραμένει ένα κράτος όπου υπάρχει πλήρης ανεξιθρησκεία, καθένας είναι ελεύθερος να πιστεύει σε όποιον θεό θέλει, αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει και σαφέστατα δεν πρόκειται να αλλάξει με την συγκεκριμένη ψήφο. Ακόμη και αν το κράτος εγκρίνει τον γάμο των ομοφύλων ζευγαριών, αυτό αφορά τον πολιτικό γάμο. Κανείς ιερέας καμιάς εκκλησίας δεν θα υποχρεωθεί να παντρεύει ομόφυλα ζευγάρια, είναι αστείο να το φοβάται κανείς αυτό. Όχι, οι ιερείς θα παραμείνουν ελεύθεροι να κηρύσσουν εναντίον των ομοφύλων ζευγαριών, να τα θεωρούν εξοβελιστέα και να τα καταδικάζουν στο πυρ το εξώτερον (κάτι μάλλον αντιχριστιανικό, μεταξύ μας, αλλά αυτό είναι άλλο θέμα).

Όσο για το αγαπημένο σύνθημα των συντηρητικών ακροδεξιών, αυτό δηλαδή της περίφημης ‘πολιτικής ορθότητας’ που περιορίζει δήθεν την ελευθερία του λόγου, πάλι δεν προκύπτει από πουθενά ότι αφορά την συζήτηση, ότι δηλαδή θα κληθεί ο πολίτης να ψηφίσει αν είναι υπέρ ή κατά της πολιτικής ορθότητας, πολύ περισσότερο δε που αυτή η πολιτική ορθότητα είναι κάτι εντελώς ασαφές που χρησιμοποιείται ως φόβητρο.

Η πολιτική ορθότητα – που κανονικά στα ελληνικά θα έπρεπε να μεταφράζεται ως ‘πολιτική ευπρέπεια’ – ξεκίνησε από τα αμερικανικά πανεπιστήμια ως μία αναγνώριση ότι η γλώσσα δεν είναι ουδέτερη, αλλά είναι σημασιολογικά φορτισμένη και εμφορείται ιδεολογίας – και δη της κυρίαρχης ιδεολογίας που τείνει να καταπιέσει και να περιθωριοποιήσει διάφορες κοινωνικές ομάδες. Αν δηλαδή είναι κάτι η “πολιτική ορθότητα”, αυτό είναι μία προσπάθεια προσεκτικής χρήσης του λόγου, ώστε να μην αποτελεί λεκτική βία εναντίον ατόμων και ομάδων. Όσοι θεωρούν ότι αυτό περιορίζει την ελευθερία του λόγου, εννοούν μάλλον το δικαίωμά τους να χρησιμοποιούν απερίσκεπτα και ασύδοτα τον λόγο, προκειμένου να απευθύνουν χαρακτηρισμούς – συχνά σκληρούς και άσπλαχνους – απέναντι σε ευάλωτες ομάδες. Δεν πρόκειται για δικαίωμα στην ελεύθερη έκφραση, αλλά για δικαίωμα στην βαναυσότητα. (Είναι χαρακτηριστικό το σχόλιο ενός αναγνώστη στο Facebook, ο οποίος κάτω από το προηγούμενο άρθρο μου για το ζήτημα, αναφέρεται στο δικαίωμά του να χαρακτηρίζει ως ‘τέρατα’ ή ‘φρικιά’ τα διεμφυλικά άτομα – κι αυτός κατά τ’ άλλα, είναι χριστιανός, εμφορούμενος από ανιδιοτελή και άνευ όρων αγάπη προς τον πλησίον!)

Αλλά και πάλι, δεν είναι αυτό το ζήτημα. Το ζήτημα είναι το κατά πόσον συμφωνεί κανείς με το να αναγνωρίζεται πολιτικά ως γάμος, αυτό που ήδη αναγνωρίζεται πολιτικά με διάφορους άλλους τρόπους (την φορολογική νομοθεσία, π.χ., ή αυτήν για την υιοθεσία). Επ’ αυτού θα κληθούν να ψηφίσουν οι πολίτες και σε αυτό θα πρέπει να επικεντρωθεί η επιχειρηματολογία υπέρ του ‘Ναι’ ή του ‘Οχι’. Όλα τα άλλα, είναι θόρυβος, με σκοπό την παραπληροφόρηση, τον αποπροσανατολισμό και την υπονόμευση μιας – ήδη προβληματικής – διαδικασίας. Αν θέλει να αποφύγει αυτά τα φαινόμενα η πολιτεία, θα πρέπει να φροντίσει με κάθε τρόπο να ξεκαθαρίσει το ζήτημα και να διατυπώσει με σαφήνεια το ερώτημα, το συντομότερο δυνατόν προτού χαθεί πολύτιμος χρόνος σε τοξικές συζητήσεις.