«Είναι δύσκολα. Φοβερά δύσκολα κι εδώ. Δεν θα πρέπει, όμως, να τo βάζει κανείς κάτω. Αξίζει να προσπαθήσεις, να εξαντλήσεις όλες σου τις δυνάμεις -αν χρειαστεί- και πάνω απ’ όλα να μην ξεχνάς από πού έφυγες, τι σ’ έφερε σε μια χώρα που βρίσκεται στους αντίποδες της γης».
Ένας χείμαρρος από μια νεοφερμένη, νέα γυναίκα, που γεύτηκε ολόστομα την κρίση στην Ελλάδα, πριν πάρει τη μεγάλη απόφαση, στα 36 της, να αρχίσει μια νέα ζωή στην Αυστραλία.
«Ένιωθα και νιώθω ακόμα ότι ξεπουλάνε την πατρίδα μου και αυτό δεν αντέχεται με τίποτε». Δήλωση της Χρύσας Ρουμελιώτη, που θα μπορούσε να είναι το άλφα και το ωμέγα μιας συζήτησης που –παρά την ευτυχή της έκβαση- πονάει πολύ.
Σχεδιάστρια και πωλήτρια επίπλων σε μεγάλη ιταλική εταιρία στη Σπάρτη, πήρε τη μεγάλη απόφαση, «σε μια στιγμή πανικού». Όταν είδε την πραγματική εικόνα και πείστηκε ότι τίποτε δεν θα άλλαζε τουλάχιστον μέχρι την επόμενη δεκαετία.
ΤΟ ΤΕΡΑΣ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ
«Το τέρας της κρίσης έκανε την εμφάνισή του περισσότερο αισθητά στις μεγάλες πόλεις και μετά άρχισε να απλώνει τα πλοκάμια του παντού. Στη Σπάρτη, στο χώρο που εργαζόμουν, από τις δέκα ‘καλημέρες’ που έπαιρνα στο δρόμο, ερχόμενη στη δουλειά, μετά δεν έπαιρνα ούτε μία. Όλοι βάδιζαν με τα κεφάλια σκυφτά και τα μαγαζιά κατέβαζαν ρολά, το ένα μετά το άλλο. Μια επιδημία που συνεχίζεται μέχρι σήμερα και αν ανοίγει κάποιο εκεί που έκλεισε το παλιό, εννιά στις δέκα φορές, θα είναι καφετέρια.
Από δέκα πελάτες που έρχονταν στην έκθεση την ημέρα, αραιώνοντας σε άτακτο ρυθμό, έφθασαν τον ένα σε τρεις μέρες. Η αλλαγή καθόριζε και τις επιλογές των πελατών. Δεν κοίταζαν πλέον εκείνα που τους άρεσαν, αλλά τα φθηνότερα».
ΚΑΘΕΤΗ ΝΕΙΩΣΗ
Η ίδια έζησε την κρίση, όπως θα πει, πιο έντονα από το 2011, όταν έγιναν δραστικές αλλαγές και στο μισθό της. «Kάθετη μείωση και ένα διάστημα εθελοντική εργασία ‘περιμένοντας να περάσει η κρίση’. Στην πραγματικότητα, εκείνο που βιώναμε δεν ήταν τίποτε άλλο από επιδείνωση της κατάστασης σε όλα τα επίπεδα. Φως από πουθενά ή, μάλλον, από μια μακρινή χώρα που πάντα θαύμαζα, αλλά ποτέ δεν φανταζόμουν ότι θα έκανα δεύτερη πατρίδα μου» δηλώνει η Χρύσα Ρουμελιώτη.
ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΤΥΧΕΡΟΥΣ
Είναι Κυριακή πρωί και η κουβέντα γίνεται –πού αλλού;- στο στέκι των νεοφερμένων.
«Μια μικρή Ελλάδα που μ’ έκανε να νοιώσω άνετα και ζεστά από την πρώτη στιγμή που την επισκέφθηκα».
Μιλά για την πλατεία του Όκλι, φυσικά, που είναι ξεχωριστή και δεν έχει καμμία σχέση με την υπόλοιπη Μελβούρνη. Αυτή που «ξυπνά» με το τζόγκινγκ των Αυστραλών και «κατεβάζει ρολά» μαζί με τα μαγαζιά.
«Για μένα δεν υπήρξαν δυσάρεστες εκπλήξεις. Ίσως γιατί είμαι από τους τυχερούς. Γνώριζα την Αυστραλία, κυρίως γιατί έχω συγγενείς εδώ που μου άνοιξαν την αγκαλιά τους και το σπίτι τους. Βρήκα αγάπη και φιλοξενία. Η εγκατάστασή μου εδώ οφείλεται κατά ένα μεγάλο μέρος στο γεγονός ότι οι θείοι μου Παναγιώτης και Δημήτρης Μερκούλιας, από την οικοδομική εταιρεία Mercon, έγιναν σπόνσορές μου».
Στο σημείο αυτό, θα επεξηγήσει πώς έφτασε μέχρι εδώ και τον μικρό -ή μεγάλο- μαραθώνιο που πέρασε.
«Σίγουρα είμαι από τους τυχερούς. Θα πρέπει να πω ότι ήλθα με τουριστική βίζα για 3 μήνες τον Φεβρουάριο του 2016 για να δω αν θα μπορούσα να ζήσω εδώ. Από την πρώτη στιγμή ένοιωσα ότι θα μπορούσε και η χώρα αυτή να γίνει πατρίδα μου. Σε αυτό, όπως προανάφερα, έπαιξε ρόλο το γεγονός ότι είχα εδώ δικούς μου ανθρώπους που μ’ αγκάλιασαν και ένιωσα ασφαλής. Προσπάθησα να πάρω τη μόνιμη ανεξάρτητη βίζα (permanent independent visa), με την οποία δεν χρειάζεται σπόνσορ, αλλά δεν τα κατάφερα.
Στην ουσία, υπάρχουν δύο σκέλη στην όλη διαδικασία. Το πρώτο απαιτεί να περάσεις την αγγλική σε τέσσερις τομείς όπου πρέπει να εξασφαλίσεις τέσσερα οκτάρια. Πρόκειται για δύσκολο τεστ. Παρ’ ότι είχα από την Ελλάδα proficiency στα αγγλικά, δεν το πέρασα. Πήρα μόνο δύο οκτάρια. Το θετικό, βέβαια, είναι ότι μπορείς να δώσεις εξετάσεις όσες φορές επιθυμείς, αρκεί να καταβάλεις $320 κάθε φορά.
Το δεύτερο σκέλος, εξετάσεις προσόντων (skills’ assessment), το πέρασα. Τότε παρουσιάστηκε και ένα άλλο εμπόδιο. Έπρεπε από τη χώρα που έρχεσαι να έχεις εργαστεί οκτώ χρόνια και εγώ είχα εργαστεί, ως έμμισθη, επτάμισι.
Αναγκαστικά πήγα τότε για τη μόνιμη βίζα με σπόνσορα (sponsored permanent visa). Αυτή η μέθοδος είναι πιο ελαστική από πλευράς του τεστ αγγλικής, για το λόγο ότι απαιτεί τέσσερα εξάρια. Πέρασα και για δύο χρόνια απαιτείται να έχεις τον ίδιο σπόνσορα. Μετά μπορείς ν’ αλλάξεις. Είμαι τυχερή γιατί βρήκα μεγάλη στήριξη και δουλειά στον κλάδο μου. Μέχρι τότε εργαζόμουν εθελοντικά και είναι κάτι το οποίο συστήνω και σε εκείνους που δεν μπορούν να βρούνε αμέσως δουλειά στην ειδικότητά τους. Η εθελοντική εργασία σε βοηθά να φτάσεις πιο εύκολα στο όνειρό σου» τονίζει η Χρύσα Ρουμελιώτη.
Πριν σκεφτεί κανείς ότι «μιλά εκ του ασφαλούς», βιάζεται να προσθέσει ότι «κανείς δεν είναι άτρωτος. Η νοσταλγία δεν είναι κάτι που αγνοείται, αλλά ούτε και διατεθειμένη να σ’ αφήσει ήσυχο. Πρώτα–πρώτα, σου λείπουν οι δικοί σου άνθρωποι, οι φίλοι σου, το περιβάλλον που έζησες και ανέπνεες μια ολόκληρη ζωή. Είμαι άνθρωπος των συναισθημάτων και οι πρώτοι έξι μήνες υπήρξαν βασανιστικοί. Θυμάμαι ο θείος μου, μου είχε πει ‘αν νιώθεις έτσι, ίσως να πρέπει να πας πίσω’. Δεν ήμουν, εντούτοις, διατεθειμένη να καταθέσω τα όπλα, αμαχητί. Να υποχωρήσω, γιατί αντιμετώπιζα δυσκολίες».
ΓΗ ΤΗΣ ΕΠΑΓΓΕΛΙΑΣ
Η Χρύσα Ρουμελιώτη, κάνοντας μια σύγκριση του χθες με το σήμερα της Αυστραλίας –έδωσε… εξετάσεις και το γνωρίζει πολύ καλά– εκτιμά ότι απλώς δεν γίνεται σύγκριση: «Μιλάμε για άλλες εποχές και άλλες συνθήκες. Τότε η Αυστραλία ζητούσε ανειδίκευτους εργάτες και σήμερα ζητά ειδικευμένους σε συγκεκριμένους τομείς που η ίδια έχει έλλειψη. ‘Γη της Επαγγελίας’ τέλος!
Πριν έρχονταν στην Αυστραλία άνθρωποι από την Ελλάδα που δεν είχαν ιδέα της αγγλικής -και πολλοί δεν έχουν μέχρι σήμερα- και εύρισκαν δουλειά την άλλη μέρα. Ε, δεν γίνεται να γυρίσουμε πενήντα και εξήντα χρόνια πίσω. Τα πράγματα άλλαξαν και καλούμαστε να προσαρμοστούμε στην κατάσταση ως έχει σήμερα».
ΑΛΛΗ ΝΟΟΤΡΟΠΙΑ
Πόσο εύκολη είναι, όμως, αυτή η προσαρμογή, ακόμη και σ’ εκείνους που διαθέτουν εκείνα που απαιτούνται και πληρούν όλες τις προϋποθέσεις για την εγκατάστασή τους σ’ αυτήν τη χώρα;
«Καθόλου εύκολη, αν επιμένεις στις διαφορές μεταξύ των δύο χωρών στον τρόπο ζωής, νοοτροπίας κλπ.
Πρώτα–πρώτα, για να πάρουμε το πιο εμφανές, εδώ δεν υπάρχουν στιγμές χαλάρωσης. Είναι ‘δουλειά-σπίτι και σπίτι-δουλειά’. Υπάρχουν άνθρωποι που κάνουν οικονομία έναν ολόκληρο χρόνο για να πάνε ένα μήνα διακοπές.
Και δεν το λέω αυτό γιατί στην Ελλάδα είμαστε όλοι ‘καλοπερασάκηδες’. Υπάρχουν, βέβαια, πολλοί που έχουν πιστωτικές κάρτες και δανείζονται για να πάνε διακοπές ή να κάνουν κάποιες αγορές. Εγώ δεν είχα ποτέ πιστωτική κάρτα, αλλά ούτε και οι φίλοι μου. Απλώς, όταν βγαίναμε έξω, κόβαμε από κάτι άλλο. Ο Έλληνας αν δεν βγει για καφέ και δεν πάει στην ταβέρνα, απλώς δεν ζει».
ΣΚΛΗΡΟ ΜΑΘΗΜΑ
Στη συνέχεια, στη συζήτηση έρχεται το «σκληρό μάθημα που καλούνται να πάρουν οι νέες γενιές στην Ελλάδα σήμερα».
«Τη θεσούλα στο δημόσιο που ήταν το όνειρο των περισσότερων γονιών, καλούνται να πληρώσουν οι νέες γενιές σήμερα. Αν πάρουμε τη Λακωνία που έχει τόσο εύφορη γη, αντιμετωπιζόταν ως αντικείμενο εκμετάλλευσης για επιδοτήσεις από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Όλοι ήθελαν τα παιδιά τους και επιστήμονες ακόμη, να βρουν μια θέση στο δημόσιο που θα τους εξασφάλιζε μια εύκολη δουλειά σ’ όλη τους τη ζωή. Η ψηφοθηρία εδώ, ως γνωστόν, έπαιζε πρωτεύοντα ρόλο. Αποτέλεσμα να προσλαμβάνονται στο δημόσιο πολύ περισσότεροι από όσοι χρειάζονταν.
Φυσικά, αν θέλουμε να ψάξουμε τα αίτια πίσω απ’ αυτό, ίσως τα βρούμε στο γεγονός ότι επειδή, οι περισσότεροι από τους παλιούς, πέρασαν οι ίδιοι δύσκολα, δεν ήθελαν τα παιδιά τους να πάνε στα χωράφια, αλλά να εξασφαλίσουν μια δουλειά εύκολη και σίγουρη. Η ειρωνεία είναι ότι πολλοί επιστήμονες από τις πόλεις σήμερα γύρισαν στην ύπαιθρο, στη γη των γονιών τους».
Πίσω στην πραγματικότητα της νέας γης, η Χρύσα Ρουμελιώτη θα πει ότι «η Αυστραλία για όσους επιμένουν και δεν είναι διατεθειμένοι να καταθέσουν τα όπλα στα δύσκολα, μπορεί πραγματικά να γίνει δεύτερη πατρίδα. Προσωπικά, της είμαι ευγνώμων γιατί μου έδωσε φτερά να πετάξω!».