Δεν ξαναβρήκα τέτοιους φίλους. Και το περίεργο είναι ότι τα χρόνια που πέρασαν, κοντά εξήντα, δεν ξεθώριασαν τα πρόσωπά τους, δεν έσβησαν δεν άλλαξαν την εικόνα τους. Αναφέρομαι σε τρεις καλούς φίλους που είχα, ως νέος, στα γυμνασιακά χρόνια. Τους θυμήθηκα, συγκρίνοντας τους σημερινούς, τους τωρινούς μου φίλους, με τους τότε. Συγκρίνοντας τους φίλους των παιδιών μου, τους συμμαθητές, τους συμφοιτητές τους, για να ψάξω να βρω τη σχέση, τις ομοιότητες και να καταλήξω σε ένα συμπέρασμα, αν μπορέσω, σε ό,τι αφορά τη φιλία τότε και τώρα. Μετά το τέλος των γυμνασιακών σπουδών, όλοι προσπαθήσαμε να μπούμε σε κάποια ανώτατη σχολή, άσχετα με το ποιος κατάφερε να μπει, να προχωρήσει, να τελειώσει, να σταδιοδρομήσει και να πραγματοποιήσει το όνειρό του.

Ο Γιώργος, λεβεντόπαιδο, ομορφόπαιδο, μοναχοπαίδι, ζούσε με τους γονείς του κοντά στο Γυμνάσιό μας, Β! Πρακτικό και Κλασσικό Γυμνάσιο-Λύκειο Αρρένων Αθηνών. Αχαρνών και Χέυδεν γωνία. Ο Γιώργος ζούσε κοντά στο Γυμνάσιό μας σε μια κάποια γειτονική αυλή, σε δύο παλιά, μικρά δωμάτια. Ο πατέρας του δούλευε οδηγός σε απορριμματοφόρο, σε αυτοκίνητο που μάζευε τα σκουπίδια. Δεν το έκρυβε ότι ο πατέρας, όπως έλεγε, ήταν σκουπιδιάρης και δεν νόμιζε, πως αν το έλεγε κομψά «Οδηγός σε απορριμματοφόρο» θα άλλαζε η ουσία του όλου θέματος. Τον γνωρίσαμε τον πατέρα του Γιώργου, τον κ. Νίκο, ένα μεσημέρι που μας κάλεσε στο φτωχικό του να φάμε φακές που μαγείρεψε για μας, η αξιολάτρευτη μητέρα του, η κυρία Σοφία. Το μεγαλύτερο δωμάτιο του σπιτιού τους ήταν τραπεζαρία και κρεβατοκάμαρα των γονέων του. Το δεύτερο μικρό δωμάτιο ήταν του Γιώργου η κρεβατοκάμαρα με ένα μικρό τραπέζι για γραφείο, μια αυτοσχέδια βιβλιοθήκη και στην άκρη μια μικρή κουζίνα, με τη χτιστή καπνοδόχο και την κατσαρόλα πάνω στην γκαζιέρα. Πιο καθαρό φτωχό σπίτι… αρχόντων, δεν είχα ξαναδεί. Ωραιότερη, νοστιμότερη φακή δεν ματάφαγα. Δεν θα σας πω τώρα τι έκανε ο γιος τους, ο φίλος μας ο Γιώργος, για τους γονείς του σαν τελείωσε τις σπουδές και άρχισε να δουλεύει και να κερδίζει χρήματα. Θα σας πω για τους άλλους δύο και λίγα, στο τέλος, για μένα που ήμουν το τέταρτο μέλος της παρέας.

Ο Παναγιώτης, ο πιο ψηλός απ’ όλους μας, ήταν σαΐνι στα μαθηματικά και γιος στρατηγού. Μεγάλο διώροφο σπίτι στην Αγίου Κωνσταντίνου και ο Παναγιώτης θα έφευγε μόλις τελειώναμε το Γυμνάσιο για να σπουδάσει στην Αγγλία. Ο στρατηγός μόλις μας συναντούσε στο σπίτι του, που πηγαίναμε τις Τετάρτες το απόγευμα και κλεινόμαστε στο τεράστιο δωμάτιο του Παναγιώτη, έμπαινε μέσα και μας πέταγε πάντα το ίδιο σλόγκαν. «Αντί να κάτσετε να διαβάσετε να ξεστραβωθείτε, χάνετε τον καιρό σας χαχανίζοντας». 

Ήταν και η γιαγιά του Παναγιώτη, η μητέρα του στρατηγού, ηλικίας, τότε, μεταξύ 90 και θανάτου, γυναίκα της εκκλησίας, που για κάποιο άγνωστο λόγο με συμπαθούσε ιδιαίτερα. Στημένη κατάσταση να της πουλάω κάθε εβδομάδα, τη «Ζωή του Παιδιού», Χριστιανικό περιοδικό της εποχής, σε… υψηλή τιμή. «Κυρία Πολυτίμη κάνει μόνο 2 δραχμές, αλλά αν πάρετε πέντε αντίτυπα θα βοηθήσετε τα τυφλά παιδάκια και θα αναφερθεί το όνομά σας την ερχόμενη Κυριακή στη συγκέντρωση μετά τον εκκλησιασμό». Μου έδινε ένα εικοσάρικο και την ευχή της. Μας έφτανε για να πάμε στον κινηματογράφο και οι φίλοι μου, κάθε φορά που ξεμέναμε από λεφτά με έστελναν στην γιαγιά Πολυτίμη να της… πουλήσω κάποιο χριστιανικό βιβλιαράκι. Η πλάκα η μεγάλη ήταν όταν η γιαγιά μου έδινε (για εκείνη την εποχή) κανένα τεράστιο ποσό, 30 ή 40 δραχμές, ο Παναγιώτης μετά τον κινηματογράφο μου ζήταγε τα ρέστα. Εγώ πάλι, έλεγα ότι δικαιούμαι τα ρέστα γιατί εγώ… αμάρτησα και επειδή είμαι καλή ψυχή, καλός χριστιανός, έξυπνος και… μετριόφρων, δικαιούμαι τα ρέστα και για να σας βουλώσω το στόμα θα σας κεράσω και από μία γκαζόζα. 

Και ο τρίτος φίλος, ο Θανάσης, σοβαρό παλικάρι, ήταν πλούσιος. Ο πατέρας του είχε εννέα υπεραστικά λεωφορεία Αθήνα–Ιωάννινα. Τις Κυριακές που για κάποιους λόγους έμενε κάποιο λεωφορείο απ’ έξω από το σπίτι τους, τον περιμέναμε δέκα το πρωί, στην πλατεία Βικτωρίας, που τότε ήταν κόσμημα για την Αθήνα, να μας πάει με το λεωφορείο βόλτα. Ο Θανάσης οδηγούσε από τα δεκαέξι του και το πήγαινε το λεωφορείο λες και ήταν σπορ αυτοκίνητο αγώνων. Έμενε κοντά στο Πεδίον του Άρεως σε ένα μικρό παλάτι, ήταν άριστος μαθητής και όταν έλεγε κάτι ήταν νόμος και διαταγή αμετάκλητη. «Θα έλθω στον κινηματογράφο απόψε αλλά στις δέκα θα φύγω γιατί έχω δουλειά». Είμαστε και οι τέσσερις στον κινηματογράφο, η ώρα είναι δέκα παρά ένα λεπτό, το έργο θέλει δεν θέλει πέντε λεπτά να τελειώσει, να μάθουμε ποιος είναι ο δολοφόνος, ποιος έχει σκοτώσει το άτυχο και όμορφο κορίτσι και ο Θανάσης στις 10 ακριβώς, πετάει ένα «εγώ φεύγω» και εξαφανίζεται.

Ήταν ο Θανάσης, ο Γιώργος και ο Παναγιώτης που μία ημέρα του Δεκέμβρη, λίγο πριν τις διακοπές των Χριστουγέννων, ζήτησαν από τον γυμνασιάρχη να τους επιτρέψει να φύγουν μετά τη δεύτερη ώρα των μαθημάτων. Ο γυμνασιάρχης, ο Πάνος Πάτρας, τους ρώτησε χαμογελαστός ποιος είναι ο σοβαρός λόγος. Ο Θανάσης που είχε αναλάβει να αποτολμήσει το… φοβερό διάβημα, απάντησε: «Στις 12, κύριε Γυμνασιάρχα, είναι η κηδεία της μητέρας του Παϊβανά και θέλουμε να συμπαρασταθούμε στο φίλο και συμμαθητή μας.»… Συγκρίσεις κάνω και μια κάποια άλλη φορά θα σας πω κι’ άλλα για τους φίλους και την εποχή. Κι’ άλλα πολλά. Χαρούμενα, πικρά, θλιμμένα κι αστεία.