ΤΡΙΤΗ, 15 Αυγούστου του 2017…
ΑΝΤΙ να βρίσκομαι στο χωριό μου και να ετοιμάζομαι να πάω στο πανηγύρι της Τεγέας, βρίσκομαι στην γκρίζα Μελβούρνη.
ΚΑΙ ακόμα πιο χειρότερα: μπρος στον υπολογιστή μου για να γράψω τη στήλη που διαβάζετε εσείς σήμερα.
ΩΣ εκ τούτου, άντε να βρεις διάθεση να ασχοληθείς με την επικαιρότητα, τη στιγμή που το μυαλό σου είναι στα πανηγύρια…
ΚΑΙ μιας, λοιπόν, λόγω Δεκαπενταύγουστου, το μυαλό μου είναι εκεί που κανονικά θα έπρεπε να βρίσκεται και το σώμα μου, είπα να του δώσω την ευκαιρία να εκφραστεί.
ΣΤΟ κάτω-κάτω της γραφής, αν όλα σε τούτη τη ζωή είναι μια ψευδαίσθηση, γιατί να μη δώσω άλλη μια ευκαιρία στον εαυτό μου, να δραπετεύσει –έστω για λίγες ώρες – από τη «μούχλα» της Μελβούρνης;
ΕΝΔΕΧΟΜΕΝΩΣ, να δώσω την ευκαιρία και σε ορισμένους από εσάς, να κάνετε νοερά μια βόλτα στο πανηγύρι του χωριού σας και να ξαναθυμηθείτε τα παλιά…
ΤΑ χρόνια εκείνα, που ακόμα δεν σκεφτόμαστε, ότι θα έφτανε η μέρα που θα ξενιτευόμαστε και θα γινόμαστε «άλλοι».
Η μέρα όμως έφτασε πριν κάποιες δεκαετίες, επαληθεύοντας και τους «χρησμούς» του Ομήρου που έγραφε ότι ούτε θεοί δεν μπορούν να αλλάξουν τη μοίρα των θνητών.
ΚΑΙ μιας και η μοίρα μας όριζε, να βρισκόμαστε ανήμερα το Δεκαπενταύγουστο στον βροχερό και ανήλιαγο τούτο τόπο, ας κάνουμε μια… παράκαμψη, να «πεταχτούμε» για λίγο στην καλοκαιρινή Ελλάδα.
ΤΗΝ χώρα των πανηγυριών, των κλαρίνων, των συχνών γιορτών και των χορών. Και μην μου πείτε ότι έχει και εδώ Φεστιβάλ…
ΓΙΑΤΙ θα σας απαντήσω, άλλα τα πανηγύρια που εμείς ζήσαμε και άλλα τα… Φεστιβάλ που εδώ γνωρίσαμε.
ΓΙΑ μένα το πανηγύρι της Τεγέας –που γιορτάζει η Παναγία η Επισκοπιώτισσα– δεν κρατούσε μόνο επτά ημέρες και άλλες τόσες νύχτες, αλλά σχεδόν ολόκληρο τον Αύγουστο.
ΑΡΧΙΖΕ την παραμονή της μεταμόρφωσης του Σωτήρος, όταν οι θείοι μου, τους οποίους βοηθούσα να στήσουν την «ταβέρνα» –για μια τεράστια παράγκα επρόκειτο, με καμιά σαρανταριά τραπέζια και 200 καρέκλες– και τελείωνε μετά τις 20 Αυγούστου.
ΓΙΑ περισσότερες από δύο εβδομάδες δηλαδή, ολόκληρη η οικογένεια ασχολούνταν με πανηγύρι της Τεγέας, που παραδοσιακά ήταν το μεγαλύτερο της Πελοποννήσου.
ΤΗΝ παραμονή του Δεκαπενταύγουστου, αλλά και τις επόμενες ημέρες, μέχρι που τέλειωνε το πανηγύρι, από το χωριό αναχωρούσαν ολόκληρες φάλαγγες ανθρώπων με προορισμό την Τεγέα.
ΕΠΕΙΔΗ η απόσταση ήταν τέσσερα-πέντε χιλιόμετρα και συγκοινωνία δεν υπήρχε, άλλοι πήγαιναν με τα πόδια και άλλοι με άλογα, μουλάρια και γαϊδούρια.
ΟΙ προνομιούχοι και «ευκατάστατοι» πήγαιναν με σούστες –και, μάλιστα, στολισμένες κατάλληλα– μιας και ουδείς συγχωριανός δεν διέθετε ακόμα αυτοκίνητο.
ΟΙ μόνες «ρόδες» που κυκλοφορήσαν τότε στα Αγιωργίτικα –μιλάμε δηλαδή μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του 1950- ήταν τρία ποδήλατα και μια μοτοσυκλέτα BSA του θείου μου του Ζαχαρία.
ΕΝΑ από τα πρώτα δύο (και μοναδικά) αυτοκίνητα που έκαναν την εμφάνισή τους λίγο αργότερα, ήταν και αυτό του θείου Ζαχαρία, ο οποίος και δεν έκανε χωρίς «ρόδα», μιας και προπολεμικά ακόμα, πήγαινε στο γυμνάσιο στην Τρίπολη με ποδήλατο, τη στιγμή που όλοι οι άλλοι συμμαθητές του πήγαιναν με τα πόδια.
Ο παππούς μου ο γερο-Πανάγος, επειδή είχε τυροκομείο, χάνι και μπακάλικο στο χωριό, είχε και σούστα, με την οποία τα πρώτα πολύ δύσκολα χρόνια χρησιμοποιούσαμε να μεταφέρουμε όλα τα απαραίτητα για την ομαλή λειτουργία της… ταβέρνας.
ΕΤΣΙ, με το που ερχόταν καλοκαίρι και σταματούσαν τα σχολεία, εγώ περίμενα εναγωνίως, πότε θα αρχίσουν να περνούν τα καραβάνια των Τσιγγάνων, που άρχιζαν να στήνουν τα τσαντίρια τους στα χωράφια γύρω από το πανηγύρι, πριν μπει ο Αύγουστος.
ΤΟ πέρασμα των τσίγκινων σηματοδοτούσε την αντίστροφη μέτρηση του χρόνου γιατί ήξερα ότι πλησιάζουν οι μέρες που θα αρχίσουν και οι δικές μας προετοιμασίες για το πανηγύρι προκειμένου να κάνω καμιά βόλτα με τη σούστα και, προπάντων, με την μοτοσυκλέτα του θείου.
ΑΣΕ που μου άρεσε και το πανηγύρι μιας και έρχονταν μαγαζάτορες από την Αθήνα και πουλούσαν ρούχα, παπούτσια, κουβέρτες, είδη κουζίνας και ό,τι άλλο χρειάζονταν ένα σπίτι τον καιρό εκείνο της ανέχειας, της φτώχειας και των ατελείωτων αναγκών.
ΕΝΤΑΞΕΙ και η Τρίπολη είχε μαγαζιά, αλλά τόσα πολλά μαγαζιά που πουλούσαν μάλιστα και καινούργια παιχνίδια, δεν είχε.
ΟΠΩΣ δεν είχε ταχυδακτυλουργούς, γύρους του θανάτου, λούνα παρκ και τέντες με ξωτικά φίδια, καθώς και τέντες, που διάφοροι… παγκοσμίως γνωστοί «μάγοι», έκαναν… μαγικά, υπνώτιζαν κόσμο και έβρισαν ακόμα και τι είχες κρυμμένο στη τσέπη σου…
ΑΣΕ, που ακριβώς δίπλα στις τέντες την έστηναν και οι Τσιγγάνες που σου έλεγαν τη μοίρα σου…
ΜΙΛΑΜΕ για άγνωστα και εντελώς πρωτάκουστα πράγματα για την εποχή εκείνη, που δεν γνωρίζαμε ακόμα, ούτε τη… μοίρα μας ούτε τη λέξη τηλεόραση, ενώ παράλληλα πιστεύαμε, ότι οι εφημερίδες έβγαιναν να διπλώνουν οι μπακάληδες τις ρέγκες , το τυρί και τις ελιές.
ΤΑ Αγιωργίτια, στις αρχές του δεκαετίας του 1950 έμοιαζαν με το Μακόντο της Κολομβίας. Τη γενέτειρα του συνταγματάρχη Αουρελιάνο Μπουενδία. Το χωριό, το οποίο περιγράφει ο Νοτιαμερικανός συγγραφέας Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες στο αξεπέραστο μυθιστόρημά του «Εκατό χρόνια μοναξιάς».
ΜΕΤΑΞΥ των άλλων, αναφερόμενος στη ζωή του συνταγματάρχη, ο Μάρκες γράφει ότι: «Πολλά χρόνια αργότερα, καθώς αντιμετώπιζε το εκτελεστικό απόσπασμα, ο Αουρελιάνο Μπουενδία θυμήθηκε εκείνο το μακρινό απόγευμα, όταν ο πατέρας του τον πήρε μαζί του για να ανακαλύψει τον πάγο».
ΤΟΝ πάγο στο Μακόντο τον είχαν μεταφέρει οι Τσιγγάνοι, οι οποίοι επίσης έκανα «μαγικά» όπως έκαναν και στο πανηγύρι της Τεγέα και έλεγαν στους ενδιαφερόμενους τη μοίρα και τους έπλεαν και κανένα καλάθι της προκοπής.
ΟΤΑΝ, μάλιστα, ο πατέρας του, πήγε τον μικρό Αουρελιάνο να δει τον πάγο και αυτός ήθελε να τον πιάσει, ο Τσιγγάνος του είπε ότι, ναι μεν, μπορεί να τον βλέπει όση ώρα θέλει, αλλά, για να τον ακουμπήσει, θα πρέπει να πληρώσει 5 ρεάλια.
ΚΑΠΩΣ έτσι αισθανόμαστε και εμείς τότε, με όσα βλέπαμε για πρώτη φορά στο πανηγύρι της Τεγέας.
ΣΤΗ γεωργική έκθεση του πανηγυριού είδα και εγώ ένα περίεργο… αυτοκίνητο με τεράστιες ρόδες. Τρακτέρ ήταν…
ΚΑΘΕ τόσο έφευγα από την «ταβέρνα», που υποτίθεται ότι τους βοηθούσα, μαζεύοντας τα κρασοπότηρα και έκανα καμιά βόλτα στο πανηγύρι για να δω τα παιχνίδια και το γύρο του θανάτου.
ΑΡΓΑ τις νύχτες, όταν αραίωνε η κίνηση στην ταβέρνα, πήγαινα με έναν μεγαλύτερο εξάδελφό μου, να ακούσουμε τον Περπινιάδη και το Ζαγοραίο, που τραγουδούσαν στα μεγάλα και καλά μαγαζιά.
ΟΤΑΝ τελείωνε το πανηγύρι και γυρνούσαμε στο σπίτι, με καταλάμβανε το σύνδρομο της πανηγυρικής στέρησης.
ΕΠΡΕΠΕ να αρχίσουν τα φθινοπωρινά πρωτοβρόχια για να καταλάβω ότι το καλοκαίρι και το πανηγύρι τελείωσε…