Η νομοθεσία για την αποζημίωση των εργαζομένων σε περίπτωση εργατικού ατυχήματος είναι ένα ζήτημα σοβαρό και πολύπλοκο. Μια νέα μελέτη του Πανεπιστημίου Macquarie στο Σίδνεϊ με τίτλο “Επιστρέφοντας στη δουλειά μετά από εργατικό ατύχημα: εργαζόμενοι, ασφαλιστές και εργοδότες” που δημοσιεύεται στο Australian Journal of Social Issues, εξετάζει αναλυτικά και αποκλειστικά την πλευρά των εργαζομένων. Σύμφωνα με τους ερευνητές, τρία είναι τα βασικά θέματα που απασχολούν τους εργαζομένους μετά από τέτοια περιστατικά
Το πρώτο θέμα είναι η προσδοκία που έχουν οι εργαζόμενοι ότι παρά το γεγονός ότι βρίσκονται μακριά από την εταιρία θα συνεχίσουν να έχουν επαφή με το εργασιακό τους περιβάλλον. Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά κάποιος: “Έχω δουλέψει 7 χρόνια για την επιχείρηση αλλά μετά το χειρουργείο κανείς δεν τηλεφώνησε να ρωτήσει πως είμαι κι αυτό ήταν κάτι που συναισθηματικά με πλήγωσε”. Ένας άλλος από τους συμμετέχοντες ανέφερε: “Θα με είχε βοηθήσει να έχω περισσότερη υποστήριξη. Ζητούσα να μου δώσουν κάτι να κάνω όσο ήμουν με αναρρωτική στο σπίτι, να συμμετέχω με κάποιο τρόπο, να συνεχίσω να αισθάνομαι μέλος της ομάδας”.
Η μελέτη αναφέρει ότι άνθρωποι με αναρρωτική άδεια λόγω ψυχολογικών ζητημάτων έχουν την τάση τους να κρατούν κρυφό τον αληθινό λόγο της άδειας τους, φοβούμενοι τις επιπτώσεις και την απομόνωση.
Το δεύτερο θέμα αφορά στην αλλαγή της στάσης των διευθυντών μόλις οι εργαζόμενοι κάνουν την αίτηση για την αποζημίωση που τους αναλογεί. “Ξαφνικά από εκεί που ήμουν ο υπάλληλος που είχε πιάσει όλους τους στόχους του, έγινα ο εργαζόμενος που δεν βοηθούσε τον διευθυντή του καλύψει το κενό που δημιουργήθηκε όσο έλειπα” δήλωσε χαρακτηριστικά ένας υπάλληλος, ενώ κάποιος άλλος από τους συμμετέχοντες πρόσθεσε ότι “η αποζημίωση των εργαζομένων είναι σαν ένα ένταλμα θανατικής ποινής. Υπογράφεις την επαγγελματική αυτοκτονία”.
Συχνά, δε, αλλαγή στη συμπεριφορά παρατηρείται και από συναδέλφους κατόπιν πίεσης από τη διεύθυνση να “αποκλείσουν” τον εργαζόμενο που διεκδίκησε τα νόμιμα. Αυτό είναι το τρίτο θέμα. Στις περισσότερες περιπτώσεις εργατικών αποζημιώσεων, οι διευθυντές έγιναν πιεστικοί και άκαμπτοι, έκαναν έμμεσο εκφοβισμό, αρνήθηκαν να σεβαστούν ιατρικές οδηγίες και να τροποποιήσουν τα καθήκοντα του εργαζομένου για να βοηθήσουν στην επάνοδό του και άσκησαν σημαντική ψυχολογική πίεση προς κάθε κατεύθυνση. Στις περισσότερες συνεντεύξεις της έρευνας, οι εργαζόμενοι ανέφεραν και το “τελεσίγραφο” που έλαβαν. Όπως είπε κάποιος “προσπάθησα να μιλήσω στο μεγάλο αφεντικό γιατί ο διευθυντής με πίεζε να κάνω πράγματα που δεν έπρεπε, και η απάντηση του ήταν ή επιστρέφεις κανονικά στη δουλειά σου ή φεύγεις”.
Αυτό που υποφώσκει κάτω από όλα τα περιστατικά είναι η αντίληψη των διευθυντών ότι οι αποζημιώσεις είναι από υπερβολικές έως παράλογες. Είναι μια λανθασμένη αντίληψη που όχι μόνο στιγματίζει αλλά και επιδεινώνει την υγεία των εργαζομένων, αφού τις περισσότερες φορές επιστρέφουν στο χώρο εργασίας πριν ολοκληρωθεί η θεραπεία τους.