Για έβδομη συνεχή χρονιά, η Μελβούρνη αναδείχθηκε η καλύτερη πόλη να ζει κανείς, σύμφωνα με την αξιολόγηση του Economist Intelligence Unit, ενώ η ανακοίνωση της πρωτιάς προκάλεσε ανάμεικτες αντιδράσεις.

Στο πλαίσιο της ετήσιας αξιολόγησης, ο Economist δημοσίευσε τον κατάλογο με τις δέκα καλύτερες πόλεις στον κόσμο σε επίπεδο βιωσιμότητας, λαμβάνοντας υπόψη παραμέτρους όπως η πολιτική σταθερότητα, οι παροχές υγείας, ο πολιτισμός, το περιβάλλον, η εκπαίδευση, η ασφάλεια και οι υποδομές.

Με μικρή διαφορά τη Μελβούρνη ακολουθούν η Βιέννη και το Βανκούβερ, ενώ άλλες αυστραλιανές πόλεις που φιγουράρουν στην πρώτη δεκάδα είναι η Αδελαΐδα στην 6η και το Περθ στην 7η θέση.

Το Σίδνεϊ εν τω μεταξύ παρέμεινε στην 11η θέση, όπως και πέρυσι, λόγω αυξημένου φόβου για τρομοκρατικές επιθέσεις, ειδικά μετά το περιστατικό ομηρίας στο καφέ Lindt το 2014, ενώ το Μπίσμπαν είναι 16ο στη σειρά κατάταξης.

Πρόκειται για την πρώτη φορά στην -15 χρόνων – ιστορία της έρευνας, που μια πόλη βρίσκεται στην κορυφή της λίστας επτά συνεχόμενα έτη, με τον δήμαρχο της πόλης μας, Robert Doyle, να κάνει λόγο για “σημαντικό εμπορικό πλεονέκτημα” στην προώθηση της Μελβούρνης, ιδιαίτερα όσον αφορά την προσέλκυση ξένων φοιτητών.

“Αυτό το παγκόσμιο ρεκόρ είναι ένα μοναδικό επίτευγμα[…]”, δήλωσε ο κ. Doyle, προσθέτοντας ότι καμία πόλη δεν είναι τέλεια και ότι πάντοτε θα υπάρχουν φωνές κριτικές, όμως, αυτό δεν αναιρεί το αίσθημα υπερηφάνειας για το αποτέλεσμα.

Στο ίδιο μήκος κύματος, ο πρωθυπουργός της Βικτώριας, Daniel Andrews, εξέφρασε την ικανοποίησή του, χαρακτηρίζοντας την ανάδειξη “νίκη για όλους τους κατοίκους της Βικτώριας, οι οποίοι συνεισφέρουν τόσα πολλά στο να γίνει η Μελβούρνη το καλύτερο μέρος για να ζει κανείς στον κόσμο”.

Ωστόσο, την ίδια άποψη δεν φαίνεται να συμμερίζονται ειδικοί των τομέων του σχεδιασμού πόλεων και στέγασης, διόλου τυχαία θα έλεγε κανείς, δεδομένου ότι το κυκλοφοριακό και το αυξανόμενο κόστος ζωής, και κατοικίας ειδικότερα, συγκαταλέγονται στις μεγαλύτερες προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι κάτοικοι της πόλης τα τελευταία χρόνια.

“Βιώσιμη για ποιον;” διερωτάται η γεωγράφος πόλεων, Kate Shaw, από το Πανεπιστήμιο Μελβούρνης, επισημαίνοντας ότι η κατάταξη στην πρώτη θέση αγνοεί παντελώς το φαινόμενο της ολοένα αυξανόμενης οικονομικής ανισότητας.

“Η Μελβούρνη είναι εξαιρετικά διχασμένη πόλη και αν έχεις την τύχη να ζεις μέσα στην περίμετρο μεταξύ St Kilda και Fitzroy, τότε, ναι, είναι πολύ βιώσιμη.

“[Η έρευνα] δεν συνυπολογίζει πώς είναι η ζωή για τους μή εύπορους” σχολιάζει η κ. Shaw.

Εκπροσωπώντας το Συμβούλιο Κοινωνικών Υπηρεσιών Βικτώριας, η διευθύντρια Emma King άσκησε δριμεία κριτική στην έρευνα του Economist, κατηγορώντας την πως χρησιμοποιεί κριτήρια που παραβλέπουν την πραγματικότητα που βιώνουν πολλοί άνθρωποι στην πόλη, όπως όσοι δεν έχουν πρόσβαση σε στέγαση, παρουσιάζοντας έτσι μια “διαστρεβλωμένη εικόνα”.

“Συμπεριέλαβε στην έρευνά του ο Economist κάποιον από από αυτούς που κοιμούνται κάτω από μια γέφυρα ή παραλείπουν γεύματα για να πληρώσουν το λογαριασμό του ηλεκτρικού;

“Εάν τα βγάζεις πέρα ίσα-ίσα, είσαι άρρωστος, έχεις ειδικές ανάγκες ή αντιμετωπίζεις οποιαδήποτε ευαλωτότητα, τότε η ζωή στη Μελβούρνη είναι εξαιρετικά δύσκολη. Τα μοδάτα μπαρ της Μελβούρνης, οι γραφικές μπουάτ και οι παγκοσμίου κλάσης αθλητικές εγκαταστάσεις δε σημαίνουν τίποτα εάν δεν έχεις δυνατότητα πρόσβασης σε αυτά”.

Σκεπτική εμφανίζεται και η ακαδημαϊκός στον χώρο της πολεοδομίας, Elizabeth Taylor, από το Πανεπιστήμιο RMIT, μιλώντας, μεταξύ άλλων, για άλλη λίστα του Economist που κατατάσσει την Μελβούρνη στις 20 ακριβότερες πόλεις του κόσμου, μια “διάκριση” που αντιθέτως, όπως λέει, περνάει στα ψιλά γράμματα.

“Καθαρό νερό, μικρότερα επίπεδα εγκληματικότητας ή διαφθοράς σε σχέση με τις περισσότερες πόλεις, πιο αξιόπιστες υπηρεσίες. Δε σημαίνει ότι η Μελβούρνη δεν θα μπορούσε να τα πηγαίνει καλύτερα ή ότι όλοι εδώ ζουν άνετη ζωή. Σημαίνει απλώς ότι βρισκόμαστε σε λιγότερη άσχημη κατάσταση από άλλα μέρη, και αυτό πάλι ισχύει μόνο για κάποιους ανθρώπους” εξηγεί η κ. Taylor, προσθέτοντας μάλιστα πως η συγκεκριμένη λίστα του Economist είναι ουσιαστικά μια σειρά κατάταξης που αξιολογεί το επίπεδο άνεσης των πόλεων για στελέχη εταιριών.

Πράγματι, η τελική αναφορά της έρευνας πωλείται σε πολυεθνικές επιχειρήσεις, με το σκοπό να χρησιμοποιείται ως κριτήριο για τους επιπλέον μισθούς στελεχών τους, που μετακομίζουν στο εξωτερικό. Προτείνεται συγκεκριμένα μια ποσοστιαία αύξηση επί του μισθού όσων στελεχών εργάζονται σε πόλεις με χαμηλό δείκτη βιωσιμότητας.

Σύμφωνα με το υψηλόβαθμο στέλεχος του τμήματος Access Economics της κορυφαίας ελεγκτικής εταιρίας Deloitte, Daniel Terrill, η Μελβούρνη έχει υπάρξει θύμα της ίδιας της της επιτυχίας, με την πληθυσμιακή αύξηση να επιβαρύνει το δίκτυο συγκοινωνιών.

Ο κ. Terrill πιστεύει ωστόσο ότι δεν θα έπρεπε τα αποτελέσματα της έρευνας του Economist Intelligence Unit, να απορρίπτονται ως αναληθή.

“Τα αποτελέσματα δε σημαίνουν ότι η Μελβούρνη είναι η καλύτερη πόλη για όλους για να ζουν.

“Εάν η Μελβούρνη ξαφνικά γινόταν για παράδειγμα Δαμασκός, οι δρόμοι μας μπορεί να αποσυμφορηθούν από την κυκλοφορία και τα σπίτια να έχουν πιο προσιτές τιμές. Όμως μέρος αυτού του ‘πακέτου’ θα ήταν άλλα εξαιρετικά μεγαλύτερα προβλήματα” αναφέρει ο κ. Terrill.

Η Δαμασκός, στην εμπόλεμη Συρία, βρέθηκε στην τελευταία θέση της κατάταξης, ως η χειρότερη πόλη για να ζει κανείς από τις 140 συνολικά που εξετάστηκαν, ακολουθούμενη από τις πόλεις Λάγος στη Νιγηρία, Τρίπολη στη Λιβύη, Ντάκα πρωτεύουσα του Μπαγκλαντές και Πορτ Μόρεσμπι πρωτεύουσα της Παπούα Νέα Γουινέα.

Όπως αναφέρουν οι συγγραφείς της έρευνας, η αξιολόγηση αφορά μόνο σε “πόλεις ή εμπορικά κέντρα που οι άνθρωποι θα επιθυμούσαν να ζήσουν ή να εργαστούν”, και έτσι παραλείπονται πόλεις που παρουσιάζουν αντικειμενικά επικίνδυνες συνθήκες, όπως, για παράδειγμα, η Καμπούλ ή η Βαγδάτη.

Περαιτέρω εξηγούν ότι η Δαμασκός και η Τρίπολη συμπεριελήφθησαν στην αξιολόγηση, καθώς “θεωρούνταν σχετικά σταθερές μερικά χρόνια πριν.”