Το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών πρόσφατα διενέργησε έρευνα για τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στο χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα. Η έκθεση με τα πορίσματα της έρευνας περιλαμβάνει και την ακόλουθη παράγραφο, όπως δημοσιεύθηκε στην αθηναϊκή εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 5/7/17:

«Σύμφωνα με τα στοιχεία, για τους απόφοιτους της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης από το 2011 και έπειτα, η πραγματικότητα είναι αρκετά δύσκολη, με το 36% των αποφοίτων να είναι άνεργοι. Παράλληλα, σε σχέση με τους αποφοίτους παλαιότερων ετών, παρουσιάζεται αυξημένο το ποσοστό προσωρινής ή μερικής απασχόλησης, και, όπως μαρτυρούν τα στοιχεία, το 57% των εργαζομένων που απέκτησαν πτυχίο μετά το 2011 λαμβάνουν μισθό 400-800 ευρώ». 

Γενικά, το ποσοστό απασχόλησης των ατόμων με τριτοβάθμια εκπαίδευση στην Ελλάδα είναι το χαμηλότερο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς ο μέσος όρος των 28 κρατών – μελών της Ε.Ε. πλησιάζει το 80%, ενώ στην Ελλάδα κινείται στο επίπεδο του 65% (στοιχεία 2016).

Αυτό ίσως να οφείλεται στο γεγονός ότι ο αριθμός των αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα διπλασιάστηκε μεταξύ του 2000 και του 2016, από ένα εκατομμύριο που ήταν το 2000 σε δύο εκατομμύρια το 2016. Προφανώς η ελληνική οικονομία, στην κατάσταση που βρίσκεται, δεν μπορεί να απορροφήσει τον μεγάλο αυτόν αριθμό των πτυχιούχων.

Σύμφωνα με πρόσφατες δημοσκοπήσεις ένας στους τρεις νέους ψάχνει για δουλειά στο εξωτερικό. Το βασικό κίνητρο για αυτήν την τάση δεν είναι τα χρήματα, αλλά οι ευκαιρίες για καριέρα και οι καλύτερες συνθήκες εργασίας.

Μια άλλη άκρως ανησυχητική πτυχή της ανεργίας στην Ελλάδα είναι η τάση να δημιουργούνται ελαστικές μορφές απασχόλησης, με την έννοια ότι οι ώρες εργασίας είναι περιορισμένες, με αποτέλεσμα οι αμοιβές το μήνα να κυμαίνονται στα 200 έως 300 ευρώ, ποσό πολύ πιο κάτω από τις 4.500 ευρώ ετησίως που θεωρείται το όριο της φτώχειας.

Τα στατιστικά στοιχεία για το 2017 δεν είναι καθόλου ενθαρρυντικά. Από τις αρχές του Ιανουαρίου 2017 μέχρι τις 31 Ιουλίου 2017 δημιουργήθηκαν 1.423.552 νέες θέσεις εργασίας, από τις οποίες οι 681.378 ήταν για πλήρη απασχόληση, οι 545.636 για μερική απασχόληση και οι 196.538 για απασχόληση εκ περιτροπής. Με άλλα λόγια, το 52% των νέων θέσεων ήταν για μερική απασχόληση και για απασχόληση εκ περιτροπής, και μόνο το 48% των νέων θέσεων ήταν για πλήρη απασχόληση. 

Σίγουρα, η κατάσταση αυτή αποτελεί περαιτέρω κίνητρο για τους νέους να μεταναστεύσουν σε άλλες χώρες, με την ελπίδα ότι θα έχουν καλύτερες προοπτικές για εξεύρεση εργασίας και ένα πιο βέβαιο μέλλον.

Από τα παραπάνω προκύπτει πως για να αποκατασταθεί το βιοτικό επίπεδο των πολιτών, και η χώρα να είναι σε θέση να ανταποκρίνεται στις δανειακές της υποχρεώσεις, απαιτούνται υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης που θα καταστήσουν δυνατή την αύξηση θέσεων εργασίας πλήρους απασχόλησης.

Παράλληλα, η ελληνική οικονομία θα χρειασθεί να καταστεί ανταγωνιστική, απαραίτητη προϋπόθεση για την προσέλκυση επενδύσεων από το εξωτερικό. Για την επίτευξη αυτού του στόχου θα πρέπει να γίνουν σημαντικές αλλαγές στην δημοσιονομική πολιτική της κυβέρνησης, η οποία μέχρι στιγμής για την κάλυψη των αναγκών του δημοσίου στηρίζεται στην συνεχώς αυξανόμενη φορολογία των εργαζομένων και των επιχειρήσεων.

Δεδομένου ότι οι φόροι που ισχύουν στην Ελλάδα είναι κατά πολύ υψηλότεροι από τους αντίστοιχους στις γειτονικές χώρες, όπως για παράδειγμα στην Βουλγαρία και στην Σερβία, πολλές επιχειρήσεις μεταφέρουν τις οικονομικές τους δραστηριότητες στις χώρες εκείνες, δυσχεραίνοντας έτσι τις αναπτυξιακές προοπτικές της Ελλάδας, απαραίτητες για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας για τους πολίτες της χώρας.

ΜΙΑ ΣΥΝΤΟΜΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ 

ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΧΡΕΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ

Βρήκα ιδιαίτερα ενδιαφέροντα τα ακόλουθα στατιστικά στοιχεία για την πορεία που ακολούθησε το χρέος της Ελλάδας από τις αρχές του 1974 μέχρι το τέλος του 2016, όπως αναφέρονται σε διάφορες ελληνικές εφημερίδες.

Παράλληλα με τις χρονολογίες αναφέρονται και τα ονόματα των Πρωθυπουργών της Ελλάδας. Το ΑΕΠ είναι ακρώνυμο του όρου «Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν».

Κωνσταντίνος Καραμανλής 

1974 Παρέλαβε χρέος 14,7 δισεκατομμύρια ευρώ

1981 Παρέδωσε χρέος 28,9 » »

Αύξηση χρέους: 14,2 » »

Το χρέος το 1981 ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν 23%

Ανδρέας Παπανδρέου

1981 Παρέλαβε χρέος 28,9 δισεκατομμύρια ευρώ

1989 Παρέδωσε χρέος 75,9 » »

Αύξηση χρέους: 47,0 » »

Το χρέος το 1989 ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν 70%

Κώστας Μητσοτάκης

1989 Παρέλαβε χρέος 75,9 δισεκατομμύρια ευρώ

1993 Παρέδωσε χρέος 139,1 » »

Αύξηση χρέους: 63,2 » »

Το χρέος το 1993 ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν 110%

Ανδρέας Παπανδρέου και Κώστας Σημίτης

1993 Παρέλαβαν χρέος 139,1 δισεκατομμύρια ευρώ

2004 Παρέδωσαν χρέος 231,0 » »

Αύξηση χρέους: 91,9 » »

Το χρέος το 2004 ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν 100%

Κώστας Καραμανλής

2004 Παρέλαβε χρέος 231,0 δισεκατομμύρια ευρώ

2009 Παρέδωσε χρέος 301,1 δισεκατομμύρια ευρώ

Αύξηση χρέους: 70,1 » »

Το χρέος το 2009 ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν 130%

Γιώργος Παπανδρέου και Αντώνης Σαμαράς

2009 Παρέλαβαν χρέος 301,1 δισεκατομμύρια ευρώ

2014 Παρέδωσαν χρέος 321,0 δισεκατομμύρια ευρώ

Αύξηση χρέους: 19,1 » »

Το χρέος το 2014 ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν 189%

Αλέξης Τσίπρας

2015 Παρέλαβε χρέος 321,0 δισεκατομμύρια ευρώ

2016 Το χρέος ήταν 327,0 δισεκατομμύρια ευρώ

…….Αύξηση χρέους 6 δισεκατομμύρια ευρώ σε δύο χρόνια

Το χρέος το 2016 ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν 176%

Στην περίπτωση το Αλέξη Τσίπρα η αύξηση του χρέους είναι για τα δύο πρώτα χρόνια της κυβέρνησης, 2015 και 2016. 

*Σημείωση: Στην περίπτωση των κυβερνήσεων Γ. Παπανδρέου και Α. Σαμαρά το 189% του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ το 2014 φαίνεται πολύ υψηλό, σε σύγκριση με την αύξηση του χρέους κατά 19,1 δισεκατομμύρια ευρώ μεταξύ του 2009 και 2014. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι κατά την περίοδο εκείνη το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν της Ελλάδας είχε μειωθεί κατά 65 δισεκατομμύρια ευρώ, και ως εκ τούτου το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ εκτινάχθηκε στα ύψη.