Ήθελα να γράψω για τον άρρωστο, τον ηλικιωμένο, τον άγνωστο σε πολλούς από εμάς, αυτόν που δούλεψε χρόνια, αυτόν που έλεγε στον εαυτό του ότι καλά έκανε που ήλθε στην Αυστραλία, αφήνοντας το όμορφο χωριό του, για χάρη της προκοπής. Γι’ αυτόν που πάλεψε δουλεύοντας και κατάφερε να προκόψει, όπως ένοιωθε αυτός το περιεχόμενο της λέξης. Παλεύω, δουλεύω, ώρες πολλές, δουλεύει και η γυναίκα μου, αγοράζουμε το σπίτι, τρώμε, σπουδάζουμε τα παιδιά, ζούμε όπως λένε καλά.
Τα χρόνια περνούν, κορμί και πνεύμα γερνούν και τα πράγματα δείχνουν ότι χαλούν. Ήθελα να γράψω γιατί σε πολλά από τούτα τα κομμάτια που… γράφω, ασχολούμαι με τους ηλικιωμένους, με τα παλιά, τα περασμένα και τα νωπά προβλήματά τους, τα γεροντικά τους.
Πρόσφατα, φίλος αναγνώστης, ρώτησε φίλη συνάδελφο αν ξέρει να του πει γιατί καταπιάνομαι, συχνά, με αυτά τα θέματα. Απάντηση, για να ξεκαθαρίσω μια κατάσταση, απλά και ειλικρινά: Είμαι και εγώ στην ηλικία αυτή που, φυσιολογικά, οι περισσότεροι φίλοι και οι γνωστοί, βρισκόμαστε στο… «σε περνάω δύο χρόνια, με περνάς τρία» και βρισκόμαστε, οι περισσότεροι, στο άνω των εβδομήντα και στο μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Έτυχε να δουλεύω ακόμη, έτυχε να είμαι περιτριγυρισμένος από νέους συνάδελφους, αρσενικούς και όμορφους θηλυκούς. Όταν τελειώνεις τη δουλειά και «το σούρουπο ακολουθήσει» και γυρίσεις, για το φίλο που είναι στο κρεβάτι του πόνου θ’ ακούσεις κι αν πας να τον δεις, ενώ σε γνώριζε χθες, σήμερα δεν σε αναγνωρίζει. Και μετά με ρωτάς τι θα ήθελα να γράψω.
Ήθελα να γράψω δεκαπέντε διαλεγμένα καλαμπούρια για να γελάσουμε όλοι μαζί. Και εκεί που έχω κάνει μια λίστα από τα καλύτερα ανέκδοτα του τελευταίου τριμήνου και ετοιμάζομαι να τα χτενίσω για να μην είναι όλα… ακατάλληλα για κυρίες και να τα προσφέρω στους… πολυπληθείς αναγνώστες και αναγνώστριες μου, έρχεται η συνάδελφος από το γραφείο υποδοχής και μου λέει: Κύριε Κώστα είναι κάποια κυρία που ήλθε να βάλει την αγγελία θανάτου του συζύγου της και θέλει να σας δει. Σας ξέρει. Μπορείτε να την δείτε; Ξεχνάς τα ανέκδοτα που είχες ετοιμάσει για την προσεχή έκδοση και τρέχεις στο γραφείο υποδοχής.
Μετά τα τυπικά, τα τελείως, κατά τη γνώμη μου, ανούσια… «ζωή σε σας», «να ζήσετε, να τον θυμόσαστε»… κάθεσαι και ακούς τη γυναίκα του γνωστού σου να εξιστορεί τα των τελευταίων ημερών και ωρών τραγικά περιστατικά.
«Ξέρετε ότι αποπειράθηκε ν’ αυτοκτονήσει. Ήμουν έτοιμη να πάω, μαζί με την κόρη μας, σε αυτόν τον γιατρό που κάνει την… ευθανασία. Είχε φτάσει να παίρνει χούφτες μορφίνη και να κοιμάται μισή ή μία ώρα και να ξυπνάει και να σφαδάζει από τους πόνους. Είχε έναν ανιψιό αστυφύλακα και τον παρακάλαγε να του δώσει το πιστόλι του. «Θα πεις και θα το πει και η θεία σου, ότι στο πείρα χωρίς να το καταλάβεις, όταν είχες έλθει να με δεις. Θα σου πω χίλια ευχαριστώ και θα σου δώσω και την ευχή μου. Θα απαλλάξεις το θείο σου από αυτό το μαρτύριο». Του έλεγα ότι η θρησκεία μας δεν το επιτρέπει, ότι δεν ξέρεις αν αύριο γίνει κάποιο θαύμα και εκείνος μου θύμιζε ότι… «ο Χριστός, στον Σταυρό επάνω, στο μαρτύριο και τον πόνο Του, ζήτησε από τον Πατέρα του να τον απαλλάξει από αυτά.
Αν δεν είναι αυτό αίτηση για μια μορφή ευθανασίας, τότε τι είναι;». «Λόγια αμαρτωλά ενός ανθρώπου διαβασμένου, κύριε Κώστα, ενός ανθρώπου λογικού, και καλού Χριστιανού. Να χάσει ο άνδρας μου τα μυαλά από τους φρικτούς πόνους και στο νοσοκομείο να μου λένε να τον πάρω στο σπίτι;». «Τα ίδια φάρμακα που του δίνουμε εδώ θα σου δώσουμε να του τα δίνεις στο σπίτι, να τον έχεις στο σπίτι, θα είναι καλύτερα γι’ αυτόν. Τα είχε χάσει. Μου ζητούσε να τηλεφωνήσω στον πρωθυπουργό να του μιλήσει. Να του πει πως αυτό που κάνει η κυβέρνησή του και έκαναν οι κυβερνήσεις των προκατόχων του, δεν είναι τίμια πράγματα. Καλυτέρευσαν το βιοτικό επίπεδο, αυξήθηκε το όριο ζωής και μόλις έρθουν τα δύσκολα, τα ακριβά τα φάρμακα, οι δύσκολες εγχειρίσεις και για να πάρουν πίσω λίγα από αυτά που …ξόδεψαν, τότε, στο αθόρυβο, στο μουγκό, όλοι μαζί ψιθυρίζουν φωναχτά: είναι μεγάλος. Αφήστε τον να πεθάνει».
«Τα είχε χάσει κύριε Κώστα μου. Είχε πάει παντού η επάρατος. Καμάρωνε και γέλαγε τις λίγες ώρες, τι λέω λίγες ώρες, τα λίγα λεπτά που ένοιωθε καλά». «Παντού πήγε, ο άτιμος, εκτός από τα πνευμόνια κι έλεγαν ότι θα πεθάνω από το τσιγάρο. Να το πεις στα παιδιά στο ‘Όκλι. Εκεί που πίνουν καφέ και τους απαγόρευσαν να καπνίζουν γιατί ενοχλούν αυτούς που τρώνε. Αυτοί που τρώνε, μόλις φάνε, παραγγέλνουν και ένα καφεδάκι και ανάβουν το τσιγαράκι. Να τους πεις ότι ο άνδρας σου κάπνιζε από τα δεκαέξι του, πέθανε στα ογδόντα του από καρκίνο και τον είχε, τον άτιμο παντού, εκτός από τα πνευμόνια».
Αγαπητοί φίλοι την άλλη φορά θα γράψω κάτι πιο ευχάριστο.
«Και μετά με ρωτάς αν αντάμωσα την ευτυχία. Γραμμένη την είδα, στο τοίχο, σε μια συνοικία».