ΟΣΟΙ διαβάζετε τη στήλη, θα έχετε διαπιστώσει ότι τα τελευταία χρόνια, αναφέρομαι όλο και πιο συχνά σε γνωστούς και φίλους που «φεύγουν».
ΚΑΙ δεν θα μπορούσε, βέβαια, να γίνει διαφορετικά, αφού ο «Νέος Κόσμος» δημοσιεύει, κατά μέσο όρο, 20 αγγελίες θανάτου την εβδομάδα.
ΜΕΤΑΞΥ, λοιπόν αυτών που έφυγαν από κοντά μας πριν λίγες μέρες, ήταν και ένας φίλος στον οποίο έχω αναφερθεί και άλλες φορές στο παρελθόν.
ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ για τον Βασίλη Προύτζο, που μετανάστευσε από το χωριό Λουκά Αρκαδίας στη Μελβούρνη το 1956.
ΤΟ ότι επέλεξε τη Μελβούρνη δεν ήταν τυχαίο, αφού εδώ είχε εγκατασταθεί πριν τρία χρόνια ο αδελφός του Νίκος και άλλοι συγχωριανοί του, μεταξύ των οποίων και ο πατριός μου, Χαρίλης Προύτζος, που ήταν και πρώτος του εξάδελφος.
ΩΣ εκ τούτου, δεν ήταν, επίσης, καθόλου τυχαίο, ότι ο Μπιλ, ήταν ένας από τους ανθρώπους που γνώρισα με το που πάτησα το πόδι μου στο Όκλι, στις 23 Μαΐου 1970.
ΓΙΑ να είμαι ειλικρινής, ήταν ο δεύτερος άνθρωπος που συνάντησα την πρώτη ημέρα της άφιξής μου εδώ, μετά από την εντελώς τυχαία συνάντησή μου με έναν συμμαθητή μου.
ΛΙΓΟ τα ξύλινα σπιτάκια -που στα μάτια μου έμοιαζαν ψεύτικα- και από κοντά η πυκνή ομίχλη που είχε σκεπάσει το Όκλι, μου έδιναν την αίσθηση ότι είχα φτάσει σε μια παραμυθένια χώρα.
ΕΤΣΙ, μόλις φάγαμε και τα είπαμε με τη μητέρα μου, αποφάσισα να κάνω μια βόλτα για να δω από κοντά και τη γειτονιά που θα έμενα, μήπως συναντήσω και την… Κοκκινοσκουφίτσα.
Η μάνα μου είπε ότι καλά θα κάνω να καθίσω στο σπίτι, όχι μόνο γιατί θα έλθουν επισκέπτες να με γνωρίσουν, αλλά και γιατί τέτοια ώρα -δηλαδή στις 6 το απόγευμα!- θα είναι όλα κλειστά.
ΟΤΑΝ κατάλαβε ότι είμαι αποφασισμένος να βγω, αφού μου εξήγησε πού θα έβρισκα το καφενείο του «μπότζη» που έμενε ανοιχτό όλη τη νύχτα, μου είπε: «Σε μια ώρα το πολύ να είσαι πίσω».
ΛΙΓΑ λεπτά αργότερα και ενώ βρισκόμουν στο μέσον της διαδρομής που ακολουθούσα, σταμάτησε δίπλα μου ένα αυτοκίνητο και με ρώτησαν στα αγγλικά, αν γνώριζα να τους πω πού ήταν ένας δρόμος που έψαχναν.
ΜΕ το που άνοιξα το στόμα μου και κατάλαβαν ότι έπεσαν πάνω σε «καθηγητή» της αγγλικής γλώσσας και… ξεναγό της Μελβούρνης, πετάγεται ένας από το πίσω κάθισμα και μου λέει «τι κάνεις εσύ εδώ ρε Μπάμπη;».
ΗΤΑΝ ένας συμμαθητής μου από τα Ζάννειο Ορφανοτροφείο Πειραιά που είχα να δω κάτι χρόνια: ο Γιώργος Μπαμπάκος από το Πράσινο Γορτυνίας.
ΤΟ καφενείο του Μιχάλη του «μπότζη», ένα από τα πιο γνωστά χαρτοπαικτικά στέκια της εποχής εκείνης, βρισκόταν δίπλα από τις σιδηροδρομικές γραμμές.
ΚΑΘΙΣΑ σε ένα τραπεζάκι, παράγγειλα έναν καφέ και άρχισα να «κόβω κίνηση» όταν ένας τύπος που έπαιζε με την παρέα του μπιλιάρδο με ρώτησε αν είμαι νεοφερμένος.
ΟΤΑΝ του είπα «ναι», μου απάντησε «το κατάλαβα» και στη συνέχεια με ρώτησε από πού είμαι.
ΟΤΑΝ του είπα ότι είμαι από την Τρίπολη, χωρίς να μου πει άλλη κουβέντα, γυρίζει και λέει σε έναν θηριώδη και άγριο τύπο που τα έπινε με μια διπλανή παρέα, «ρε Μιχάλη ο νεαρός είναι πατριωτάκι σου».
Ο Μιχάλης, αφού με ρώτησε, από ποιο χωριό, πώς με λένε και όλα τα σχετικά, στη συνέχεια μου είπε «ρε συ, μήπως είσαι γιος της Σμαράγδως;».
ΟΤΑΝ του είπα «ναι», στη συνέχισε: «Ο πατέρας σου περνούσε τακτικά από το χωριό μου τις Ρίζες όταν ήταν στο αντάρτικο. Τον θυμάμαι καλά, γιατί ήμουν 15 χρονών και μιλούσαν όλοι γι’ αυτόν».
ΕΙΠΑ πέντε-έξι κουβέντες με τον Μιχάλη -που σκοτώθηκε σε τροχαίο καμιά δεκαριά χρόνια αργότερα- και ετοιμάστηκα να φύγω όταν προσφέρθηκε να με πάει με το αυτοκίνητό του στο σπίτι.
ΦΤΑΝΟΝΤΑΣ απέξω κορνάρισε βγήκε η μάνα μου και αφού της είπε «καλώς τον δέχθηκες», πρόσθεσε ότι δεν θα κατέβει, γιατί τον περιμένουν «κάπου αλλού».
ΜΠΑΙΝΟΝΤΑΣ στο σπίτι, βρήκα τον Χαρίλη που είχε γυρίσει από τη δουλειά, τον Μπιλ, τον αδελφό του το Νίκο και δυο γειτόνισσες της μάνας μου να με περιμένουν.
ΟΤΑΝ η μητέρα μου τους είπε ότι με είχε φέρει ο «μπότζης», αλλά έφυγε γιατί έπρεπε να πάει «κάπου αλλού», ο Μπιλ είπε γελώντας ότι «τέτοια παιχνίδια δεν χάνονται».
ΑΡΓΟΤΕΡΑ και όταν γνώρισα όλο το σινάφι και τις δραστηριότητές του, κατάλαβα ότι ο Μιχάλης πήγαινε σε κάποιο άλλο καφενείο που το συγκεκριμένο βράδυ παίζονταν χοντρά λεφτά στη μανίλα.
ΣΤΟ ίδιο καφενείο που ήταν στο Richmond, σχεδίαζε να πάει και ο Μπιλ, που τα χρόνια εκείνα, ναι μεν, είχε ένα μαγαζί χάμπουργκερ, αλλά ήταν «επαγγελματίας» χαρτοπαίχτης, όπως πολλοί μετανάστες την εποχή εκείνη που δεν είχαν πού να «σκοτώσουν» τον ελεύθερο χρόνο τους.
ΜΕΤΑΞΥ αυτών που έπαιζαν χαρτιά στο καφενείο του Μιχάλη ήταν και ο Μπιλ, ενώ ο Νίκος, από την άλλη πλευρά, ήταν, βέβαια, μεγάλος τζογαδόρος, αλλά είχε εγκαταλείψει τη μανίλα και αντί να ποντάρει στους άσσους, τους ρηγάδες και τις ντάμες, ποντάριζε στα άλογα και τα σκυλιά.
ΠΙΣΤΕΥΕ ότι μόνο στον ιππόδρομο και τις σκυλοδρομίες μπορούσε ένας μελετημένος τζογαδόρος (όπως αυτός) να κερδίσει… πολλά λεφτά και θεωρούσε τους χαρτοπαίχτες «άρρωστους».
ΣΥΜΦΩΝΑ, επίσης, με τα «στατιστικά στοιχεία» του Νίκου, οι περισσότεροι που χαρτόπαιζαν στα ελληνικά καφενεία της Μελβούρνης τις δεκαετίες του 1950, 1960 και 1970, έμειναν τελικά εργένηδες.
Η γνωριμία, λοιπόν, με τους blue brothers του Όκλι άρχισε από την πρώτη μέρα που έφτασα εδώ και διήρκησε μέχρι να πεθάνει ο Νίκος στην Ελλάδα που είχε επιστρέψει στα μέσα της δεκαετίας του 1980, ενώ με τον Μπιλ για 47 χρόνια.
ΜΕΧΡΙ που πέθανε ο πατριός μου Χαρίλης το 2006, τον Μπιλ τον έβλεπα κάθε Σάββατο σχεδόν που πηγαίναμε (θέλαμε-δεν θέλαμε) να μας κάνει το τραπέζι ο Χαρίλης.
ΤΑ τελευταία 11 χρόνια, τον συναρτούσα βρέξει-χιονίσει, κάθε φορά που κατέβαινα για καφέ στο Όκλι τον έβλεπα να κρατά μια λευκή πλαστική σακούλα, μέσα στην οποία είχε διάφορα χαρτιά, συνταγές και κουτάκια με φάρμακα.
ΣΥΝΗΘΩΣ μου μιλούσε για τα παιδιά του, τον Αντώνη και τον Παναγιώτη, μου εξιστορούσε τα προβλήματα υγείας που είχε, τι του έλεγαν οι γιατροί στα νοσοκομεία που πήγαινε για εξετάσεις, ενώ παράλληλα μου έδειχνε τις συνταγές που του έδιναν και τα φάρμακα που έπαιρνε.
ΑΥΤΑ τα λίγα όταν ήμουν στο τραπέζι με παρέα. Όταν με έβλεπε μόνο, μου έπιανε την κουβέντα για πολλά και διάφορα, μου έδινε και κανένα απόκομμα από κάποια είδηση που είχε διαβάσει και μου ζητούσε να το σχολιάσω.
ΠΑΛΑΙΟΤΕΡΑ μου έδινε και ορισμένες παλιές φωτογραφίες γνωστών και φίλων του και με ρωτούσε αν τους γνώριζα, ενώ όταν πιο παλιά ακόμα πήγαινε στη Μιλτζούρα για να βοηθήσει έναν συγχωριανό του να μαζέψει σταφύλια, μου έδινε να βάλω στην εφημερίδα και κάποια φωτογραφία του από τον τρύγο.
Ο Μπιλ ήταν, επίσης, ο άνθρωπος, που όταν τον είχα ρωτήσει πριν δυο-τρία χρόνια, αν βλέπει κανένα γνωστό η φίλο μου είχε πει ότι: «φίλους και γνωστούς δεν βλέπω πια Μπάμπη..
ΟΙ περισσότεροι μένουν μακριά, έχουν γεράσει και δεν μπορούν να μετακινηθούν εύκολα. Έτσι είμαι μόνος και δεν βλέπω κανέναν. Αν μάλιστα δεν διάβαζα στο «Νέο Κόσμο τις αγγελίες θανάτων δεν θα ήξερα αν ζουν ή έχουν πεθάνει…
ΟΤΑΝ έλθει η σειρά μου και πεθάνω, γράψε καμιά κουβέντα στο «Ξυράφια» να έλθει κανένας παλιός φίλος στη κηδεία μου».