Η αθάνατη πριγκίπισσα

Θα ήταν σήμερα 56 ετών. Mία δραστήρια γιαγιά για τους μικρούς Τζορτζ και Σάρλοτ!


Θα ήταν σήμερα 56 ετών. Σίγουρα μια δραστήρια γιαγιά για τους μικρούς Τζορτζ και Σάρλοτ, η οποία θα χρησιμοποιούσε τον λογαριασμό της στο Instagram για να μοιράζεται στιγμιότυπα από τη ζωή της. Θα ήταν άραγε ευτυχής ή έστω συμφιλιωμένη με τον χρόνο που πέρασε; Είκοσι χρόνια από τον θάνατό της στις 31 Αυγούστου, σε ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα σε μια υπόγεια διάβαση στο Παρίσι, το  «ενθύμιο» της πριγκίπισσας Νταϊάνα επιστρέφει έντονα στο προσκήνιο.

Ένας «καταιγισμός» φόρων τιμής και εκδηλώσεων επαναφέρει τη γνώριμη, υπερ-πολυφωτογραφημένη φυσιογνωμία της στα πρωτοσέλιδα εφημερίδων, ενώ εκατομμύρια κάτοικοι της Βρετανίας και άλλων χωρών παρακολουθούν «νέες» προσωπικές μαρτυρίες της ίδιας, αλλά και των δικών της ανθρώπων. Για την «πλακατζού» μαμά τους, που γεννήθηκε ως Νταϊάνα Σπένσερ το 1961 και αγαπούσε τις σφιχτές αγκαλιές, μιλούν για πρώτη φορά μαζί δημοσίως τα παιδιά της, οι πρίγκιπες Ουίλιαμ και Χάρι, στο «ανθρώπινο» ντοκιμαντέρ του βρετανικού ITV «Diana, Our Mother: Her Life and Legacy», το οποίο προβλήθηκε πρόσφατα.

Ποικίλες αντιδράσεις, όμως, προκαλεί το ντοκιμαντέρ του επίσης βρετανικού Channel 4 «Diana in Her Own Words», στο οποίο εμφανίζεται η Νταϊάνα να μιλάει στον καθηγητή ορθοφωνίας της, Πίτερ Σέτελεν, μέσα από βιντεοσκοπημένες «εξομολογήσεις» τη δύσκολη περίοδο του 1992-1993. Σε ένα από τα βίντεο η Νταϊάνα αποκαλύπτει ότι, όταν πήγε κλαίγοντας να συμβουλευτεί τη βασίλισσα Ελισάβετ για το πώς να διαχειριστεί την απιστία του Καρόλου με την Καμίλα Πάρκερ Μπόουλς, η απάντηση της «top lady», όπως την αποκαλεί, ήταν η εξής: «Δεν ξέρω τι πρέπει να κάνεις». Σε μια άλλη στιγμή, η Νταϊάνα μιλάει ανοιχτά για τη βουλιμία: «Θα μπορούσα να στραφώ προς το αλκοόλ, κάτι που θα ήταν πολύ εμφανές. Θα μπορούσα να είχα γίνει ανορεξική, το οποίο θα ήταν ακόμα πιο εμφανές. Αποφάσισα να κάνω κάτι πιο διακριτικό, το οποίο τελικά δεν ήταν και τόσο διακριτικό. Αλλά επέλεξα να πληγώσω τον εαυτό μου αντί να πληγώσω όλους εσάς».

Για πολλούς το πιο διάσημο πρόσωπο των δεκαετιών ’80 και ’90, η Νταϊάνα έζησε το ήμισυ σχεδόν της ζωής της κάτω από τα αλλεπάλληλα φλας, από τα οποία άλλοτε προσπαθούσε να κρυφτεί και άλλοτε να προσελκύσει με τον τρόπο που επιθυμούσε εκείνη. Ήταν μόλις 20 ετών όταν το 1981 παντρεύτηκε τον (μέχρι και σήμερα) διάδοχο του βρετανικού θρόνου, έναν άντρα τον οποίο, όπως εκμυστηρεύτηκε η ίδια, είχε συναντήσει μόνο 13 φορές μέχρι την ημέρα που αντάλλαξαν γαμήλιους όρκους στον καθεδρικό ναό του Αγίου Παύλου στο Λονδίνο, υπό το τηλεοπτικό βλέμμα περίπου 750 εκατ. ανθρώπων. Ο γάμος τους λύθηκε το 1996.

Η ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ ΤΗΣ ΜΟΔΑΣ

Στο μεταξύ, η Νταϊάνα έχτισε μια δημόσια εικόνα και προσωπικότητα που συγκινεί ακόμη. Ως μέλος της βασιλικής οικογένειας ανέπτυξε μια αναμενόμενη φιλανθρωπική ατζέντα και όσο ήταν ακόμη παντρεμένη συνόδευε τον Κάρολο σε επίσημες αποστολές. Εντός και εκτός συνόρων χρησιμοποιούσε τη λεγόμενη «διπλωματία της μόδας», δίνοντας έμφαση, π.χ., σε ζωηρά χρώματα, που πίστευε ότι την έφερναν πιο κοντά στους ανθρώπους, ενώ για τον ίδιο λόγο απέφευγε τα γάντια. Με έναν συνδυασμό αφέλειας και σιγουριάς, χόρεψε ένα τρίλεπτο σύγχρονο pas de deux με παρτενέρ τον χορευτή Γουέιν Σλιπ στη Βασιλική Όπερα του Λονδίνου, κερδίζοντας το παρατεταμένο χειροκρότημα όλων των έκπληκτων παρευρισκομένων, πλην του συζύγου της. Όταν πλέον γνώριζε τη δύναμη της εικόνας της, φρόντιζε να κάνει σωστά υπολογισμένες κινήσεις, όπως να πάρει μια «μοναχική» πόζα μπροστά από το Ταζ Μαχάλ στην Ινδία, λίγους μήνες πριν από την ανακοίνωση της διάστασής της με τον Κάρολο, το 1992.

Η βρετανική μοναρχία συμπαθεί ελάχιστα τη δημόσια έκφραση συναισθημάτων και τα μέλη της σπάνια δίνουν συνεντεύξεις. Το 1995 η Νταϊάνα έκανε την έκπληξη, μιλώντας στον δημοσιογράφο του BBC, Μάρτιν Μπασίρ. Για τη σχέση της με τον Καρόλο ανέφερε τότε ότι «ήμασταν τρεις σε αυτόν τον γάμο, οπότε υπήρχε λίγος συνωστισμός». Ανάμεσα στα «οικογενειακά άπλυτα» που ξεπρόβαλαν στην εκπομπή «Panorama» ήταν και η άποψή της ότι ο εν διαστάσει σύζυγός της δεν ήταν φτιαγμένος για να γίνει βασιλιάς. Η απάντηση δεν άργησε να έρθει από το Μπάκιγχαμ: «Dear Diana», έγραφε η Ελισάβετ στο γράμμα της, στο οποίο σημείωνε ότι το καλύτερο για τη χώρα θα ήταν το ζεύγος να χωρίσει επισήμως.

Μετά το διαζύγιο, η Νταϊάνα συνέχισε να ζει στο παλάτι του Κένσινγκτον, όπου, σύμφωνα με τον μπάτλερ της, Πολ Μπάρελ, αφιέρωνε τα βράδια της Τρίτης σε ευχαριστήρια σημειώματα ακούγοντας κλασική μουσική. Ύστερα από προτροπή του Ουίλιαμ, αποφάσισε να πουλήσει ένα μεγάλο μέρος της γκαρνταρόμπας της -συμπεριλαμβανομένων και πολλών από τα α λα «Δυναστεία» βραδινά της εποχής του γάμου της- για την ενίσχυση σκοπών, όπως η έρευνα για την καταπολέμηση του καρκίνου και του Έιτζ, σηματοδοτώντας την πρώτη φορά που ένα μέλος της βασιλικής οικογένειας οργάνωνε ένα τέτοιο γεγονός.

Για να ενισχύσει την εικόνα μιας γυναίκας που είχε αλλάξει σελίδα, πόζαρε για τα αμερικανικά περιοδικά «Vanity Fair» και «Harper’s Bazaar», ενώ παράλληλα συνέχιζε να κρατάει τα χέρια ασθενών που έπασχαν από Έιτζ, εξηγώντας ότι ο ιός HIV δεν κάνει τους ανθρώπους πιο επικίνδυνους. «Μπορείς να τους σφίξεις το χέρι και να τους αγκαλιάσεις», έλεγε, «ο Θεός ξέρει πόσο ανάγκη το έχουν». Το βράδυ που ο Κάρολος, μιλώντας σε τηλεοπτικό κανάλι, παραδέχτηκε δημοσίως ότι την είχε απατήσει όταν ο γάμος τους είχε πάρει την τελειωτική κατηφόρα, η απάντησή της ήταν να εμφανιστεί σε επίσημο δείπνο με το φόρεμα της «εκδίκησης», ένα πάνω-από-το-γόνατο «μικρό μαύρο φόρεμα», σχεδιασμένο από τη Χριστίνα Σταμπολιάν, μια σχεδιάστρια που γεννήθηκε στην Αθήνα.

Ένας από τους τελευταίους «αγώνες» της Νταϊάνα ήταν η εκστρατεία της εναντίον των ναρκών, σκοπός που την ώθησε να επισκεφτεί χώρες όπως η Ανγκόλα και η Βοσνία, προκαλώντας τις αντιδράσεις μελών του Συντηρητικού κόμματος, που προωθούσαν μια διαφορετική ατζέντα. Ο δεσμός της με τον Πακιστανό καρδιοχειρουργό Χασνάτ Καν, ο οποίος ανήκε στην «ομάδα» του Μάγκντι Γιακούμπ, έμεινε ένα μεγάλο διάστημα μακριά από τα «ραντάρ» της δημοσιότητας, αλλά τελείωσε με δική της απόφαση.

ΝΤΑΪΑΝΑ ΚΑΙ ΕΛΛΑΔΑ

Το 1996 η Νταϊάνα επισκέφτηκε ιδιωτικά την Ελλάδα για να παραστεί, στη Λίμνη Ευβοίας, στην κηδεία ενός νέου Έλληνα που είχε γνωρίσει σε νοσοκομείο του Λονδίνου. Το καλοκαίρι του 1997 τη βρήκε στο γιοτ της οικογένειας Αλ Φαγέντ να φωτογραφίζεται σε μια εξέδρα, μαυρισμένη και μελαγχολική μετά την είδηση της δολοφονίας του καλού της φίλου Τζιάνι Βερσάτσε στα σκαλιά της εισόδου της έπαυλής του στο Μαϊάμι. Τις ζεστές εκείνες ημέρες η Νταϊάνα και ο Ντόντι Αλ Φαγέντ επισκέφτηκαν το μεσογειακό Σεν Τροπέ, αλλά και την Ύδρα του Αργοσαρωνικού.

Λίγο μετά τα μεσάνυχτα, στις 31 Αυγούστου, οι κάμερες ασφαλείας κατέγραψαν το ζευγάρι στο ασανσέρ του ξενοδοχείου Ritz στην Place Vendome στο Παρίσι. Περισσότερο φως στα γεγονότα που διαδραματίστηκαν στο Pont de l’ Alma λίγη ώρα αργότερα υποσχόταν να ρίξει ένα βιβλίο που αναμενόταν να εκδοθεί την ίδια ημερομηνία φέτος. Το «Diana & Dodi: The Truth» γράφτηκε από τον Μάικλ Κόουλ, ο οποίος γνώριζε και τα τρία θύματα του αυτοκινητιστικού δυστυχήματος, την Νταϊάνα, τον Ντόντι και τον οδηγό της Μερσεντές στην οποία επέβαιναν, Ανρί Πολ. Θετικός στην αρχή, ο πατέρας του Ντόντι και εργοδότης του Κόουλ, Μοχάμεντ Αλ Φαγέντ, άλλαξε γνώμη λίγο πριν από την κυκλοφορία του βιβλίου, ζητώντας τη μη έκδοσή του. Την ίδια στιγμή, οι θεωρίες συνωμοσίας ως προς τις αιτίες του δυστυχήματος «αναζωπυρώνονται» με αφορμή τα 20 χρόνια, ενώ οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες έχουν παραδεχτεί ότι παρακολουθούσαν τις τηλεφωνικές συνομιλίες της Νταϊάνα λίγες ώρες πριν πεθάνει, γεγονός που δεν γνώριζαν τότε οι αντίστοιχες βρετανικές.

Είκοσι χρόνια μετά τον πρόωρο θάνατό της, η Νταϊάνα «επιστρέφει». Στη χώρα του «Brexit» δεν λείπουν εκείνοι που μιλούν για την ευκαιρία που δίνει η δυσάρεστη επέτειος για λίγο «καλό» μάρκετινγκ, ενώ πολλοί εκφράζουν την κριτική τους προς τη βασιλική οικογένεια και την αντίθεσή τους στον θεσμό γενικότερα. Το κίνημα των Βρετανών ρεπουμπλικάνων υποστηρίζει την ιδέα ενός δημοψηφίσματος υπέρ ή κατά της μοναρχίας μετά τον θάνατο της Ελισάβετ. Στη σχετικά σύντομη ζωή της η Νταϊάνα αγαπήθηκε από εκατομμύρια ανθρώπων. Η ίδια χρησιμοποίησε τις δικές της δυνάμεις για να ζήσει ένα ιδιότυπο «παραμύθι», στο οποίο έλαμψε, αλλά δεν κατάφερε τελικά να επιζήσει.