Tα τελευταία χρόνια, η συζήτηση σχετικά με τους αιτούντες άσυλο, τους μετανάστες και τις γλωσσικές τους ανάγκες έχει κορυφωθεί, με πιο πρόσφατο γεγονός τις νομοθετικές πρωτοβουλίες της Αυστραλίας, οι οποίες δυσκολεύουν τα γλωσσικά προαπαιτούμενα για την απόκτηση της υπηκοότητας. Για τους νεοεισερχόμενους Έλληνες μετανάστες και τα παιδιά τους, ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια για την ένταξή τους στην αυστραλιανή κοινωνία είναι η γλωσσική επάρκεια.

Ο καθηγητής Γλωσσολογίας, John Hajek, μοιράστηκε κάποιες συμβουλές όσον αφορά τους τρόπους προσαρμογής των μεταναστών και των παιδιών τους σε δίγλωσσα περιβάλλοντα και μίλησε ελεύθερα για την γλωσσική πολιτική της Αυστραλίας και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει. Αναφέρθηκε, επίσης, στους τρόπους με τους οποίους οι ελληνικές κυβερνήσεις μπορούν να αντιμετωπίσουν τις γλωσσικές ανάγκες των αιτούντων άσυλο, που τα τελευταία χρόνια φτάνουν στις ακτές της χώρας, αναλύοντας την αυστραλιανή εμπειρία.

Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Ερώτηση: Το 1903, ο τότε Αυστραλός πρωθυπουργός, Alfred Deakin, υπερασπιζόταν την «Πολιτική της Λευκής Αυστραλίας». Στο διάστημα 1960-1970 οι νεοεισερχόμενοι μετανάστες έπρεπε να αφομοιωθούν στην αυστραλιανή κοινωνία και να αφήσουν πίσω τη γλώσσα και τον πολιτισμό τους. Στα τέλη του 1970 ξεκίνησε να υπάρχει κάποια μέριμνα σχετικά με τις «γλώσσες των μεταναστών» στα σχολεία καθώς και η υποστήριξη της αντίληψης ότι οι «γλώσσες των μεταναστών μπορούν να ενσωματωθούν στα αναλυτικά προγράμματα των σχολείων (curriculum)». Παράλληλα, προς τα τέλη του ’70 ξεκίνησε να συζητιέται επίσημα στην Αυστραλία το ζήτημα των «άλλων γλωσσών πέρα των Αγγλικών» (Languages Other Than English – LOTE) σε αντιδιαστολή με τον όρο «γλώσσες της κοινότητας» (community languages). Σήμερα με ποιο τρόπο προσεγγίζεται το ζήτημα των γλωσσών από το αυστραλιανό κράτος; 

Καθηγητής Hajek: Υπάρχει εθνική συμφωνία ανάμεσα στις κυβερνήσεις των Πολιτειών και της ομοσπονδιακής κυβέρνησης ότι η εκμάθηση γλωσσών αποτελεί μια από τις οκτώ βασικές θεματικές μάθησης στις οποίες πρέπει να εκτεθούν όλα τα παιδιά – παράλληλα, με τα Αγγλικά, τα Μαθηματικά και κάποια άλλα γνωστικά αντικείμενα. Η συμφωνία αυτή καθιερώθηκε το 2008 με τη Διακήρυξη της Μελβούρνης για τους Εκπαιδευτικούς Στόχους των Νέων Αυστραλών (Melbourne Declaration on the Educational Goals for Young Australians). Ωστόσο, το πώς ερμηνεύεται στην πράξη το παραπάνω είναι διαφορετικό πράγμα. Η ηλικία των παιδιών όταν ξεκινούν να μαθαίνουν μια γλώσσα και ο αριθμός των ωρών γλωσσικής εκπαίδευσης δεν έχουν καθοριστεί σε εθνικό επίπεδο. Οι Πολιτείες καθορίζουν την εκάστοτε πολιτική τους. Η Βικτώρια, έχει το καλύτερο σύστημα, αφού όλα τα παιδιά πρέπει να μάθουν μια γλώσσα από τις πρώτες τάξεις της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης έως το έτος 10 μέχρι το 2025.

Σε κάποιο από τα γραπτά σας, αναφέρατε ότι στην Αυστραλία προσφέρονται και διδάσκονται πάνω από 120 γλώσσες, σε διάφορα εκπαιδευτικά προγράμματα. Επίσης, υποστηρίξατε ότι στη Βικτώρια, το 2011, μελετήθηκαν πάνω από 60 γλώσσες σε επίσημα εκπαιδευτικά πλαίσια, εάν και το 80% των μαθητών που μάθαιναν κάποια γλώσσα, έκαναν κυρίως Ιταλικά, Ιαπωνικά, Ινδονησιακά, Γαλλικά ή Κινέζικα. Μπορείτε να μου πείτε περισσότερα για την επικρατούσα νοοτροπία της Αυστραλίας γύρω από τη διδασκαλία γλωσσών, γνωρίζοντας ότι η χώρα χαρακτηρίζεται για την «αγγλική φούσκα» (“Anglobubble”) και την επικράτηση μιας μονογλωσσικής κουλτούρας; Επίσης, είναι αλήθεια ότι τα προγράμματα γλωσσών των σχολείων της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης μειώθηκαν κατά 10%, μεταξύ των ετών 2002-2010, ενώ μειώθηκαν επίσης και οι εγγραφές; 

-Γνωρίζουμε ότι σε εθνικό επίπεδο υπάρχουν προκλήσεις. Οι πολιτειακοί πολιτικοί μιλούν γι’ αυτό το φαινόμενο εδώ και καιρό, σημειώνοντας ότι σήμερα μόνο το 12% των μαθητών που φοιτούν στο 12ο έτος (Year 12) μαθαίνουν κάποια γλώσσα, όταν το 1960 το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 40%. Τα στοιχεία που μου αναφέρατε βασίζονται σε εκθέσεις της κυβέρνησης της Βικτώριας. Ως αποτέλεσμα της συγκεκριμένης μείωσης, το Υπουργείο Παιδείας της Βικτώριας έχει προσπαθήσει να ανατρέψει αυτή την τάση και σήμερα τα περισσότερα σχολεία διδάσκουν μια γλώσσα. Η πρόκληση που παραμένει είναι πόσο χρόνο περνούν πραγματικά οι μαθητές στην τάξη κάθε βδομάδα, για να μάθουν μια γλώσσα. Η σημερινή πρόταση της Βικτώριας αναφέρεται σε 150 λεπτά μαθήματος τη βδομάδα, αλλά πολλά σχολεία, ειδικά στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση, προσφέρουν πολύ λιγότερο χρόνο, για παράδειγμα 50 λεπτά τη βδομάδα.

Ο καθηγητής Γλωσσολογίας John Hajek

Μαθητές σχολείου της Ελληνικής Κοινότητας Μελβούρνης

Στο Συνέδριο που διοργάνωσε το Πανεπιστήμιο τLa Trobe, αναφέρατε ότι η επιτυχία της διαγενεακής μετάδοσης της γλώσσας, διαφοροποιείται σημαντικά ανάμεσα στις εθνικές κοινότητες. Θυμάμαι μάλιστα, να αναφέρετε ότι η ελληνική κοινότητα (1) υπήρξε πιο αποτελεσματική από την ιταλική, στη διαγενεακή διάδοση της γλώσσας. Πόσο αποτελεσματική είναι έως τώρα η ελληνική κοινότητα στη διαγενεακή διάδοση της γλώσσας; 

-Κοιτάξαμε την ιστορία της γλωσσικής εκπαίδευσης – ειδικά των Ελλήνων και των Ιταλών, στη Βικτώρια. Η ελληνική κοινότητα είχε κάνει περισσότερες προσπάθειες να μορφώσει αποκλειστικά τα παιδιά ελληνικής καταγωγής, ειδικά μέσω των κοινοτικών γλωσσικών σχολείων, προκειμένου να υποστηρίξει τη διάδοση της γλώσσας. Στο παρελθόν, η ελληνική κυβέρνηση είχε υποστηρίξει τη συγκεκριμένη προσπάθεια με σημαντικούς πόρους, όπως για παράδειγμα εκπαιδευτικό υλικό και προσωπικό. Η ιταλική κοινότητα αποφάσισε να παρέχει την εκμάθηση των Ιταλικών σε όλους, συμπεριλαμβανομένων και των παιδιών ιταλικής καταγωγής, τα οποία μπορεί ήδη να μιλούσαν Ιταλικά. Σε μελέτη του 2015, συγκρίναμε τις τάσεις που αφορούν τη γλωσσική εκπαίδευση και διάδοση στην ιταλική και την ελληνική κοινότητα. Παρατηρήσαμε, ότι ενώ η ιταλόφωνη κοινότητα στη Βικτώρια είναι παραδοσιακά μεγαλύτερη από την ελληνική, ο αριθμός των νέων (έως 14 ετών) που μιλούν Ελληνικά, είναι πολύ μεγαλύτερος.

Η εκμάθηση γλωσσών αντιμετωπίζει πολλές προκλήσεις όσον αφορά τις εγγραφές και τα κίνητρα των μαθητών να μάθουν γλώσσες στο τελευταίο έτος φοίτησής τους (12ο έτος). Στο Συνέδριο του La Trobe αναφέρατε κάποιες πρωτοβουλίες που θα μπορούσαν να κινητοποιήσουν τους μαθητές. Τι είδους τεχνικές μπορούν να χρησιμοποιηθούν, ώστε να κινητοποιηθούν οι μαθητές και να επιλέγουν μαθήματα γλωσσών; 

-Αυτή είναι δύσκολη ερώτηση καθώς υπάρχουν πολλές προκλήσεις. Όμως, όλα τα μέσα που χρησιμοποιούμε για να κινητοποιήσουμε το ενδιαφέρον αυτό, πρέπει να είναι θετικά (ενισχυτικά). Δεν θα πρέπει να το βλέπουν ως υποχρέωση αλλά ως κάτι που είναι πολύτιμό και γοητευτικό. Οι μαθητές μπορούν να κάνουν πολλές επιλογές μέσα στο σχολείο. Συχνά αποθαρρύνονται, ειδικά στις μεγαλύτερες τάξεις, καθώς τους λένε ότι μπορεί να υποστούν κυρώσεις στη βαθμολογία μαθαίνοντας κάποια γλώσσα (συμπεριλαμβανομένων και των Ελληνικών) στο VCE. Μερικά Πανεπιστήμια έχουν ανταποκριθεί προσφέροντας μικρά bonus για την εισαγωγή των μαθητών σε τμήματα γλωσσών. Μια εμπειρία «εμβάπτισης» στην Ελλάδα θα ήταν επίσης πολύ βοηθητική – καθώς θα ενδυνάμωνε τους δεσμούς με την Ελλάδα, θα βελτίωνε τις γλωσσικές δεξιότητες και θα έδειχνε τους νεαρούς Ελληνοαυστραλούς ότι τα Ελληνικά δεν είναι απλώς για να ομιλούνται με την οικογένεια και για την επικοινωνία με τους συγγενείς. Εάν είναι ελεύθεροι να εξερευνήσουν την Ελλάδα και να μιλήσουν Ελληνικά στην καθημερινότητά τους, θα μπορούν να δουν εύκολα πόσο πολύτιμη είναι η γνώση της γλώσσας.

Τα τελευταία επτά χρόνια, η Ελλάδα βιώνει μια από τις πιο δύσκολες στιγμές εξαιτίας της δημοσιονομικής κρίσης. Ως αποτέλεσμα, μεγάλο μέρος Ελλήνων έχει μεταναστεύσει στην Αυστραλία, αναζητώντας κάποιο καλύτερο μέλλον. Αρκετοί Έλληνες γονείς επιλέγουν να εγγράψουν τα παιδιά τους σε ελληνικά σχολεία, προκειμένου να διατηρήσουν την ταυτότητα της χώρας προέλευσής τους, αλλά γνωρίζουμε ότι πολλά παιδιά δυσκολεύονται με τα αγγλικά τους. Τι συμβουλές μπορείτε να δώσετε στους γονείς όσον αφορά τη γλωσσική προσαρμογή των παιδιών τους σε δίγλωσσα περιβάλλοντα; 

-Είναι σημαντικό για τις οικογένειες να μιλούν τη γλώσσα τους στο σπίτι. Θα αποτελέσει γέφυρα ανάμεσα στις γενεές, αλλά παράλληλα μια δεύτερη γλώσσα βοηθάει τα παιδιά με πάρα πολλούς τρόπους. Η γλώσσα των γονέων τους θα πρέπει να αντιμετωπιστεί ως ένα δώρο το οποίο πρέπει να μεταβιβάζεται στα παιδιά– παράλληλα, με τα Αγγλικά που όλα τα παιδιά μαθαίνουν στην Αυστραλία. Γνωρίζουμε επίσης, ότι διαφορετικές γενιές (για παράδειγμα οι παππούδες με τα εγγόνια) αναπτύσσουν ισχυρότερους δεσμούς όταν επικοινωνούν στα Ελληνικά. Τι θα συμβεί όταν τα εγγόνια δεν μπορούν να επικοινωνήσουν με την Ελληνίδα γιαγιά (ya-ya) και εκείνη δεν θα μπορεί να μιλήσει στα εγγόνια της; Υπάρχουν όμως και άλλα οφέλη. Μαθαίνοντας να διαβάζεις και να γράφεις στα Ελληνικά για παράδειγμα, μπορεί να βοηθήσει τα παιδιά με την ανάγνωση και τη γραφή των Αγγλικών. Όταν έχεις μάθει να χρησιμοποιείς το αλφάβητο (ακόμη και εάν είναι μιας διαφορετικής γλώσσας), γνωρίζεις το μηχανισμό που αφορά την ανάγνωση και τη γραφή. Είναι εύκολο να μάθεις αργότερα το αγγλικό αλφάβητο και να μεταφέρεις αυτές τις δεξιότητες. Επιπλέον, η ελληνική γλώσσα έχει πιο διαφανές ορθογραφικό σύστημα από την Αγγλική και αυτό σημαίνει ότι οι μαθητές μπορούν να μάθουν να διαβάζουν πιο γρήγορα από ό,τι στα Αγγλικά, διότι δεν καθυστερούν με ορθογραφικές συγχύσεις, όπως του ‘gh’ που προφέρεται διαφορετικά στη λέξη ‘cough’ και στη λέξη ‘through’.

Ως ακαδημαϊκός που ασχολείσθε με τη γλωσσική πολιτική, ποια βήματα πιστεύετε ότι μπορούν να κάνουν οι ελληνικές κυβερνήσεις, ώστε να υποστηρίξουν την ένταξη των παιδιών των μεταναστών και τις ανάγκες των γονέων τους για την αγορά εργασίας; 

-Τις δεκαετίες 1950 και 1960, στην Αυστραλία, οι μετανάστες ενθαρρύνονταν να εγκαταλείπουν τις γλώσσες τους, το συντομότερο δυνατό. Τελικά, μάθαμε, ότι δεν υπήρχε ανάγκη να αναγκάζεις τα παιδιά να εγκαταλείπουν τη μητρική τους γλώσσα – διαφορετικά δεν θα είχαμε σήμερα παιδιά να μιλούν Ελληνικά στη Μελβούρνη. Οι άνθρωποι είναι ικανοί να μιλούν περισσότερες από μια γλώσσες, να είναι πολύ πετυχημένοι στη ζωή τους και να συνεισφέρουν στη νέα κοινωνία στην οποία ζουν. Επομένως, οι κυβερνήσεις μας ξεκίνησαν να ενθαρρύνουν τα σχολεία γλωσσών, που λειτουργούν με τη λήξη του ημερήσιου σχολείου και τα οποία αποτελούν σημαντικό μέρος της ελληνικής κοινότητας της Αυστραλίας. Αυτά τα σχολεία διατηρούν τους οικογενειακούς δεσμούς, αλλά παράλληλα υποστηρίζουν την ένταξη των παιδιών σε μια νέα χώρα, καθώς τα παιδιά μαθαίνουν Αγγλικά στη διάρκεια της μέρας, σε ημερήσιο σχολείο. Ως αποτέλεσμα, οι δίγλωσσοι Ελληνοαυστραλοί είναι πολύ τυχεροί. Οι Ελληνοαυστραλοί είναι πολύ καλά ενταγμένοι στην αυστραλιανή κοινωνία και, την ίδια στιγμή, διατηρούνται και οι δεσμοί τους με την Ελλάδα, γεγονός το οποίο ενδιαφέρει και την Ελλάδα. Προφανώς, οι κυβερνήσεις, πρέπει να παρέχουν με επάρκεια τη διδασκαλία της Αγγλικής στους νεοφιχθέντες ενήλικες και τα παιδιά. Αντίστοιχα, στην Ελλάδα, οι κυβερνήσεις πρέπει να παρέχουν με επάρκεια τη διδασκαλία της Ελληνικής. Οι άνθρωποι χρειάζονται τις απαραίτητες γλωσσικές δεξιότητες για να ενταχθούν στην αγορά εργασίας, τα σχολεία και την κοινωνία.

Πώς αισθάνεστε για την απόφαση της Αυστραλίας να καταστήσει πιο αυστηρά τα γλωσσικά προαπαιτούμενα για την απόκτηση υπηκοότητας και τη συζήτηση γύρω από τις πολιτικές αφομοίωσης; 

Φυσικά, θέλουμε όλοι να μιλούν Αγγλικά στην Αυστραλία – διευκολύνει τους ανθρώπους να βρουν δουλειά, να επικοινωνήσουν ο ένας με τον άλλο κ.λπ. Δεν σημαίνει ότι πρέπει να εγκαταλείψουν τη μητρική τους γλώσσα . Εάν ίσχυε αυτό, τότε σήμερα δεν θα είχαμε μια τόσο μεγάλη ελληνική κοινότητα η οποία έχει συνεισφέρει τόσο πολύ στην Αυστραλία, και συνεχίζει να το κάνει μέχρι σήμερα. Εάν οι κυβερνήσεις θέλουν να αξιολογήσουν τις γλωσσικές γνώσεις των ανθρώπων, πρέπει να διασφαλίσουν την αξιολόγηση ό,τι είναι σημαντικό και αφορά την καθημερινή χρήση της γλώσσας, για παράδειγμα γλωσσικές δεξιότητες για την εύρεση μιας κανονικής θέσης απασχόλησης, και όχι για τη συγγραφή ακαδημαϊκών βιβλίων.

*Ο καθηγητής John Hajek είναι καθηγητής Ιταλικών και Γλωσσολογίας στο Τμήμα Γλωσσών και Γλωσσολογίας του Πανεπιστημίου Μελβούρνης. Έχει κερδίσει υποτροφίες για έρευνα στην Αγγλία και στην Αυστραλία και τελεί σήμερα καθήκοντα επικεφαλής του RUMACCC (Research Unit for Multilingualism and Cross-cultural Communication) και είναι ο πρώτος πρόεδρος του δικτύου LCNAU (Languages and Cultures Network for Australian Universities). To 2016 ήταν ο κεντρικός ομιλητής του 13ου Διετούς Συνεδρίου της Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών Αυστραλίας και Ν. Ζηλανδίας, το οποίο διοργανώθηκε από το πρόγραμμα Ελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου La Trobe. 

*H Μαρία Φιλιώ Τριδήμα είναι κοινωνιολόγος. Οι μεταναστευτικές πολιτικές, τα ζητήματα ένταξης και εκπαίδευσης μεταναστών αποτελούν μερικά από τα ενδιαφέροντά της. Έχει κάνει μεταπτυχιακές σπουδές στα Aνθρώπινα Δικαιώματα, στην Ευρωπαϊκή Ένωση και Διεθνείς Σχέσεις και την Εκπαιδευτική πολιτική στα Πανεπιστήμια του Warwick (Ηνωμένο Βασίλειο) και Αθηνών (ΕΚΠΑ, Ελλάδα). Είναι υπεύθυνη για τον σχεδιασμό και την υλοποίηση του εκπαιδευτικού προγράμματος «Μελβούρνη – Αθήνα: Μια διαδρομή Φιλίας», το οποίο πραγματοποιήθηκε από τα Σχολεία Γλώσσας και Πολιτισμού της Ελληνικής Κοινότητας Μελβούρνης σε συνεργασία με το Ελληνοαμερικανικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα (Κολλέγιο Ψυχικού, Αθήνα). Έχει εργαστεί ως εκπαιδευτικός Κοινωνιολογίας και υπεύθυνη συντονισμού πρωτοβουλιών χρηματοδοτούμενων από την Ευρωπαϊκή Ένωση, για την ειδική αγωγή και ένταξη των ατόμων με αναπηρία.