Κάθε φορά που πηγαίνω στην πατρίδα αναπολώ τα παιδικά μου, τα εφηβικά μου χρόνια και τριγυρίζω στα παλιά μου λημέρια. Ψάχνω την παλιά γειτονιά, το παλιό σχολείο, το σινεμά, το καφενείο ψάχνω για το παλιό το ταβερνάκι, το κουτουκάκι. Αν αποφασίσω να βγω, είτε θέατρο να πάω είτε στον κινηματογράφο, ψάχνω κάποιο από τα παλιά δικά μου στέκια.
Δεν ξέρω γιατί πιστεύω ότι αν συνδέσω την εποχή της νιότης μου με τη σημερινή, θα ξαναζωντανέψει, έστω και λίγο, μέσα μου εκείνη η παλιά η φλόγα της. Εκείνη η ανέμελη εποχή που τοποθετούσες τα όνειρα με τη σειρά που ήθελες, αργά και νωχελικά, μια και ήξερες ότι είναι μακρύς ο κεντρικός δρόμος μπροστά σου, και πολλά τα παρακλάδια του που ξανοίγονταν και σε… περίμεναν.
Φέτος δεν κατάφερα να πάω. Πέρυσι έφευγα τέτοιες μέρες και προτιμώντας τον Σεπτέμβρη και τον Οκτώβρη, προετοιμάστηκα, λεπτομερώς ξεκινώντας από θάλασσα και ηλιοθεραπεία και καταλήγοντας σε κοινωνικές υποχρεώσεις και αναγκαίες επισκέψεις σε συγγενείς. Μεσολαβούσαν θεάματα και οι επισκέψεις στα παλιά στέκια και λημέρια και πάει λέγοντας.
Ήταν αρκετές φορές που λογάριαζα χωρίς τον ξενοδόχο, μιας και ξεπετάγονταν κάποιες ασθένειες και κάποιες άλλες υποχρεώσεις που είχαν σχέση με υπηρεσίες του Δημοσίου, υπηρεσίες τόσο οργανωμένες, τόσο εξυπηρετικές και… φιλόξενες.
Θυμάμαι, ένα πρωινό, στα μέσα του Σεπτέμβρη, καθόμουν στο μπαλκόνι του σπιτιού του γιου μου και διάβαζα εφημερίδα, πίνοντας καφέ και καπνίζοντας. Ένα γράμμα στις στήλες των επιστολών τράβηξε την προσοχή μου, με τίτλο «Το Β΄ Γυμνάσιο Αρρένων Αθηνών» και το γράμμα συνέχιζε: «Κύριε Διευθυντά, Μεγάλη χαρά και ικανοποίηση προκάλεσε το γεγονός ότι επιτέλους, μετά από πολύχρονους αγώνες, το κτίριο της οδού Χέυδεν και Αχαρνών, πρώην Β΄ Γυμνάσιο Αρρένων Αθηνών, ανοίγει τις πύλες του και θα λειτουργήσει ως 2ο Γενικό Λύκειο Αθηνών…».
Στη συνέχεια ο επιστολογράφος συγχαίρει επώνυμους και ανώνυμους που αγωνίστηκαν για την επίτευξη του στόχου των και συμπληρώνει ότι… «η φήμη του ιστορικού αυτού Γυμνασίου είναι εντελώς συνυφασμένη με το όνομα του Γυμνασιάρχη Πάνου Πάτρα». Τέλος, ο συντάκτης της επιστολής … προτείνει το νέο κτίριο να φέρει το όνομά του Γυμνασιάρχη… Δίπλωσα την εφημερίδα και σηκώθηκα να ετοιμαστώ να πάω να πάρω την κόρη μου από τον Σταθμό Λαρίσης. Θα ερχόταν από το Βόλο. Είχα ενοικιάσει ένα αυτοκινητάκι και ξαναθυμήθηκα τα νιάτα μου με λίγο μούντζωμα και λίγο βρίσιμο.
Ο γιος μου κάθε φορά που ξεκίναγα μου θύμιζε (κομψά) ότι «οι δρόμοι δεν είναι όπως τους ήξερα»…
Το Γυμνάσιό μου, ο γυμνασιάρχης μας, ο Σταθμός Λαρίσης, τι μου θύμιζαν. Θυμάμαι ότι κάποιος «σφύριξε» στον γυμνασιάρχη μας, τον Πάνο Πάτρα, ότι… « ο Παϊβανάς σας μιμείται κ. γυμνασιάρχα». Στη μεγάλη μας εκδρομή, στην Ολυμπία, ήλθε στο δικό μας πούλμαν και κάθισε δίπλα στον οδηγό. Όταν μπήκαμε στον… ίσιο δρόμο Αθηνών-Κορίνθου σηκώθηκε χαμογελαστός και είπε: «Παϊβανά, πληροφορήθηκα ότι με μιμείσαι. Μόλις φτάσουμε στην Ολυμπία θα μου δείξεις τις ικανότητέες σου, παρουσία και των συμμαθητών σου. Εάν με δεις ικανοποιημένο θα αποφύγεις την τιμωρία. Αν όχι θα σκεφτώ πώς θα τιμωρηθείς ελαφρώς για ασέβεια». Έδωσα παράσταση και η αντίδρασή του, περιέργως, ήταν… να ξεκαρδιστεί στα γέλια και να μου πει, γελώντας, ότι… «Με συγχωρεί για πρώτη και τελευταία φορά»
Έφτασα στον Σταθμό Λαρίσης νωρίτερα. Περίμενα. Μια άλλη εικόνα ζωντάνεψε στο μυαλό και το βλέμμα μου. Στον Σταθμό είχαμε έλθει οι τρεις φίλοι να αποχαιρετίσουμε τον τέταρτο, τον Παναγιώτη, το φίλο μας, τον νούμερο ένα στα Μαθηματικά που έφευγε με το τραίνο, να σπουδάσει στο εξωτερικό. Γιος στρατηγού ο Παναγιώτης και εγγονός της πλούσιας γιαγιάς που της πουλούσα τα χριστιανικά περιοδικά και βγάζαμε τα έξοδα του σινεμά ή κάποια ρετσίνα με μεζέ.
Είχαμε αποφασίσει να κάνουμε μια κάποια πλάκα στον Παναγιώτη, καλοστημένη, να μας θυμάται όσο διάστημα θα βρισκόταν μακριά μας. Ο Θανάσης, ο Γιώργος κι εγώ στην πλατφόρμα περιμένουμε τον στρατηγό και τους υπόλοιπους της οικογένειας να αποχαιρετίσουν τον πρωτότοκό τους, που θα έλειπε κάποιους μήνες από την πατρογονική εστία. Εμείς ζητήσαμε και τη βοήθεια μιας καλής φίλης, που η αδελφή της είχε γεννήσει προ εξαμήνου ένα χαριτωμένο αγοράκι, να της πληρώσουμε το ταξί και να έλθει για δέκα λεπτά στον Σταθμό να καθίσει κοντά μας όταν θα αποχαιρετούσαμε τον Παναγιώτη. Η Λίτσα, έφτασε στο σταθμό, με το μωρό στην αγκαλιά και κάθισε κοντά μας έχοντας ύφος θλιμμένο, εγκαταλειμμένης μητέρας, με παιδί χωρίς πατέρα.
Η αμαξοστοιχία θα ξεκινούσε σε λίγα λεπτά. Ο στρατηγός, η μητέρα του Παναγιώτη και η γιαγιά, πότε κοίταζαν τον Παναγιώτη που μας κοίταζε από το παράθυρο της αμαξοστοιχίας, πότε γύριζαν κοίταζαν εμάς και τη Λίτσα με το μωρό στην αγκαλιά, και ξαφνικά ακούστηκε η άγρια και δυνατή φωνή του στρατηγού να λέει στο γιο: «Κατέβα ρε άθλιε κάτω. Εσύ όχι για το εξωτερικό δεν είσαι αλλά ούτε για το εσωτερικό. Πού αφήνεις αυτό το πλάσμα και πού εγκαταλείπεις αυτή την κοπέλα, ρε άθλιο πλάσμα;» Τρομάξαμε να τον πείσουμε ότι κάναμε πλάκα και λύγισε μόνο όταν η Λίτσα ορκίστηκε και άρχισε να κλαίει ζητώντας συγγνώμη από όλους για τη συμμετοχή της στο… άθλιο καλαμπούρι.
Και όπως λέει ο Omer B. Washington, «Έμαθα ότι η ωριμότητα σχετίζεται περισσότερο με τις εμπειρίες που είχες καθώς και από τι έχεις μάθει από αυτές και λιγότερο από πόσα γενέθλια γιόρτασες».