ΕΡΩΤΗΣΗ: Είναι δυνατόν, μια χώρα που λατρεύει τα σπορ και τις πρωτιές (και γεμίζει γήπεδα…) να έχει μια εθνική ποδοσφαιρική ομάδα που δεν ξέρει να παίζει μπάλα;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Βεβαίως και είναι και η πορεία της εθνικής ποδοσφαιρικής ομάδας της Αυστραλίας, για την πρόκρισή της στους αγώνες του Παγκοσμίου Κυπέλλου 2018 που θα γίνουν τον επόμενο χρόνο στη Ρωσία, μιλάει από μόνη της.
Ο λόγος που μπήκα στον κόπο –γιατί περί κόπου πρόκειται όταν μιλάς για ποδόσφαιρο στην Αυστραλία– να ασχοληθώ με το θέμα, είναι η κριτική που δέχθηκε ο συμπατριώτης μας προπονητής και πρώην παίκτης της μεγάλης Ελλάς, Άγγελος Ποστέκολγου, από τα Μέσα Ενημέρωσης της χώρας.
ΕΞΩ φρενών έγιναν, σας λέω, οι γραφιάδες και οι «σχολιαστές» των Μέσων Ενημέρωσης, που πριν λίγες δεκαετίες, όχι μόνο δεν γνώριζαν από ποδόσφαιρο αλλά ούτε καν ότι η μπάλα είναι στρογγυλή.
ΤΕΛΟΣ πάντων, κάποια στιγμή το έμαθαν και κάλλιο αργά παρά ποτέ. Έλα, όμως, που δεν φτάνει να ξεχωρίζεις την μπάλα του ποδοσφαίρου από αυτή του φούτι, για να καταλαβαίνεις και από ποδόσφαιρο.
ΚΑΙ αρχίζω από τα απλά: ένα και ένα κάνουν δύο, που σημαίνει, ότι τις καλές και μεγάλες ομάδες, δεν τις κάνουν οι προπονητές, αλλά οι καλοί και μεγάλοι ποδοσφαιριστές.
ΚΑΙ η Αυστραλία δεν έχει ούτε καλούς ούτε μεγάλους ποδοσφαιριστές. Τελεία και παύλα.
ΜΙΑ κακή ή, στην καλύτερη περίπτωση, μια πολύ μέτρια ομάδα έχει και ο λόγος που έχει λάβει μέρος σε τέσσερα Παγκόσμια Κύπελλα οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στη γεωγραφική της θέση.
ΣΤΟ γεγονός, δηλαδή, ότι για να προκριθεί και συμμετάσχει στα τελικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου, παίζει με χώρες που είναι ακόμα ποδοσφαιρικά πρωτόγονες.
ΕΔΩ, λοιπόν, βρίσκεται η ρίζα του κακού και όχι στον Άγγελο Ποστέκογλου. Στην έλλειψη καλών και ικανών ποδοσφαιριστών οφείλεται η στραβοτιμονιά που υποχρεώνει την Αυστραλία να δώσει αγώνες μπαράζ για να προκριθεί.
ΚΑΙ οι κορυφαίοι προπονητές του κόσμου να είχαν αναλάβει την τεχνική ηγεσία της χώρας, δεν θα είχαν καταφέρει να μάθουν τους παίκες της εθνικής μας ομάδας πώς να κλωτσούν την μπάλα όταν βρίσκονται κοντά στην αντίπαλη εστία.
ΑΥΤΟ είτε το έχεις είτε δεν το έχεις. Και οι δικοί μας είναι εντελώς ατάλαντοι και άσχετοι με το σημερινό ποδόσφαιρο που έχει κάνει άλματα σε ολόκληρο τον κόσμο.
ΕΔΩ ο… μεγάλος Τομ Γιούριτς (ο γκολτζής μας, δηλαδή) δεν μπορούσε να στείλει τη μπάλα στα δίχτυα μόνος του από τρία μέτρα και ο Καχίλ από τέσσερα…
ΑΝ η μπάλα δεν έβρισκε –στην κυριολεξία– μόνη της το κεφάλι του Γιούριτς δεν θα έμπαινε το πρώτο γκολ, όπως δεν θα έμπαινε και το δεύτερο, αν δεν γίνονταν άγριος συνωστισμός μπρος στην εστία του Ταϊλανδού τερματοφύλακα.
ΑΝ έδειξε κάτι το παιχνίδι αυτό, στους ανθρώπους τουλάχιστον που ξέρουν τα στοιχειώδη από ποδόσφαιρο, είναι ότι οι περισσότεροι παίκτες της ομάδας αυτής, δεν είχαν καμιά τεχνική κατάρτιση και το μόνο που ήξεραν ήταν να τρέχουν και να κλωτσούν την μπάλα όπου έβρισκαν.
ΤΙ θα μπορούσε, δηλαδή, να κάνει ο Άγγελος; Τι να τους πρωτομάθει; Πώς να κλωτσούν την μπάλα, πώς να κάνουν μια ντρίπλα ή να δίνουν μια πάσα της προκοπής;
ΑΝ όλα αυτά, δεν τα έχεις μάθει μέχρι να γίνεις δέκα χρόνων και, στη συνέχεια, δεν τα έχεις καλλιεργήσει και βελτιώσει, δεν μπορείς να τα μάθεις όταν έχεις περάσει τα εικοσιπέντε σου.
ΟΣΟ και αν προσπαθήσεις, ό,τι και να σου πουν, δεν θα μάθεις ποτέ πώς σουτάρουν με φάλτσο, πώς γίνεται μια προσποίηση ή μια ντρίπλα της προκοπής.
ΜΕ άλλα λόγια, χωρίς τη στοιχειώδη και την άκρως απαραίτητη αυτή τεχνική κατάρτιση, που μαθαίνεται όπως το πιάνο και το βιολί σε πολύ μικρή ηλικία, δεν μπορείς να γίνεις μεγάλος παίκτης.
ΑΥΤΟΣ είναι και ο λόγος, που παίκτες της εθνικής ομάδας της Αυστραλίας κινούνται μέσα στο γήπεδο (όταν έχουν την μπάλα) εντελώς μονοκόμματα λες και είναι «ξύλα».
ΤΗΝ ίδια στιγμή και δεν είναι καθόλου –μα καθόλου– τυχαίο, ότι οι Αυστραλοί παίκτες δεν μπορούν να παίξουν σε μεγάλες ευρωπαϊκές ομάδες όπως οι Νοτιαμερικανοί και Αφρικανοί παίκτες για παράδειγμα.
ΚΑΙ αυτοί που κατά καιρούς την τελευταία δεκαετία δοκίμασαν να παίξουν εκεί, απέτυχαν και τελικά κατέληξαν σε ομάδες Β’ και Γ’ Κατηγορίας ή σε κάποιο πρωτάθλημα της Ασίας και της Μέσης Ανατολής.
ΠΡΙΝ καμιά δεκαπενταριά χρόνια, όταν ακόμα μεσουρανούσαν οι ομάδες που είχαν ιδρυθεί από τους μεταπολεμικούς μετανάστες, που προέρχονταν από χώρες με ποδοσφαιρική κουλτούρα, υπήρχαν και ορισμένοι Αυστραλοί ποδοσφαιριστές όπως ο Κιούελ, ο Σταν Λαζαρίδης, ο Βιντούκα και άλλοι, που έπαιξαν σε μεγάλες ευρωπαϊκές ομάδες.
ΠΑΙΚΤΕΣ σαν αυτούς είχαν στελεχώσει και την εθνική Αυστραλίας που διακρίθηκε σε δυο-τρία Παγκόσμια Κύπελλα.
ΚΑΙ ενώ την εποχή εκείνη, όλα έδειχναν ότι ποδοσφαιρικά η χώρα θα πήγαινε καλύτερα, η κατάσταση άρχισε σιγά-σιγά να πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο, από τότε που διαλύθηκε το ΝSL και μετά από δύο χρόνια αντικαταστάθηκε από το A-League.
ΑΠΟ τότε άρχισε η διάλυση των μεταναστευτικών ομάδων και των «φυτωρίων» τους, μέσα από το οποία έβγαιναν περισσότεροι νέοι παίκτες που στελέχωναν τις εδώ ομάδες και κατ’ επέκταση και την εθνική.
ΤΟ A-League συνέβαλε και στην ιδιωτικοποίηση του ποδοσφαίρου, οπότε οι ομάδες που αντικατέστησαν το NSL, ενδιαφέρονταν μόνο να αποκτήσουν φιλάθλους και έσοδα και όχι να επενδύουν στη δημιουργία τζούνιορ.
ΑΥΤΟΣ είναι και ένας από τους πολλούς λόγους, που σταμάτησαν να βγαίνουν περισσότεροι νέοι και ταλαντούχοι παίκτες.
ΚΑΙ ενώ η ιδιωτικοποίηση του ποδοσφαίρου βοήθησε και ενίσχυσε τις μεγάλες ευρωπαϊκές ομάδες, που έχουν χρήματα να αγοράζουν παίκτες από οποιαδήποτε χώρα του κόσμου, δεν έγινε το ίδιο και στην Αυστραλία.
ΚΑΙ δεν έγινε το ίδιο εδώ, για δύο κυρίως λόγους: πρώτον, γιατί η Αυστραλία δεν είχε ποδοσφαιρική κουλτούρα, όπως οι ευρωπαϊκές χώρες και, δεύτερον, γιατί είναι αποκομμένη γεωγραφικά και αποκλεισμένη ποδοσφαιρικά, λόγω απόστασης, από τις ποδοσφαιρόφιλες Ηπείρους όπως η Ευρώπη, η Νότια Αμερική και η Αφρική.
ΚΑΙ ενώ οι πιο πάνω Ήπειροι έχουν μεγάλα δικά τους πρωταθλήματα και διοργανώσεις όπως το Champions League, εμείς εδώ λόγω των μεγάλων αποστάσεων και του λίγου σχετικά πληθυσμού, παίζουμε αποκλειστικά μεταξύ μας και με άλλες ασιατικές χώρες, που ήταν και παραμένουν λόγω κουλτούρας ποδοσφαιρικά υποανάπτυκτες.
ΑΝ για παράδειγμα, μια ή δυο αυστραλιανές ομάδες, λάμβαναν μέρος στο Champions League, η κατάσταση θα ήταν εντελώς διαφορετική λόγω ενδιαφέροντος που θα προκαλούσαν και τις επενδύσεις που θα γίνονταν στο ποδόσφαιρο.
ΝΑ σας το πω και διαφορετικά: από τη στιγμή που ο οικονομικός τζίρος ολόκληρου του αυστραλιανού A-League είναι κατά είκοσι φορές μικρότερος από τα $300 εκατομμύρια που έδωσε η γαλλική Σαν Ζερμαίν για να αποκτήσει τον Νεϊμάρ από την Μπαρτσελώνα, η εθνική ομάδα της Αυστραλίας θα παραμείνει μια αγροτική ομάδα τρίτης κατηγορίας.
ΣΥΝΕΠΩΣ, για να έχουμε καλό ποδόσφαιρο και ανταγωνιστική εθνική θα πρέπει πρώτα να αποκτήσουμε ένα εθνικό πρωτάθλημα της προκοπής, που θα παράγει καλούς και μεγάλους παίκτες και όχι «ξύλα».
ΕΠΕΙΔΗ, όμως, κάτι τέτοιο είναι από πολύ δύσκολο μέχρι ακατόρθωτο, μιας και τα χρήματα που απαιτούνται ξεπερνούν και τις οικονομικές δυνατότητες της χώρας, ας καθίσουμε στα αυγά μας, ας βολευτούμε με την «αγροτική» ομαδούλα των «ξυλοκόπων» που έχουμε και ας αφήσουμε ήσυχο τον Άγγελο να κάνει ό,τι μπορεί.
ΟΣΟ για τις κάποτε μεγάλες ομαδάρες μας, όπως η Ελλάς και ο Αλέξανδρος, θέμα χρόνου είναι μέχρι να κλείσουν τον κύκλο τους και να κατεβάσουν ρολά.
ΜΙΑ ματιά να ρίξετε στον αριθμό των φιλάθλων που ενδιαφέρονται γι’ αυτές και συνεχίζουν να τις παρακολουθούν θα καταλάβετε. Αφήστε την ποιότητα του ποδοσφαίρου που παίζουν…
ΑΠΟ τη στιγμή που η πρώτη γενιά, που τις «έχτισε» και τις συντήρησε οικονομικά, «φύγει», ούτε μέλη για τα διοικητικά τους συμβούλια δεν θα βρίσκουν.
ΤΕΛΕΙΩΝΟΝΤΑΣ, να προσθέσω ότι η εθνική Αυστραλίας δεν «βλέπεται» ούτε με σφαίρες και όσοι ξέρουν έστω και λίγα από ποδόσφαιρο καταλαβαίνουν ότι ο τελευταίος που φταίει είναι ο Ποστέκογλου.
ΑΠΟ τη στιγμή, μάλιστα, που μπορεί όποιος θέλει να βλέπει στην τηλεόρασή του οπουδήποτε μεγάλο παιχνίδι θέλει, γιατί να βλέπει αυστραλιανό ποδόσφαιρο και την εθνική; Εξαιρούνται οι υπερπατριώτες…