Τον τελευταίο καιρό κάθε φορά που δημοσιοποιείται μία νέα έκθεση για το ενεργειακό πρόβλημα της χώρας ή τις εξωφρενικές αυξήσεις ηλεκτρικού, τα τηλέφωνα στο γραφείο του πρωθυπουργού και του υπουργού Ενεργειακής Πολιτικής, παίρνουν φωτιά. Δύο, το πολύ τρεις μέρες μετά, η Καμπέρα ανακοινώνει μία ακόμα συνάντηση με τις εταιρίες παροχής ηλεκτρικού ή κάποιους άλλους άμεσα σχετικούς, της οποίας ακολουθεί μία ακόμα συνέντευξη Τύπου. 

Ο πρωθυπουργός ανακοινώνει εκ νέου την δέσμευσή του να λύσει το ενεργειακό πρόβλημα της χώρας και να συγκρατήσει τις τιμές, εμείς συνεχίζουμε να πληρώνουμε εκατοντάδες δολάρια για να “καίει η λάμπα” και η ζωή στην Καμπέρα συνεχίζεται…

Κάτι παρόμοιο συνέβη και προχθές όταν ο Malcolm Turnbull και ο υπουργός, Josh Frynderberg, συναντήθηκαν με τον γεν. διευθυντή της AGL, Andy Vesey. 

Και αυτή η συνάντηση δεν ήταν τίποτε άλλο από μία ακόμα σπασμωδική αντίδραση της κυβέρνησης στην έκθεση της υπηρεσίας Διαχείρισης της Ενεργειακής Αγοράς της χώρας (Αustralian Energy Market Operator – ΑΕΜΟ) που προειδοποιούσε την προηγούμενη εβδομάδα ότι τα επόμενα καλοκαίρια οι ανατολικές Πολιτείες της Αυστραλίας απειλούνται από μαζικά μπλακάουτ και οι καταναλωτές τους από νέο κύμα αυξήσεων. 

Τα μεγάλα αφεντικά των ηλεκτροπαραγωγικών εταιριών, των εταιριών διανομής ηλεκτρικής ενέργειας, η επιστημονική κοινότητα και οι ρυθμιστικές αρχές, καιρό τώρα υποστηρίζουν ότι για τις εξωφρενικές αυξήσεις ευθύνεται το γεγονός ότι η κυβέρνηση αρνείται να θεσπίσει μία ξεκάθαρη ενεργειακή πολιτική θέτοντας έναν συγκεκριμένο στόχο παραγωγής ενέργειας από καθαρές πηγές. Το τόλμησε το 2012 η κυβέρνηση Gillard με την επιβολή φόρου σε εκπομπές ρύπων άνθρακα και έφαγε το “κεφάλι” της. Ο φόρος εξελίχθηκε σε μείζονα προεκλογικό ζήτημα και ο Συνασπισμός κατάφερε να πάρει την εξουσία υποσχόμενος την κατάργησή του και φθηνότερο ηλεκτρικό.

Εν τω μεταξύ, η στάση του Συνασπισμού στο θέμα μας οδήγησε στο να είμαστε μία χώρα με άπλετο ήλιο και ανέμους, μεγάλα αποθέματα φυσικού αερίου, άνθρακα και ουρανίου της οποίας οι καταναλωτές πληρώνουν μία περιουσία για ρεύμα και για να μην πέσουμε στο σκοτάδι πρέπει να φροντίσουμε να αγοράσουμε και μία ντουζίνα κεριά. 

Όπως πολύ σωστά υποστηρίζουν όλοι οι άμεσα εμπλεκόμενοι, αυτή η πρακτική προχειρότητας και αναβλητικής άρνησης για τη διαμόρφωση μιας ξεκάθαρης πολιτικής από την κυβέρνηση, δημιουργεί αβεβαιότητα στην αγορά και στην επενδυτική κοινότητα και δεν χρειάζεται να είναι κανείς ειδικός για να το καταλάβει. Ποιος θα επενδύσει τα χρήματά του σε ένα ηλιακό πάρκο αν δεν γνωρίζει ότι το “προϊόν του” μπορεί να πουληθεί;

Αυτή η αναποφασιστικότητα της κυβέρνησης και η επαναλαμβανόμενη επιλογή μεσοβέζικων λύσεων εκ μέρους του πρωθυπουργού έχουν δύο στόχους. Ο ουσιαστικός στόχος είναι να ικανοποιηθούν οι «καρβουνολάγνοι» βουλευτές του κόμματός του και ο «επικοινωνιακός» να μας πείσει ότι «δουλεύει» σκληρά για να ανακουφίσει το πορτοφόλι μας. 

Το πόσο οι “καρβουνολάγνοι” βουλευτές κρατούν τον πρωθυπουργό δέσμιο επιβεβαιώθηκε όχι μόνο μία αλλά δύο φορές αυτήν την εβδομάδα. Ο κ. Turnbull, αντιδρώντας στην τελευταία έκθεση της ΑΕΜΟ για να εξασφαλίσει τα απαραίτητα αποθέματα ηλεκτρικής ενέργειας για την κάλυψη των αναγκών, και να συγκρατήσει τις τιμές ζήτησε από την AGL να αναβάλει για μία ακομα πενταετία το κλείσιμο του σταθμού παραγωγής ενέργειας με καύση άνθρακα στο Lidell της Ν.Ν. Ουαλίας, ενός σταθμού παραγωγής που η εταιρία έχει ήδη εξαγγείλει ότι θα απενεργοποιήσει το 2022. 

Η έκπληξη δεν είναι σ’ αυτό που ζήτησε ο πρωθυπουργός αλλά σ’ αυτό που του απάντησε ο Vesey.

Ο γεν. διευθυντής της AGL του είπε εμμέσως πλην σαφώς ότι δεν είναι προς το συμφέρον της εταιρίας να ξοδέψει χρήματα για να διατηρήσει ανοικτό για μια ακόμα πενταετία τον «βρώμικο» σταθμό «αδειάζοντας» τον πρωθυπουργό που πριν από λίγο καρό είπε ότι για να λυθεί το ενεργειακό πρόβλημα η κυβέρνηση εξετάζει σοβαρά την κατασκευή νέων μονάδων παραγωγής ηλεκτρικής έρευνας με καύση άνθρακα.

Ο Vesey δεσμεύτηκε μάλιστα ότι μέσα στο επόμενο τρίμηνο η εταιρία θα καταθέσει στην κυβέρνηση συγκεκριμένο σχέδιο παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από καθαρές πηγές, με παραγωγή που θα είναι εφάμιλλη αυτής του σταθμού Lidell ώστε να μην παρατηρηθούν ελλείψεις, μπλακάουτ και νέες αυξήσεις στα τιμολόγια.

Με άλλα λόγια ακόμα και αυτοί που χρόνια τώρα έτρωγαν με «χρυσά κουτάλια», «καίγοντας κάρβουνο» θέλουν να ξεμπερδεύουν με αυτό και δεν είναι η μουτζούρα που τους ενοχλεί. “Ο μόνος τρόπος για να μειωθεί η τιμή του ηλεκτρικού είναι με αύξηση της παραγωγής και μείωση του κόστους της. Επενδύουμε στην αύξηση της παραγωγής και θα επενδύσουμε ακόμα περισσότερα όταν η κυβέρνηση ανακοινώσει την πολιτική της” δήλωνε ο Vesey επαναλαμβάνωντας τα όσα πριν από λίγο καιρό έγραφαν οι Michael Liebreich και Angus McCrone, τα κεφάλια της παγκόσμιας εταιρίας μελετών Bloomberg New Energy Finance, στο Forbes, ότι η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από καθαρές πηγές είναι φθηνότερη και αυτό σημαίνει ότι σε βάθος χρόνου το ποσοστό κέρδους των εταιριών παραγωγής θα αυξηθεί ενώ η τιμή του ηλεκτρικού για τον καταναλωτή θα μειωθεί. 

Το γεγονός ότι ο πρωθυπουργός “φοβάται” να τα βάλει με τους ” καρβουνολάγνους του κόμματος του επιβεβαιώθηκε για δεύτερη φορά εντός της εβδομάδας και από την τελευταία ανακοίνωση της κυβέρνησης που δεν αποφάσισε αλλά σκέφτεται να μην υιοθετήσει τα πορίσματα της έκθεσης του Επικεφαλή Επιστήμονα Alan Finkel για τα ποσοστά παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από καθαρές πηγές. Αυτό σημαίνει ότι θα στηρίξει την “ακριβή” επιλογή παραγωγής ενέργειας από καύση άνθρακα. 

Η ΜΕΓΑΛΗ «ΛΗΣΤΕΙΑ» ΣΤΑ ΠΟΡΤΟΦΟΛΙΑ ΜΑΣ ΘΑ ΣΥΝΕΧΙΣΤΕΙ 

Τώρα για εμάς τους καταναλωτές και τις τσέπες μας, το τι σημαίνει αυτή η επιλογή της κυβέρνησης, παραμένει άγνωστο. Σε λίγες μέρες αναμένονται τα προκαταρκτικά πορίσματα μίας ακόμα έρευνας που άρχισε τον Μάρτη από την Αυστραλιανή Υπηρεσία Προστασίας Καταναλωτή Ανταγωνισμού (ACCC) και εξέτασε γιατί φτάσαμε εδώ που φτάσαμε. 

Ο επικεφαλής της Υπηρεσίας, Rod Sims, επιχείρησε πριν από μερικές εβδομάδες να προβεί σε κάποιες ακόμα εκτιμήσεις. 

Οι εκτιμήσεις του δεν είναι «ευαγγέλιο» αλλά φανερώνουν το πόσο πολύπλοκο είναι το πρόβλημα και ότι δεν πρόκειται να βρεθεί άκρη με λύσεις «του ποδιού» όπως αυτές που μας σερβίρει τον τελευταίο καιρό η κυβέρνηση Turnbull.

Αυτό που προκύπτει είναι αυτό που φοβόμαστε όλοι μας ότι… η μεγάλη «ληστεία» στα πορτοφόλια μας δυστυχώς θα συνεχιστεί αν δεν διορθωθούν τα λάθη που έγιναν σε επίπεδο κυβερνητικής πολιτικής.

Ο Sims προσεγγίζει το πρόβλημα όχι από τη σκοπιά των εταιριών που φωνάζουν να δοθεί κάποιο τέλος στην αβεβαιότητα, αλλά από τη σκοπιά του καταναλωτή.

«Το να προσπαθούμε να λύσουμε το πρόβλημα των υψηλών τιμολογίων, της αξιοπιστίας του ηλεκτρικού δικτύου και της ανάπτυξης βιώσιμων καθαρών πηγών ενέργειας με τον ίδιο τρόπο είναι αδύνατο. Δεν υπάρχει μία ‘χρυσή λύση’» λέει ο Sims και προβάλει τέσσερις βασικούς λόγους για τους λόγους που μας οδήγησαν εδώ που είμαστε.

Ο πρώτος λόγος έχει να κάνει με το γεγονός ότι πριν από δέκα χρόνια οι πολιτειακές κυβερνήσεις, θέλοντας να ενισχύσουν τα ταμεία τους με έσοδα και χωρίς, παράλληλα, να θεσπίσουν κάποιες δικλείδες ασφαλείας, χαλάρωσαν τους ελεγκτικούς μηχανισμούς για τις εταιρίες διανομής, γεγονός που έδωσε σ’ αυτές περισσότερη αυτονομία, ενδυνάμωσε το μονοπωλιακό τους καθεστώς, γεγονός που εκμεταλλεύτηκαν αυξάνοντας το κόστος διανομής. 

Την ίδια στιγμή, η συγκέντρωση των μονάδων παραγωγής σε λιγότερα χέρια, οδήγησε σε μείωση του ανταγωνισμού στην αγορά εκτιμά ο κ. Sims φέρνοντας ως παράδειγμα την αγορά των σταθμών Lidell και Macquarie από την AGL ως τρανταχτό παράδειγμα αυτού του φαινομένου. «Οι εταιρίες αυτές έχουν την αποκλειστικότητα και ξέρουν πλέον ότι ακόμα και αν αυξήσουν τις τιμές, λόγω των αναγκών που υπάρχουν, η ενέργεια που παράγουν θα απορροφηθεί από την αγορά» είπε ο κ. Sims.

Ο ίδιος λόγος, αυτός της έλλειψης ανταγωνισμού, ισχύει και στη «λιανική αγορά ενέργειας» καθώς οι AGL, Origin και Energy Australia έχουν καταφέρει να συγκεντρώσουν το μεγαλύτερο ποσοστό πελατών και, κατ’ επέκταση, να καθορίζουν τις τιμές στο επίπεδο που αυτές θέλουν. 

Τέλος, ο επικεφαλής της Επιτροπής θεωρεί ότι η αύξηση των τιμών οφείλεται και στις γενναιόδωρες εισφορές που πλήρωναν οι καταναλωτές για προγράμματα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές.

Εν κατακλείδι, αυτό που επισημαίνει ο κ. Sims είναι ότι οι τιμές του ηλεκτρικού δεν αυξήθηκαν εν μία νυκτί ή σε μικρό χρονικό διάστημα που σημαίνει ότι θα πάρει καιρό για να μειωθούν και όσο η κυβέρνηση καθυστερεί, η μεγάλη «ληστεία» στα πορτοφόλια μας θα συνεχίζεται…