ΣΥΓΚΑΤΑΛΕΓΟΜΑΙ μεταξύ αυτών που πιστεύουν ότι μια φωτογραφία «λέει» περισσότερα από χίλιες λέξεις.
ΑΝ, μάλιστα, γνωρίζεις καλά και την προϊστορία των ανθρώπων της φωτογραφίας που βλέπεις, τότε η φωτογραφία μπορεί να σου «πει» χιλιάδες λέξεις.
ΩΣ εκ τούτου, κάθε άλλο παρά τυχαία επέλεξα να δημοσιεύσω προχθές στα «Ξυράφια», τη φωτογραφία του Διονύση Συκιώτη, να διαβάζει μαζί με τον Πάνο Γεροντάκη την πρωτοσέλιδη είδηση του «Νέου Κόσμου» για την ανατροπή του Παπαδόπουλου από τον Ιωαννίδη.
Η ανατροπή του αρχιτέκτονα του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου 1967, Γεωργίου Παπαδόπουλου, από τον Δημήτρη Ιωαννίδη, έλαβε χώρα στις 26 Νοεμβρίου 1973, εννέα μέρες δηλαδή μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου στις 17 Νοέμβρη.
ΠΑΡΑ το γεγονός, ότι την εποχή εκείνη η κυκλοφορία του «Νέου Κόσμου» ήταν από τριπλάσια μέχρι δεκαπλάσια, από την κυκλοφορία των υπόλοιπων ελληνόφωνων εφημερίδων της Αυστραλίας, η συντριπτική πλειοψηφία των συμπαροίκων παρέμενε μουδιασμένη και απέφευγε «όπως ο διάβολος το λιβάνι» να λάβει μέρος στις εδώ κινητοποιήσεις κατά της χούντας των συνταγματαρχών.
ΑΚΟΜΑ και όταν αυτές κορυφώνονταν στην Ελλάδα και τις ελληνικές παροικίες της Ευρώπης, ο αριθμός των συμπαροίκων στη Μελβούρνη που λάμβαναν ενεργά μέρος σε αυτές, δεν ξεπερνούσε τα 60 άτομα.
ΚΑΜΙΑ τριανταριά άνθρωποι όλοι κι όλοι, γύρω από το «Νέο Κόσμο» και το ελληνικό τμήμα του Κομμουνιστικού Κόμματος Αυστραλίας και άλλοι τόσοι, από τον «Δημόκριτο» και το εδώ Σοσιαλιστικό Κόμμα.
ΣΤΙΣ συνεδριάσεις που πραγματοποιούσε τότε η Επιτροπή Αποκατάστασης της Δημοκρατίας στην Ελλάδα, η οποία και πρωτοστατούσε στις αντιδικτατορικές κινητοποιήσεις στη Μελβούρνη, δεν θυμάμαι να έδιναν το παρών τους πάνω από 20 με 30 άτομα.
ΜΕΤΑΞΥ αυτών, ήταν ο Διονύσης Συκιώτης και ο «άσπονδος» φίλος του, Πάνος Γεροντάκης, που είχε μεταναστεύσει από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου στην Αυστραλία το 1949, δηλαδή την ίδια χρονιά που είχε έλθει και ο Διονύσης.
ΑΠΟ τα χρόνια εκείνα ήταν αχώριστοι φίλοι, αλλά «γλυκό ψωμί» μαζί δεν είχαν φάει, μιας και οι δύο ήταν πολύ οξύθυμοι άνθρωποι και «έπαιρναν φωτιά» όπως η βενζίνη.
Ο Πάνος, ιδιαίτερα, είχε τόσο εκρηκτικό ταπεραμέντο, που έτσι και διαφωνούσες για οποιοδήποτε θέμα μαζί του, του «άναβαν τα λαμπάκια» και ήταν ικανός να συνεχίσει να σε βρίζει και ένα δίωρο μετά το τέλος της συζήτησης.
ΟΙ άγριοι καυγάδες μεταξύ του Πάνου και του Διονύση, για «ιδεολογικούς» -και όχι μόνο- λόγους, ήταν παροιμιώδεις, όχι μόνο για τη διάρκεια και την έντασή τους, αλλά, κυρίως, για το πρωτοφανές σε ευρηματικότητα λεξιλόγιο που χρησιμοποιούσαν.
ΒΛΕΠΟΝΤΑΣ, λοιπόν, προχθές τη φωτογραφία που διάβαζαν μαζί καταμεσής της Lonsdale St. τον «Ν.Κ», -το κατ’ εξοχήν «μήλο της έριδος» των διαφωνιών τους-, το… λογισμικό μου χωρίς τη συγκατάθεσή μου ανακάλεσε πολλά εκρηκτικά επεισόδια μεταξύ των δύο ανδρών, πολλά από τα οποία σχετίζονταν με την «πολιτική» της εφημερίδας απέναντι στην… εργατική τάξη.
Ο μεν Διονύσης ταυτιζόταν (χοντρικά) με την πολιτική που ακολουθούσε η εφημερίδα, ο δε Πάνος, ήταν κάθετα αντίθετος και τον αποκαλούσε «πουλημένο» και «προδότη» του… κινήματος και ότι κρατά τζάμπα τη θέση στη συντακτική επιτροπή του Greek Australian Publication που «καθόριζε» την πολιτική της.
ΟΙ διαφωνίες τους, βέβαια, μπορεί να άρχιζαν για τον «Νέο Κόσμο», αλλά επεκτείνονταν στα πάντα. Μέχρι και ποιος τελικά πρέπει να αποφασίζει για το μέγεθος των… χαρτοπετσετών και το χρώμα των πλαστικών μαχαιροπίρουνων, που αγοράζαμε για τα μπάρμπεκιου που κάναμε για την οικονομική ενίσχυση του ΚΚΕ (εσωτερικού).
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΣ χαμός είχε γίνει για ένα τέτοιο μπάρμπεκιου που έγινε στο σπίτι μου το 1975. Τότε, πρόεδρος της Επιτροπής των Φίλων του ΚΚΕ(εσωτ.) ήταν ο Γεροντάκης, γραμματέας εγώ, ενώ την… Εκτελεστική Επιτροπή συμπλήρωναν, ο Νίκος Δημόπουλος, ο Χρήστος Μουρίκης και ο Διονύσης.
ΜΙΑ ολόκληρη εβδομάδα πριν την εκδήλωση, ο Πάνος μου τηλεφωνούσε στις 5 τα ξημερώματα (!) για να παραπονεθεί και, στη συνέχεια, να με βρίσει και να μου κλείσει το τηλέφωνο.
ΜΕΤΑ από ένα πεντάλεπτο μου ξανατηλεφωνούσε πιο οργισμένος, όχι μόνο για να με ξαναβρίσει, αλλά για να συμπεριλάβει στο υβρεολόγιο τον Δημόπουλο, τον Μουρίκη και τον Διονύση, στον οποίο και αφιέρωνε πάντα τις καλύτερες… ευχές!
ΕΚΤΟΣ από τα μαχαιροπίρουνα, τις χαρτοπετσέτες, το κρέας και ποιες μάρκες μπύρας αγοράζαμε, χωρίς να τον… ρωτήσουμε, μας κατηγορούσε μέχρι και για την ημερομηνία που είχαμε επιλέξει για το μπάρμπεκιου.
ΤΑ τηλεφωνήματα συνεχίστηκαν για δυο-τρεις μέρες, μέχρι που αναγκάστηκα πριν κοιμηθώ να βγάζω το τηλέφωνο από την πρίζα για να μην ξυπνάει ξημερώματα τα παιδιά μου, που ήταν τότε ενός και τριών ετών.
ΚΑΠΩΣ έτσι ήταν οι σχέσεις όλων μας με τον οξύθυμο και απρόβλεπτο Πάνο, μέχρι που την ίδια περίπου χρονική περίοδο με τον Διονύση (το 1986) μετακόμισε και αυτός για ένα μεγάλο διάστημα στην Ελλάδα.
ΤΟ 1989 πήγα και εγώ και έμεινα στην πατρίδα ενάμιση χρόνο, μέχρι που, για κακή μου τύχη, ένα βράδυ, συναντήθηκα τυχαία με τον Πάνο στα γραφεία της «Αυγής» που ήταν τότε στην Αγίου Κωνσταντίνου, κοντά στην Ομόνοια.
ΕΚΕΙ πήγαινα κατόπιν παράκλησης του αείμνηστου αρχισυντάκτη της «Αυγής», Σοφιανού Χρυσοστομίδη, όταν μου τηλεφωνούσε για να «βάζω κανένα χέρι» μιας και η εφημερίδα, λόγω οικονομικών δυσκολιών, είχε λίγους δημοσιογράφους.
ΜΕ το που με είδε ο Γεροντάκης, γύρω στις 11 το βράδυ να κάθομαι σε ένα γραφείο και να γράφω, έγινε έξω φερνών και αφού μου είπε: «τι θέλεις εσύ εδώ ρε “προδότη του κινήματος”», άρχισε να με βρίζει και να μου ζητά να φύγω.
Ο Σοφιανός, ακούγοντας τις φωνές, βγήκε έξω και προσπαθούσε μάταια να εξηγήσει στον Πάνο ότι αυτός μου είχε πει να πηγαίνω να τον βοηθώ. Ο Πάνος, όμως, είχε πάρει φόρα και συνέχισε να φωνάζει και να βρίζει «θεούς και δαίμονες» μέχρι να ξεθυμάνει και να φύγει.
ΟΤΑΝ έφυγε, ο Χρυσοστομίδης μου ζήτησε συγγνώμη και με ρώτησε να του πω τι έχει αυτός ο άνθρωπος μαζί μου και γιατί σε βρίζει. Με δυο κουβέντες του είπα το «ιστορικό» του Πάνου και συνέχισα να γράφω.
ΑΠ’ Ο,ΤΙ κατάλαβα εκ των υστέρων, ο Σοφιανός του «μίλησε», γιατί όταν ξανασυναντηθήκαμε με τον Πάνο, μετά από κάνα-δυο εβδομάδες ήταν άλλος άνθρωπος και γλυκομίλητος.
ΜΙΑΣ και είχε… ηρεμήσει, άδραξα την ευκαιρία και του πρότεινα να βρεθούμε και με τον Διονύση, όταν ο τελευταίος θα ερχόταν στην Αθήνα για δουλειές του Πανεπιστημίου Αιγαίου όπου δίδασκε.
ΤΕΛΙΚΑ, τον έπεισα και όταν ήλθε ο Συκιώτης πήγαμε και οι τρεις μαζί σε μια ταβέρνα να φάμε. Όλα πήγαιναν καλά μέχρι που έφτασαν οι πρώτοι μεζέδες, οπότε κάτι είπε ο Διονύσης, ο Πάνος έγινε «θηρίο» και έφυγε βρίζοντας…
ΤΟ ίδιο σκηνικό επαναλήφθηκε σε μια δεύτερη συνάντηση που κάναμε μετά από έξι μήνες. Τον Πάνο τον συναντούσα πότε-πότε στα γραφεία της «Αυγής» και μιας και οι σχέσεις μας είχαν «βελτιωθεί», προσπαθούσα να τον πείσω να τα «βρει» με τον Διονύση και να αποτελειώσουμε επιτέλους και οι τρεις μαζί ένα δείπνο πριν φύγω για την Αυστραλία.
ΔΕΧΘΗΚΕ, αφού μου υποσχέθηκε ότι δεν θα «εκραγεί» πάλι και όταν περνούσε ο Διονύσης από την Αθήνα να πάει στην Ιθάκη συναντηθήκαμε σε μια καφετέρια τις Φωκίωνος Νέγρη, ήπιαμε έναν καφέ και μετά από μια ώρα πήγαμε στο καλύτερο και ακριβότερο για την εποχή του εστιατόριο να φάμε.
ΜΕΤΑ τον καφέ, άρχισα να πιστεύω ότι θα πήγαιναν όλα καλά, αλλά έπεσα έξω, αφού η διάθεση του Πάνου ήταν πιο ασταθής και απρόβλεπτη και από τον καιρό της Μελβούρνης.
ΟΙ διαφωνίες μεταξύ τους για την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα άρχισαν να γίνονται με την πάροδο… δευτερολέπτων πιο έντονες και μέχρι να μας σερβίρει το φαγητό το γκαρσόνι ο Πάνος είχε γίνει έξω φρενών.
ΜΕΤΑ από ένα λεπτό και αφού έβρισε όχι μόνο τον Διονύση, αλλά και εμένα που προσπαθούσα να τον ηρεμήσω, έφυγε από το εστιατόριο φωνάζοντας και κρατώντας τα μαχαιροπίρουνα στα χέρια του…
ΑΥΤΗ ήταν και η τελευταία φορά που είδα τον Γεροντάκη μέχρι να δω πριν λίγο καιρό τη φωτογραφία που μου τα θύμισε όλα. Ο Πάνος πέθανε και θάφτηκε στην πατρίδα το 1990 – αν θυμάμαι καλά.