Γνώρισα την λογοτέχνιδα Ιωάννα Λιακάκου όταν ταξίδευα για επαγγελματικούς λόγους στη Μελβούρνη την δεκαετία 1980-1990.

Η επιβλητική μορφή της κ. Λιακάκου, η δωρική της παρουσία και η ευγένειά της, όπως και η ευπρέπεια του λόγου της, ήταν οι ιδιότητες που μου έδωσαν να καταλάβω ότι βρέθηκα μπροστά σε μια αξιόλογη γυναίκα με γνώσεις και πολιτισμό, αλλά και χαμηλών τόνων.

Με το πέρασμα του χρόνου, δημιουργήθηκε ανάμεσά μας μια υψηλή σχέση φιλίας και αμοιβαίας εκτίμησης που βασίστηκε στην αλληλοεκτίμηση και την κοινή μας αντίληψη ότι η προώθηση των ελληνικών γραμμάτων απαιτούσε από τους μετανάστες να ζωντανέψουν τα λιανοτράγουδα περασμένων εποχών και να γίνουμε, λίγο-πολύ, τροβαδούροι και τροπαιοφόροι της Ελλάδας μας. Ντελάληδες χαράς και ενθουσιασμού γινήκαμε, γιατί πιστέψαμε ότι η μετανάστευσή μας στην Αυστραλία θα μας έδινε την μεγάλη ευκαιρία και ευθύνη να πραγματοποιηθεί και η μεταφύτευση της ελληνικής λαλιάς και κουλτούρας στην Αυστραλία.

Όμως ο πόνος του αποχωρισμού από το γνώριμο περιβάλλον, οι δυσκολίες προσαρμογής στο αλλότριο, αλλά και η διερεύνηση του καινούργιου ορίζοντα, δημιουργούσαν και ακόμα δημιουργούν σε μας τους μετανάστες, μεικτά συναισθήματα θλίψης και χαράς. Η έκφραση των αισθημάτων αυτών σπρώχνει τον άνθρωπο στην κριτική σκέψη και όπως είναι φυσικό στην ανατομία της σκέψης. Αυτή είναι και η κινητήρια δύναμη που οδήγησε την Ιωάννα Λιακάκου να προχωρήσει σε μια ανάλυση των γνωμών και συναισθημάτων που απορρέουν από τις δικές της εμπειρίες. Κυρίως, η ποίηση της Λιακάκου γίνεται το κατάλληλο εργαλείο για την εις βάθος κριτική ανατομία της ζωής της, ενώ συγχρόνως η ποιητική της ικανότητα προσφέρει στον αναγνώστη την χαρά να μετέχει σε μία ποιητική παραγωγή υψηλής ποιότητας λόγου και έκφρασης.

Επικεντρώνω την προσοχή μου στη θαυμαστή τεχνοτροπία του ελεύθερου στίχου της Λιακάκου και στην ουσία του λόγου της που παραμένει διαφανής γιατί λέει «τα πράγματα με τ’ όνομά τους» και δεν εμπλέκει τον αναγνώστη σε πολύπλοκες, υποθετικές ομιχλώδεις σκέψεις που κάθε άλλο παρά διευκρινίζουν νοήματα και ιδέες.

Η δική μου ταπεινή παρέμβαση στην ποιητική και φιλοσοφική έκφραση της Ιωάννας Λιακάκου είναι μια ευλαβική προσέγγιση που δεν αναδομεί αυτά που μας προσφέρει με τόση σαφήνεια η ποιήτρια. Θαυμάζω την λογοτέχνιδα και ποιήτρια Λιακάκου, συμβαδίζω και στηρίζω την ηθική της ιδεολογία που προσφέρει τόσο γενναιόδωρα στην Ελληνική γραμματολογία της διασποράς, και όχι μόνον.

Αίσθημα, πάθος,

λογικό και κρίση

Γράψε ότι ποθήσεις

Αν μπορείς

Να μη μιλήσεις

Θα ΄τανε ίσως το σοφό,

μ’ αφού σ’ αρέσει

Κάθε τι να ιστορήσεις

Κοίτα την τρέλα,

μην τη λησμονήσεις

Υπάρχει μπόλικη από δαύτη

Εμπρός λοιπόν, αρχίνα γράφτη.

(Ξένοι και Ταξιδιώτες σελ.17)

Τα ποιήματα της Λιακάκου με συγκινούν βαθύτατα για τα νοήματα που εκπέμπουν. Οι στίχοι της είναι απελευθερωμένοι από δεσμευτικές ρίμες

και αποδεικνύονται σαφώς σαν μια θαρραλέα προσπάθεια επικοινωνίας με τον αναγνώστη. Η Ιωάννα Λιακάκου εκφράζεται καθαρά χωρίς μεταφορά και υπονοούμενα. Η Λιακάκου είναι οξυδερκής και η ρέουσα γραφή της δεν είναι συρραφή επιτηδευμένων προτάσεων που δυσκολεύουν τον αναγνώστη να αναγνωρίσει με ευκολία το πνευματικό τοπίο στο οποίο ενεργεί. Οι παρατηρήσεις που προσφέρουν οι στίχοι της είναι απλοί στην έκφραση, στοχεύουν όμως στη βαθιά ρίζα συγκεκριμένης ιδέας, από εκεί που πηγάζει η αλήθεια έτοιμη να συμπαρασύρει τον αναγνώστη παράλληλα σε μία ανατομία της δικής του πραγματικότητας.

Ένα ποτήρι είν’ η καρδιά,

αδειανό σου δίνεται, γιομάτο σου παίρνεται,

μισογιομάτο το προσφέρεις,

ποτό νερό φαρμάκι μέλι, έχει ό,τι ποθεί και θέλει.

ένα ποτηράκι κάποτε ξεχειλίζει, τον κόσμο πνίγει ή τον δροσίζει,

άλλοτε ραγίζει, στάζει-στάζει λίγο-λίγο τρέχει σαν να διστάζει,

κάποτε γίνεται θρύψαλα σκόνη, στον αέρα σκορπίζεται, φωσφορίζει,

λάμπει, ταξιδεύει, γίνεται βιβλίο, τραγούδι μουσική Αρμονία, μνημοσύνη,

κατάρα ή καλοσύνη, ένα ποτήρι είν’ η καρδιά, ότι παίρνει δίνει…

(Ξένοι και Ταξιδιώτες, σελ.60)

Η Λιακάκου είναι μια ηρωίδα της ξενιτιάς που δεν διστάζει να καυτηριάσει, εμμέσως πλην σαφώς, την έλλειψη επικοινωνίας μεταξύ μας, όπου σπάνια οι ελληνόφωνοι συμπράττουν για την συντήρηση και στήριξη των ελληνικών Γραμμάτων της μακραίωνης πολιτιστικής μας κληρονομιάς, όπως καταμαρτυρούν οι παρακάτω στίχοι:

Είμαστε μαζί, σπάνια μιλάμε. Πολύ σπάνια, σπανιότερα

απ’ όσα μιλάνε τ’ αστέρια μεταξύ τους.

Και τι λέμε… πάντως όχι εκείνα που θέλουμε να πούμε

Ας τα πούμε λοιπόν τώρα εκείνα, εκείνα πού θέλουμε να πούμε.

Ας τα πούμε λοιπόν τώρα εκείνα, εκείνα που λένε ότι δεν λέγονται

Ας το τολμήσουμε λοιπόν, πριν να ‘ναι αργά, πολύ αργά…

όσο γίνεται βέβαια, γιατί ποιος τόλμησε να τα πει όλα… όλα εκείνα…

Στην παρούσα ιστορική στιγμή διαρροής του Ελληνισμού στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα λόγω της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα, η αποκοπή της ρίζας γίνεται εμπόδιο στη συνέχεια της γλώσσας και κουλτούρας μας. Η μετανάστευση λειτουργεί εναντίον της πολιτιστικής μας ενότητας και μπορεί να θεωρηθεί σαν ένας απόρθητος τοίχος που χωρίζει τους απόδημους από την ελληνική λαλιά και ιστορία. Εν γένει, η ελληνική γλώσσα τείνει να αφανιστεί, εφόσον η μειονοτική μας κοινότητα βαίνει ολοταχώς προς την αφομοίωση που προσφέρουν πολιτικές και κοινωνικές σκοπιμότητες.

Ένα άλλο εμπόδιο στην πρόοδο της ελληνικής γλώσσας, είναι το γεγονός ότι ένας μεγάλος αριθμός Αυστραλών ελληνικής καταγωγής θεωρούν ότι η αφομοίωση με την κουλτούρα της χώρας υποδοχής είναι αναπόφευκτο αποτέλεσμα. Πολλοί από τους μετανάστες υποστηρίζουν επίσης την άποψη ότι ματαιοπονούν όσοι και όσες εμπλέκονται σε κοπιώδεις προσπάθειες διάσωσης του πολιτισμού μας, εφόσον δεν μπορούμε να αντισταθούμε στην φθορά του χρόνου, αλλά ούτε και μπορούμε να αγνοήσουμε την απόσταση από την κοιτίδα του Δυτικού πολιτισμού.

Αντιμετωπίζοντας τις πάσης φύσης γνωστές απαισιόδοξες προβλέψεις για την διατήρηση της και σπουδαίας ελληνικής πολιτιστικής μας κληρονομιάς, προσπαθούμε να αποταθούμε στους ολίγους, αλλά εκλεκτούς Έλληνες της διασποράς – και συγκεκριμένα στα άτομα που εργάζονται για την ενίσχυση των ελληνικών Γραμμάτων και την περαιτέρω διατήρηση της υπάρξεώς τους.

Η παρουσία της λογοτέχνιδας και ποιήτριας Ιωάννας Λιακάκου στην εξέδρα της δημιουργίας είναι συνεχής και αδιάκοπη, όπως αδιάκοπο είναι το τοπίο που κινείται η ποιήτρια που νοσταλγεί το παρελθόν κι’ ελπίζει στο όραμα για το μέλλον.

Έτσι χωρίς να το επιδιώκεις

Έρχεται στιγμή

Που γυρίζουν όλα σε σένα

Ωραία νέα, ζωντανά εκείνα τα παλιά

Οι συγκινήσεις, οι λαχτάρες

Εκείνες οι δικές σου

Κι’ ένα αεράκι σε ξαναπάει εκεί που έζησες κι εσύ

Ο χρόνος ο πανδαμάτωρ

Όλα τα μαραίνει, τα σκεπάζει

Με τη σκόνη της φθοράς

Σκουριά κάθεται πάνω στο κάθε τι

Και σιωπηλά μιλάει

Γεια την ματαιότητα των πάντων

(Ξένοι και Ταξιδιώτες, σελ.26-27)

Φιλοσοφία, δραματουργία, ποίηση συνδέονται στην ιστορική πραγματικότητα της δόμησης μιας ενότητας χώρου και χρόνου που προσφέρει η ποιήτρια Λιακάκου. Η Λιακάκου έχει βαθιά ριζωμένες τις αξίες που κουβαλήσαμε, Έλληνες και Ελληνίδες, στην «Κάτω Γή», ένα δισάκι φορτωμένο με ασήμι, χρυσάφι και χώμα, πραμάτειες πολύτιμες για ν’ ακουμπήσει η μνήμη στην αναγκαστική απομάκρυνση από την πατρώα Γη. Απόθεμα θάρρους και αποφασιστικότητας, γλυκές αναμνήσεις παραμένουν ακόμα και γίνονται πηγή ανανέωσης, χαρά ζωής όπως μας προσφέρουν οι στίχοι της Ιωάννας Λιακάκου…

…με τριαντάφυλλ’ ανθισμένα

αρμονικά και τρυφερά

να σου γνέφουν από τόσο μακριά

…η απόσταση, η απόσταση μας χωρίζει

από τους λατρεμένους μας

…η απόσταση τυλίγει το άτομο

μ’ ένα πέπλο, μ’ ένα φωτοστέφανο

έργο της ψυχής και της φαντασίας

στολίζει την αγάπη, την καθαγιάζει

και γίνεται άτρωτη κι αθάνατη

νικάει και τον χρόνο

η ψυχή και η φαντασία

Η ευεξία βαστάει για πάντα, γιατί η πραγματικότητα της Ελλάδας είναι η συγκίνηση που οφείλει να αναπτύξει ο ποιητής/η ποιήτρια για να προάγει την συνείδηση του λαμπρού παρελθόντος.

Η Λιακάκου με την ποίησή της ενσυνείδητα ακολουθεί και προσφέρει όλο το στάδιο της οντολογικής και υπαρξιακής εξέλιξής της. Όπως καταμαρτυρούν οι θαυμάσιοι στίχοι που προσφέρει η πολύτιμη και σπουδαία Λιακάκου.

Η αγάπη για τη γλώσσα και τον ελληνικό πολιτισμό γίνονται οι ακρογωνιαίοι μηχανισμοί που στηρίζουν την κοινωνική και φιλοσοφική δομή της λαμπρής ποίησής της.

Νικάει και τον χρόνο

Η ψυχή της μνήμης που μένει

της μνήμης που παραμένει… όχι στις οπτασίες και φαντασιώσεις, αλλά και η γνώση ότι

θα νικήσεις

εσύ που θ’ αντέξεις,

εσύ που θα υπάρχεις πέρα από λέξεις…. είσαι.

(Στο ίδιο, σελ. 270).