Μπορεί το όνομα Chris Lucas να μη σας θυμίζει κάτι, όμως εάν βρίσκεστε στη Μελβούρνη δεν αποκλείεται να έχετε γευματίσει σε κάποιο από τα εστιατόριά του.

Στα 22 χρόνια που δραστηριοποιείται στο χώρο της εστίασης, ο μεγαλοεπιχειρηματίας συμπάροικος έχει διαχειριστεί μερικά από τα πιο δημοφιλή μαγαζιά της πόλης με έμφαση στην ασιατική κουζίνα, ενώ σήμερα τα πέντε εστιατόρια ιδιοκτησίας του δέχονται γύρω στους 25.000 πελάτες εβδομαδιαίως και απασχολούν περίπου 800 εργαζόμενους.

Έχοντας πλέον καθιερωθεί στη γαστρονομική σκηνή της Μελβούρνης, ο 56χρονος συμπάροικος ετοιμάζεται για τη νέα του επιχειρηματική κίνηση στο Σίδνεϊ, ανοίγοντας υποκατάστημα του εστιατορίου Chin Chin στα τέλη του μήνα.

Η πρόκληση αναμένεται μεγάλη – αν θεωρήσει κανείς ως μέτρο σύγκρισης τη Μελβούρνη. Και αυτό διότι το εστιατόριο Chin Chin από τότε που άνοιξε τις πόρτες του στο κέντρο της πόλης, το 2011, έχει γνωρίσει μεγάλη απήχηση, με πολλούς να στήνονται στην ουρά για να δοκιμάσουν τα διάσημα ταϊλανδέζικα πιάτα κάρυ, ενώ λέγεται ότι η αναμονή μπορεί να φτάσει έως και τις δύο ώρες, δεδομένου ότι δεν γίνονται κρατήσεις.

Ο Lucas, πάντως, εμφανίζεται αισιόδοξος και επισημαίνει ότι νέο κατάστημα στο Σίδνεϊ θα έχει ξεχωριστό μενού και το δικό του χαρακτήρα, δεδομένου, μάλιστα, ότι θα φιλοξενείται στο ιστορικό Griffiths Tea Buildings κατασκευής του 1915.

Στη συνέντευξή του στη Fairfax Media, ο Lucas μιλάει ακόμη για τα παιδικά του χρόνια που υπήρξαν αφορμή να ασχοληθεί με το χώρο της εστίασης

Ο πατέρας του Kon, μετανάστευσε στο Σίδνεϊ το 1923 μαζί με τρία από τα αδέλφια του. Όταν αργότερα ο Lucas επισκεπτόταν για πρώτη φορά τον θείο του στο εστιατόριο που εργαζόταν στη Μελβούρνη ήταν μόλις 10 ετών.

“Θυμάμαι να βλέπω απίστευτα επιδόρπια, πύργους από τούρτες […] Εμείς δεν είχαμε λεφτά για κάτι τέτοιο. Ούτε μας περνούσε από το μυαλό. Από εκεί ξεκίνησαν να μου μπαίνουν οι πρώτες ιδέες για τα εστιατόρια” εξομολογείται ο Lucas.

O πατέρας του είχε ταβέρνα που σέρβιρε φυσικά και ελληνικά φαγητά και έτσι ο Lucas είχε εκτεθεί στο χώρο της εστίασης από μικρός. Όμως καθοριστικό για την μετέπειτα πορεία του ήταν ένα ταξίδι στη Λήμνο τη γενέτειρα της μητέρας στην ηλικία των 12 ετών.

“Γνώρισα για πρώτη φορά μια ζωή που δεν είχα ξαναδεί. Όλα γύριζαν γύρω από το φαγητό”, αναπολεί περιγράφοντας ιδιαίτερα την εντύπωση που του προκάλεσαν οι ξυλόφουρνοι και η μυρωδιά του φρεσκοψημένου ψωμιού.

Το ταξίδι αυτό ήταν αφορμή για τον Lucas να καλλιεργήσει το όραμά του για το πώς πρέπει να είναι το φαγητό, “νοστιμότατο και όχι περίπλοκο” όπως λέει χαρακτηριστικά.

Ωστόσο, έμελλαν να περάσουν χρόνια προτού ακολουθήσει έμπρακτα το όνειρό του ανοίγοντας το δικό του εστιατόριο

Ακολούθησε σπουδές φαρμακοποιού και ως απόφοιτος, βρήκε εργασία στη μεγαλοεταιρία υπολογιστών IBM όπου και παρέμεινε μέχρι το 1992, δουλεύοντας στο Σίδνεϊ, το Σίλικον Βάλεϊ, τη Νέα Υόρκη, το Λονδίνο και το Τόκυο.

Λίγα χρόνια μετά την επιστροφή του στην Αυστραλία, αποφάσισε να πάρει το ρίσκο να ανοίξει το πρώτο του εστιατόριο το 1995 και από τότε τα πράγματα κύλησαν φυσικά.

Σε κάθε περίπτωση η εμπειρία στον τομέα των επιχειρήσεων φαίνεται πως ωφέλησε την μετέπειτα επαγγελματική του πορεία στο χώρο της εστίασης.

“Είχα έκθεση στο διεθνή χώρο του μάρκετινγκ και των μεγάλων επιχειρήσεων σε μια ηλικία που πολλοί άνθρωποι ακόμη ψάχνουν το δρόμο που θα ακολουθήσουν.

Μου έδωσε την αυτοπεποίθηση να κινούμαι χωρίς φόβο και να εξελίσσομαι συνεχώς” αναφέρει.

Παρά την πολύχρονη επιτυχία του στο χώρο της γαστρονομικής σκηνής της Μελβούρνης, η απόφαση του Lucas να επεκταθεί στο Σίδνεϊ δεν παύει να αποτελεί, σύμφωνα με κάποιους, επιχειρηματικό ρίσκο.

Όμως, ο Lucas υποστηρίζει ότι η επιτυχία δεν μετριέται σε νούμερα και ότι τα μαθήματα που του δίδαξε ο πατέρας του για το πώς κερδίζει κάποιος την αξία με την εργασία του είναι αυτά που ακολουθεί ακόμη και μετά από τόσα χρόνια.

“Δεν έχει σημασία πού βρίσκεσαι, απλώς δεν τα ξεχνάς αυτά. Όσο πιο επιτυχημένος είσαι τόσο πιο ταπεινός και ειλικρινής πρέπει να είσαι με τον εαυτό σου για το πώς τα κατάφερες” δηλώνει χαρακτηριστικά.