Πολέμησε με νύχια και με δόντια να μείνει εκεί. Να κάνει μερικά από εκείνα που λένε ότι μπορούν να «γεννήσουν» μια νέα Ελλάδα. Να σκύψει στη γη με νέο ενδιαφέρον, με καινοτόμες ιδέες, με πάθος. Κι αυτή να καρποφορήσει και να τον ανταμείψει με τη δυνατότητα να μείνει εκεί. Να μην την εγκαταλείψει.
Tρίτης γενιάς Ελληνοαυστραλός, ο Ηλίας Παγάνης, γεννημένος στο Keilor της Μελβούρνης το 1991, «μεταναστεύει» στην Ελλάδα με τους γονείς και την αδελφή του σε ηλικία τριάμισι χρόνων το ’94.
«Οι γονείς μου αποφάσισαν να πάνε πίσω. Ο πατέρας μου αγαπούσε την Ελλάδα με πάθος».
Και πώς να μην είναι έτσι, αφού οι γονείς του -παππούδες του Ηλία- από τη Μελβούρνη όπου γεννήθηκε, τον είχαν πάρει 10 χρόνων «πίσω στην Ελλάδα για να δοκιμάσουν να κάνουν κάτι εκεί, όπως τόσοι άλλοι αυτήν την περίοδο. Δεν τα κατάφεραν και μετά τέσσερα χρόνια γύρισαν πίσω στη Μελβούρνη».
«Ο πατέρας μου ήταν 14 χρόνων». Ο Ηλίας είναι εγγονός του Ηλία Παγάνη που ήλθε στη Μελβούρνη την περίοδο της μαζικής μετανάστευσης, τη δεκαετία του ’50.
ΛΑΤΡΕΨΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
«Λάτρεψα την Ελλάδα από την πρώτη στιγμή. ‘Όταν με πήγαν οι γονείς μου στον Χανδρινό Μεσσηνίας το ’94, νόμιζα ότι ζω ένα όνειρο. Με μάγεψε ο τόπος, το πράσινο, η απλοχωριά, τα παιχνίδια με τα παιδιά, οι βόλτες, τα πάρκα. Ήμουν πανευτυχής» ανακαλεί ο Ηλίας σήμερα.
Τελειώνει το Δημοτικό στον Χανδρινό, ένα ημιορεινό χωριό με 600 περίπου κατοίκους τότε και δυο δασκάλους για έξι τάξεις, και μετά πάει στο Γυμνάσιο στην Πύλο. Τελειώνει το Γυμνάσιο και το Λύκειο στην Πύλο και στη συνέχεια φοιτά στο ΤΕΙ Πηλίου. Εκεί, βρίσκεται εν μέσω οικονομικής κρίσης, το 2009, και αποφασίζει να εγκαταλείψει τις σπουδές. «Αισθάνθηκα ότι δεν ήθελα να επιβαρύνω τους γονείς μου. Για έναν φοιτητή που ζει μακριά από το σπίτι του, τα έξοδα είναι τεράστια. Ζητούσα εναλλακτικές λύσεις. Στράφηκα στην Αυστραλία και άρχισα να επικοινωνώ με συγγενείς και φίλους. Έψαχνα για διέξοδο και η Αυστραλία με κοίταζε προκλητικά».
Έτσι, στις αρχές Φεβρουαρίου 2011, ο Ηλίας προσγειώνεται στη Μελβούρνη.
Δραστηριοποιείται και αρχίζει αμέσως δουλειά ως σερβιτόρος, στη συνέχεια μπαρίστας και αργότερα πωλητής.
«Είχα λεφτά, είχα ωραία ρούχα, αγόρασα μάλιστα και ένα βανάκι (van), μέσα μου όμως ένοιωθα άδειος. Μου έλλειπαν πολλά. Δεκαοκτώ μήνες στην Αυστραλία, στη Μελβούρνη συγκεκριμένα, δεν στάθηκαν ικανοί να με κάνουν να αποβάλω όλη αυτή τη νοσταλγία που ένοιωθα για την Ελλάδα. Την ανάγκη να βρεθώ κοντά σε αγαπημένα μου πρόσωπα, σε στενούς φίλους, στο περιβάλλον που μεγάλωσα και αγάπησα από παιδί. Με τον κόσμο που είχα δεθεί και τώρα ένοιωθα αποκομμένος. Το θέμα ήταν καθαρά συναισθηματικό».
ΝΕΟΣ ΑΓΡΟΤΗΣ
Έτσι το 20013, τον βρίσκει πίσω στην Ελλάδα να κάνει προσπάθειες να μείνει εκεί.
«Επιχείρησα να γίνω νέος αγρότης στον Χανδρινό. Έκανα έρευνα αγοράς και για μένα ήταν η κοντινότερη επιχείρηση και με το λιγότερο ρίσκο. Τρούφες, μανιτάρια, σαλιγκάρια, είναι καλλιέργειες που θα μπορούσαν να αποδώσουν οικονομικά. Απαιτείται, όμως, σοβαρό κεφάλαιο. Πρέπει να έχεις δική σου γη, τα απαιτούμενα για την καλλιέργειά της και, οπωσδήποτε, ένα τρακτέρ. Λένε ότι υπάρχουν επιδοτήσεις. Αυτό ακούγεται ενθαρρυντικό, στην πραγματικότητα, όμως, τα προαπαιτούμενα, το καθιστούν απαγορευτικό.
Η επιδότηση, αν εγκριθεί η αίτησή σου, δίνεται μετά από 5 χρόνια και είναι το 70% από όσα έχεις δαπανήσει.
Πού να βρεις τα χρήματα όμως για το ξεκίνημα, που με τους πιο μετριοπαθείς υπολογισμούς υπερβαίνουν τις 50.000 ευρώ;
Έτσι, βλέπεις το όνειρο, το πλησιάζεις από απόσταση αναπνοής, δεν μπορείς όμως να το πιάσεις! Μιλάμε στην κυριολεξία για ‘δώρον άδωρον’» λέει με μια ανάσα ο Ηλίας. «Προσπάθησα πολύ, αγωνίστηκα, εξάντλησα όλες τις προοπτικές που υπήρχαν, ο αγώνας μου όμως να μείνω εκεί, ήταν άκαρπος» καταλήγει.
ΤΑ ΘΕΤΙΚΑ
Το 2015 επιστρέφει στη Μελβούρνη με τη μέλλουσα σύντροφό του, την Κωνσταντίνα (η ίδια έρχεται ως τουρίστρια) και του μεταδίδει, όπως φαίνεται, τον ενθουσιασμό της για τη νέα γη.
«Παίζει μεγάλο ρόλο όταν δεν είσαι μόνος. Μαζί είδαμε τα θετικά αυτής της χώρας. Ανακαλύψαμε τη γοητεία της, τη δομή, τον πολυπολιτισμικό της χαρακτήρα, το γεγονός ότι ζεις σ’ έναν κοσμοπολίτικο τόπο όπου μπορείς να απολαμβάνεις το θέατρο, τα φεστιβάλ, εκθέσεις, συναυλίες. Να περπατάς στο ποτάμι και να βλέπεις τους καλλιτέχνες να ζωγραφίζουν στις όχθες του Γιάρρα».
Έχοντας πάρει ο ίδιος μια καλή γεύση από τη ζωή στη Μελβούρνη και υπό διαφορετικές συνθήκες, προσθέτει: “Ναι, στην αρχή, αν έρχεσαι από Ελλάδα, ο τρόπος ζωής μπορεί να σου φανεί ξένος και απωθητικός. Εδώ οι αποστάσεις είναι τεράστιες. Για να συναντηθείς με φίλους, χρειάζεται ολόκληρη διαδικασία. Ενώ εκεί, μετά τη δουλειά, πηγαίνεις για έναν καφέ και καταλήγεις να είσαι σε μια παρέα από 12 άτομα. Είναι ένας άλλος τρόπος ζωής, υπάρχει ένας αυθορμητισμός και μια ζεστή επαφή μεταξύ των ανθρώπων».
Επιστρέφοντας στις εικόνες που έδωσε, προ ολίγου από Μελβούρνη, εννοεί ότι υπάρχει μια άλλη μαγεία εδώ;
«Οπωσδήποτε. Η Μελβούρνη δεν γίνεται Ελλάδα, γιατί αν γίνει χάνει τη μαγεία της. Το ίδιο ισχύει, άλλωστε, με όλες τις πόλεις του κόσμου. Η καθεμιά έχει το δικά της γόητρα, τον δικό της ιδιαίτερο χαρακτήρα. Η σύγκριση σίγουρα δεν βοηθά. Αυτό είναι το μόνο βέβαιο. Σε μπερδεύει, σε αποσυντονίζει και δεν σ’ αφήνει να χαρείς αυτό που έχεις μπροστά σου.
Ας μην είμαστε αγνώμονες»!
Με την πείρα του νέου ανθρώπου που έχει πάρει μια καλή γεύση από την Αυστραλία -τη χώρα που γεννήθηκε- εκτιμά: «Θα πρέπει, εκείνοι που κάνουν συγκρίσεις, να αφήσουν πίσω την προκατάληψη και ν’ ανοίξουν τα μάτια τους σε έναν νέο κόσμο που παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον όταν τον ανακαλύψεις και τον δεις όπως πραγματικά είναι. Αρκεί να έχεις ανοιχτά τα μάτια σου και την καρδιά σου».
Γνωρίζοντας, προφανώς, καλά τη διαδρομή των Ελλήνων στην Πέμπτη Ήπειρο, και τον θεμελιώδη ρόλο που έπαιξαν στην ανάπτυξή της χώρας, υπενθυμίζει ότι «πρόσφεραν πάρα πολλά και συνέτειναν σε μεγάλο βαθμό στο να είναι η Αυστραλία αυτό που θαυμάζει ο υπόλοιπος κόσμος σήμερα. Αυτό, είναι καλό να μην το ξεχνούμε. Θα μας βοηθήσει να έχουμε πάντα μπροστά μας τη σωστή προοπτική των πραγμάτων και, εξίσου σημαντικό, να μη νοιώθουμε ως επισκέπτες», προσθέτει μ’ έναν τόνο σιγουριάς.
ΖΩ ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ
Ο δρόμος για τον ίδιο, δεν ήταν από την αρχή, βέβαια, αυτό που φαίνεται να είναι σήμερα και που τον γεμίζει χαρά και αυτοπεποίθηση. Βλέπει, όμως, μόνο μπροστά και με αφοπλιστικό ενθουσιασμό, θα πει ότι «ζει το όνειρο».
«Να είσαι εικοσάρης, με σταθερή δουλειά, αν είσαι συνεπής, σταθερό, καλό μισθό, σε μια χώρα που περιμένει να την ανακαλύψεις. Αναμφίβολα ζω το όνειρο!».
Του υπενθυμίζω ότι κι εδώ δεν έχουν όλοι τις ίδιες ευκαιρίες και η απογοήτευση, σε πολλές περιπτώσεις, είναι πραγματικά καταλυτική. Όχι σπάνια οδηγεί στην επιστροφή.
Υπάρχουν άπειρες περιπτώσεις νέων ανθρώπων που έρχονται στην Αυστραλία ζητώντας μια νέα ευκαιρία για να δημιουργηθούν και απογοητεύονται. Για αρκετούς είναι πραγματικός Γολγοθάς. Σπουδές, δουλειά με περιοριστικούς όρους και λίγες οι ευκαιρίες μόνιμης εγκατάστασης.
Ιδιαίτερα, όσοι δεν βρίσκουν στήριξη εδώ από συγγενείς ή φίλους, τα πράγματα είναι κάθε άλλο παρά ρόδινα.
«Δεν υπάρχει αμφιβολία γι’ αυτό. Αν είσαι μόνος, χωρίς συγγενείς και στήριξη, χωρίς σταθερό εισόδημα και, κυρίως, με διαφορετική, από την πραγματική εικόνα, για τη χώρα, τότε υπάρχει πρόβλημα. Σε τελική ανάλυση, όμως, να μην ξεχνάμε ότι για να φύγει κανείς από την Ελλάδα, σίγουρα δεν το κάνει για πλάκα, ούτε γιατί έχει τάση στις περιπέτειες. Συντρέχουν σοβαροί, οικονομικοί, κυρίως, λόγοι που τον οδηγούν σ’ αυτήν την απόφαση. Επομένως, αξίζει να προσπαθήσει κανείς μ’ όλες του τις δυνάμεις και να στραφεί σε διάφορες κατευθύνσεις, προκειμένου να υλοποιήσει τα σχέδιά του. Με λίγα λόγια, να μάθει, να πληροφορηθεί σωστά και να μη φοβάται την απόρριψη γιατί στην επόμενη προσπάθεια, μπορεί να είναι πιο τυχερός».
Και η Ελλάδα; Υπάρχει περίπτωση επανόδου;
Μια παύση, ένα χαμόγελο που θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως «πικρό» και ένα «ναι»… φορτωμένο με προϋποθέσεις που θυμίζει το «Αν» του Κίπλινγκ… «Αν βελτιωθούν τα πράγματα. Αν η Ελλάδα βγει από την οικονομική κρίση. Αν υπάρχει πολιτική και οικονομική σταθερότητα. Αν έχει κανείς ένα καλό, σταθερό εισόδημα για να μπορεί να δημιουργήσει οικογένεια αλλά … κάτι τέτοιο μοιάζει περισσότερο με σενάριο επιστημονικής φαντασίας!» καταλήγει.