Σε κλίμα αισιοδοξίας εγκαινιάστηκε την Δευτέρα το νέο Κέντρο Έρευνας για την Άνοια που ιδρύθηκε από το Πανεπιστήμιο Μελβούρνης και το Ινστιτούτο Νευροεπιστήμης και Ψυχικής Υγείας Florey.
“Το Κέντρο Έρευνας για την Άνοια της Μελβούρνης στοχεύει ρεαλιστικά να γίνει το ηγετικό κέντρο του είδους στον κόσμο”, δήλωσε ο Πρύτανης της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Μελβούρνης, Shitij Kapur, τονίζοντας ότι το Κέντρο είναι ένα εξαιρετικό παράδειγμα συνεργασίας μεταξύ του Πανεπιστημίου και του Ινστιτούτου Florey, το οποίο θεωρείται ως το μεγαλύτερο ερευνητικό κέντρο για τον εγκέφαλο στο Νότιο Ημισφαίριο και ένα από τα καλύτερα ινστιτούτα νευροεπιστήμης του κόσμου, προσελκύοντας ερευνητές από κάθε γωνιά της γης. Για τον σκοπό αυτό, έχει λάβει χρηματοδότηση 22 εκατομμυρίων δολαρίων από το Εθνικό Συμβούλιο Υγείας και Ιατρικής Έρευνας (National Health and Medical Research Council – NHMRC), ενώ άλλα 4 εκατομμύρια προήλθαν από ιδιωτικούς πόρους. Το κέντρο θα απασχολεί προσωπικό 200 ατόμων που θα εργάζεται για την προαγωγή και τελειοποίηση των μεθόδων διάγνωσης και αντιμετώπισης της άνοιας, με απώτερο στόχο την εύρεση μιας τελικής θεραπείας για την νόσο που ήδη επηρεάζει 400 χιλιάδες Αυστραλούς, ενώ οι προβλέψεις κάνουν λόγο για περισσότερους από 530 χιλιάδες να νοσούν μέχρι το 2025.
“Είναι πολύ σημαντικό να βοηθήσουμε αυτούς τους ανθρώπους και τις οικογένειές τους που αναλαμβάνουν τελικά την φροντίδα τους” τόνισε ο επικεφαλής του Κέντρου, καθηγητής Νευροεπιστήμης του Πανεπιστημίου Μελβούρνης, Ashley Bush, ο οποίος πρώτος στον κόσμο ανακάλυψε την σχέση μεταξύ της εξέλιξης της άνοιας με το ύψος του σιδήρου στον εγκέφαλο.
“Ήδη από το ξεκίνημά μου στην ψυχιατρική διαπίστωσα το σοβαρό πρόβλημα που υπάρχει με το Αλτσχάιμερ, ότι δεν υπάρχει αποτελεσματικός τρόπος αντιμετώπισής του και αυτό ήταν το κίνητρό μου για να ασχοληθώ με την έρευνα” δήλωσε στον ‘Νέο Κόσμο’ ο καθηγητής.
Ο διευθυντής του Κέντρου Έρευνας Άνοιας, καθηγητής Νευροεπιστήμης Ashley Bush, ο ομοσπονδιακός υπουργός Υγείας Greg Hunt, ο διευθυντής του Ινστιτούτου Florey, καθηγητής Geoffrey Donnanand και ο πρύτανης της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Μελβούρνης, καθηγητής Shitij Kapur
“Εικοσιπέντε χρόνια μετά, ακόμη δεν έχουμε ένα φάρμακο που να σταματά την εξάπλωση της νόσου, αλλά πλησιάζουμε”, τονίζει εξηγώντας ότι οι παράγοντες που επηρεάζουν την νόσο του Αλτσχάιμερ είναι οι ίδιοι που επιβαρύνουν και τις καρδιοπάθειες: η χοληστερίνη, η υπέρταση, ο σακχαρώδης διαβήτης κ.ο.κ.
“Το πρόβλημα είναι ότι μπορεί να κάνεις τα πάντα σωστά και παρ’ όλα αυτά να σταθείς άτυχος”, λέει. Ο παράγοντας “τύχη” είναι ο τελευταίος που περιμένει κανείς να αναφερθεί σε μία συζήτηση με έναν επιστήμονα. “Γι’ αυτό και εργάζομαι σ’ αυτήν την θεωρία για το γήρας” λέει.
“Κάτι στην χημεία της γήρανσης δημιουργεί τις συνθήκες εμφάνισης της νόσου του Αλτσχάιμερ. Είναι κάτι που εμφανίζεται με την προχωρημένη ηλικία. Η δουλειά μου αφορά την συσσώρευση του σιδήρου στον εγκέφαλο που μεγαλώνει όσο γερνά κανείς. Το ίδιο συμβαίνει και με τα β-αμυλοειδή πεπτίδια (σ.σ. πρόκειται για κάποιες “παθολογικές” πρωτεΐνες που προκαλούν αλλοιώσεις στον εγκέφαλο). “Είναι πιο εύκολο να μειώσουμε τα επίπεδα σιδήρου από ό,τι τα αμυλοειδή κι αυτό προσπαθούμε να κάνουμε εδώ”, εξηγεί. Αποτέλεσμα της έρευνάς του είναι μία πρωτοποριακή κλινική δοκιμή που διεξάγεται ήδη σε εθελοντές που βρίσκονται στο πρώιμο στάδιο της άνοιας. Η έρευνα, με την με την κωδική ονομασία 3D (Delaying Dementia with Deferiprone) αφορά την χρήση δεφεριπρόνης για την καθυστέρηση της άνοιας. Πρόκειται για μία γνωστή αγωγή αποσιδήρωσης, που χρησιμοποιείται ήδη σε ασθενείς με μεσογειακή αναιμία, οι οποίοι αντιμετωπίζουν το πρόβλημα της υψηλής συσσώρευσης σιδήρου λόγω των συχνών μεταγγίσεων αίματος. Για πρώτη φορά μέσω της μελέτης 3D, οι ερευνητές έχουν την δυνατότητα να αξιολογήσουν τον κίνδυνο που διατρέχουν όσοι προσβάλλονται από άνοια, χωρίς να χρειάζονται παρεμβατικές και δαπανηρές εξετάσεις.
“Ο στόχος μας είναι να προσφέρουμε μία νέα φαρμακευτική θεραπεία για τους πάσχοντες από Αλτσχάιμερ μέσα στα επόμενα τρία χρόνια”, λέει ο κ. Bush. “Θα αναπτύξουμε έναν τρόπο να προσφέρουμε μία πρώιμη διάγνωση, ώστε να παρέμβουμε έγκαιρα με νέες θεραπείες και θα συνεχίσουμε να προσπαθούμε να βρούμε νέα φάρμακα για την άνοια”.Στην ερώτηση αν η πρόσληψη σιδήρου μέσω της διατροφής επηρεάζει την εξέλιξη της νόσου, ο καθηγητής εμφανίζεται επιφυλακτικός, αλλά τονίζει τα οφέλη της μεσογειακής διατροφής: “Συχνά λέω ότι οι χορτοφάγοι ζουν περισσότερο και εμφανίζουν σπανιότερα κρούσματα Αλτσχάιμερ, χωρίς βέβαια να αποκλείεται. Αυτό μας έχει οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι ίσως μετά την μέση ηλικία, όταν δηλαδή αρχίζει το σίδηρο να συσσωρεύεται στον εγκέφαλο, είναι σκόπιμο να περιορίζει κανείς την κατανάλωση κόκκινου κρέατος. Φυσικά, χρειάζεται να γίνει ακόμα πολλή έρευνα για να αποδειχθεί η σχέση διατροφής και κινδύνου εμφάνισης Αλτσχάιμερ” ξεκαθαρίζει.